Ο λιτός βίος, η συνέπειας ιδεολογίας και προσωπικής ζωής, η δωρεά του 90% του μισθού του σε φιλανθρωπικές οργανώσεις, ο μικρός σκαραβαίος που χρησιμοποιούσε αντί του πολυτελούς προεδρικού αυτοκινήτου και πολλά άλλα, του προσέδωσαν δικαίως τον τιμητικό τίτλο “Ο φτωχότερος πρόεδρος στον κόσμο”.
Ευτυχώς όμως ο Μουνιχία δεν αποτελεί τον μοναδικό εκπρόσωπο αυτής της “λακωνικής” ιδεολογίας ακύρωσης των υλικών αγαθώς έναντι των προσωπικών αρχών. Αντίστοιχο παράδειγμα αποτελεί και ο πρώην Έλληνας πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας τη δωρική διαδρομή του οποίου αξίζει να διαβάσετε παρακάτω στο αφιέρωμα του ET Magazine του Eleftherostypos.gr.
«Μαύρος Καβαλάρης»

Γεννιέται το 1883 σε χωριό της Καρδίτσας από γονείς ράφτες, και από τα εφηβικά του χρόνια διαφαίνεται η ηγετική του προσωπικότητα, όταν η συμπλοκή του με έναν Τούρκο τον φέρνει κυνηγημένο στον Πειραιά όπου ολοκληρώνει το Γυμνάσιο. Το 1903 κατατάσσεται στον στρατό και από εκεί συμμετέχει σε όλες τις μεγάλες μάχες του ελληνισμού, πάντα στην πρώτη γραμμή, ξεκινώντας από τον Μακεδονικό και Βορειοηπειρωτικό αγώνα και στο κίνημα στο Γουδί το 1909. Στους Βαλκανικούς πολέμους αποκτά από τους συμπολεμιστές το παρατσούκλι “Μαύρος Καβαλάρης” που τον ακολουθεί μέχρι το τέλος της ζωής του.

Στον Εθνικό Διχασμό συντάσσεται με το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης, ενώ το 1919 συμμετέχει, επικεφαλής του 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, στην εκστρατεία της Αντάντ στην Ουκρανία κατά των Μπολσεβίκων. Στο βιβλίο του “Αναμνήσεις” μεταφέρει τη συγκίνησή του όταν στο ξεκίνημα της εκστρατείας περνά από την Αγία Σοφία :“Ημιν επί τέλους στην Αγιά Σοφιά ! Είδα το ωραιότερο παιδικό μου όνειρο να γίνεται πραγματικότης !Πριν από εξήμισι χρόνια ξεκίνησα από τη Μελούνα, ανθυπολοχαγός, με τη μικρή ελπίδα πως μπορώ να δω τη Θεσσαλονίκη !Και τώρα, ύστερα από τόσους αγώνας και δεκάδας μαχών, να είμαι στην Αγιά Σοφιά, και μάλιστα να μπω μέσα αφού επήδησα πάνω από Τούρκους στρατιώτας!”. Μάιο του 1919 επιβιβάζεται με το σύνταγμά του στη Σμύρνη κι ένα χρόνο μετά ξεκινά τις επιθετικές ενέργειες στο Μικρασιατικό μέτωπο, φτάνοντας μέχρι τις παρυφές της Άγκυρας τον Αύγουστο του 1922.
Είσοδος στην πολιτική με πολλά λάθη
Επιστρέφοντας στη πρωτεύουσα αποκτά ενεργότερο ρόλο στον ταραγμένο πολιτικό στίβο της περιόδου, αλλά μη γνωρίζοντας το αντικείμενο κάνει αρκετά λάθη, κάτι που δεν αρνείται να παραδεχτεί :“…τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μας τα διήλθομεν στα ακραία ελληνικά σημεία εν μέσω σκληροτάτων αγώνων καθ’ ον χρόνων αυτοί διήγον εις τα πόλεις βίον εν μέσω χλιδής και διασκεδάσεων. Τας πράξεις μας τα διέπει περισσότερον η λογικήν της καρδίας και της σκοπιμότητας και ολιγότερων η λογική των θεωριών”.

