Γερμανοί αξιωματικοί και η κορυφαία εταιρία αμυντικού υλικού Rheinmetall βοήθησαν στην ανάπτυξη ρωσικών κέντρων προσομοίωσης πολέμου λίγους μήνες προτού τα στρατεύματα του Βλαντιμίρ Πούτιν καταλάβουν την Κριμαία.
Η Γερμανία εκπαίδευσε ρωσικά στρατεύματα και προώθησε στρατιωτικές εξαγωγές στη Μόσχα μέχρι και την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, αναφέρει στην τελευταία έκδοσή του το έγκυρο γερμανικό περιοδικό «Der Spiegel». Οι αποκαλύψεις ρίχνουν φως στο πόσο βαθιά είχε αναπτυχθεί η στρατιωτική συνεργασία μεταξύ Βερολίνου και Μόσχας υπό τη Γερμανίδα καγκελάριο, Ανγκελα Μέρκελ.
Τη δεκαετία του 1990, έπειτα από την αποχώρηση του Κόκκινου Στρατού από τη Γερμανία, η Γερμανία κατασκεύασε μία εγκατάσταση εκπαίδευσης υψηλής τεχνολογίας στη στρατιωτική βάση Αλτμαρκ στη Σαξονία-Ανχαλτ. Αυτό το κέντρο περιλάμβανε προσομοιωμένες μάχες με χρήση συστημάτων λέιζερ, ψηφιακή παρακολούθηση θυμάτων και έναν προσομοιωτή μονομαχίας που λειτουργούσε με λογισμικό. Μάλιστα, ο γερμανικός στρατός το είχε χαρακτηρίσει ως την πιο προηγμένη εγκατάσταση στρατιωτικής εκπαίδευσης σε όλη την Ευρώπη.
Το «Spiegel» αναφέρει ότι, εντυπωσιασμένοι από τις δυνατότητές του, οι Ρώσοι στρατηγοί προσπάθησαν να αναπαραγάγουν αυτό το σύστημα. Το 2011, η Ρωσία και η Γερμανία υπέγραψαν σύμβαση ύψους 135 εκατ. ευρώ για την κατασκευή ενός παρόμοιου κέντρου στο Μουλίνο στην περιοχή του Βόλγα της Ρωσίας και το ρωσικό υπουργείο Αμυνας συνεργάστηκε με τη Rheinmetall.
Το κέντρο προοριζόταν να εκπαιδεύει έως και 30.000 Ρώσους στρατιώτες ετησίως. Το ευρύτερο σχέδιο προέβλεπε οκτώ τέτοια κέντρα σε όλες τις ρωσικές στρατιωτικές περιφέρειες, ενώ η Γερμανία επρόκειτο να προμηθεύσει όχι μόνο λέιζερ και αισθητήρες, αλλά και πυροτεχνήματα για την προσομοίωση εκρήξεων.
Η κυβέρνηση Μέρκελ υποστήριξε τη βαθιά στρατιωτική συνεργασία μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας, η οποία εντάθηκε από το 2009 έως το 2013. Αυτή περιλάμβανε σχέδια για την τοποθέτηση ενός Γερμανού αξιωματικού συνδέσμου στο Γενικό Επιτελείο της Ρωσίας και ενός Ρώσου αξιωματικού για την ανάληψη θέσης στη Διοίκηση Στρατού της Γερμανίας στο Στράουσμπεργκ.
Ο επιλεγμένος Ρώσος αξιωματικός ολοκλήρωσε ένα μάθημα γερμανικής γλώσσας και περίμενε την εκπαίδευση του Γενικού Επιτελείου. Η ημερομηνία έναρξης ορίστηκε για την 1η Οκτωβρίου 2014. Τα σχέδια περιλάμβαναν επίσης πρόσβαση σε εσωτερικά έγγραφα, στρατηγικές συζητήσεις και επίσημες ανταλλαγές σε επίπεδο διοίκησης – βήματα που συνήθως προορίζονται μόνο για νατοϊκούς συμμάχους.
Ο απόστρατος Γερμανός στρατηγός Γιόζεφ Νίμπεκερ, πρώην στρατιωτικός σύμβουλος στην Καγκελαρία του Γκέρχαρντ Σρέντερ και στη συνέχεια ακόλουθος Αμυνας στη Μόσχα, δήλωσε στο «Spiegel» ότι