Προκαλεί φιλο-βενιζελικά στρατιωτικά κινήματα, αντιτίθεται στη δικτατορία Μεταξά, ενώ στη περίοδο της γερμανικής κατοχής παραμένει εξόριστος στη Γαλλία. Μεταπολεμικά αποκτά καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις. Συμμετέχει στη Συμφωνία της Βάρκιζας, ενώ ως πρωθυπουργός δύο κεντρώων κυβερνήσεων επιχειρεί να μετριάσει τις μετεμφυλιακές συνέπειες.
Ο «φτωχός πρωθυπουργός»
Ο “Μαύρος καβαλάρης” των Βαλκανικών Πολέμων και της Μικρασιατικής Εκστρατείας, διατηρεί τον δωρικό τρόπο ζωής του ακόμα και όταν φτάνει στο ανώτερο πολιτειακό αξίωμα του Πρωθυπουργού, όπου αποκτά, εκτός του στρατού, ένα ακόμη “παράσημο” μένοντας στην ιστορία ως :“Ο φτωχός πρωθυπουργός”. Όσοι τον ζουν από κοντά αφηγούνται πολλά περιστατικά της άμεμπτης ηθικής του στάσης.

Καταρχήν απαγορεύει στα συγγενικά του πρόσωπα να χρησιμοποιούν το όνομά του για ίδιον όφελος. Ο άνεργος αδελφός του κάνει αίτηση να προσληφθεί ως οδηγός στην εταιρία “ΦΙΞ”, λέγοντας μετά από πιέσεις τ’ όνομά του. Προσλαμβάνεται παρακαλώντας όμως να μην φτάσει το γεγονός ποτέ στον αδελφό του. Όταν ο τελευταίος το πληροφορείτε απαιτεί, και τελικά πετυχαίνει, την παραίτησή του λέγοντάς :“Αν έχεις ανάγκη, κάτσε εδώ να μοιραζόμαστε το φαγητό μου”.
Επειδή ο ίδιος μένει πάντα σε νοίκι, κάποιος φίλος του παίρνει την πρωτοβουλία να ζητήσει από μια τράπεζα δάνειο για ν’ αποκτήσει, επιτέλους, δικό του σπίτι. Ο διοικητής της τράπεζας εγκρίνει άμεσα το δάνειο, αλλά όταν το γεγονός φτάνει στον Πλαστήρα αυτός σχίζει την έγκριση λέγοντας :“Με τι μούτρα ρε θα βγω στο δρόμο, αν μαθευτεί πως εγώ πήρα δάνειο για σπίτι;”. Αρνείται να βάλει ακόμα και τηλέφωνο λέγοντας : “Μα τι λέτε; Η Ελλάδα πένεται κι εμένα θα μου βάλετε τηλέφωνο;”.
Επιστρέφει χρυσό στυλό που του στέλνει ο εκδότης Δημήτρης Λαμπράκης, λέγοντας ότι :“Εγώ δεν βάζω χρυσές υπογραφές. Μου φτάνει το στυλουδάκι μου. Δεν θέλω δώρα, γιατί τα δώρα φέρνουν και αντίδωρα”. Ως Πρωθυπουργός ζει σε ένα μικρό σπίτι μ’ ελάχιστα αντικείμενα, ενώ κοιμάται σε στρατιωτικό ράντζο. Όταν τον επισκέπτεται εκεί η βασίλισσα Φρειδερίκη ρωτώντας γιατί το κάνει αυτό απαντά :“Συνήθισα μεγαλειότατη από τον στρατό και δεν μπορώ να το αποχωριστώ”.
«Όλα για την Ελλάδα»…
Σε αυτό το σπίτι τον επισκέπτεται τις τελευταίες ημέρες της ζωής του και ο μεγάλος πολιτικός του αντίπαλος Αλέξανδρος Παπάγος λέγοντάς του :“Νίκο, γίνε γρήγορα καλά για να μου κάνεις γερή αντιπολίτευση και να με ρίξεις”, “Μη σε νοιάζει., θα σηκωθώ και θα σε φάω” του απαντά. Φεύγοντας από τη ζωή στις 26 Ιουλίου του 1953 δεν αφήνει πίσω του, σπίτια και τραπεζικές καταθέσεις, παρά μόνο 216 δρχ. στην προσφυγοπούλα ψυχοκόρη του, δέκα δολάρια και μια προφορική διαθήκη όπου σε τέσσερες λέξεις συμπυκνώνει την κληρονομιά του :“Όλα για την Ελλάδα”…

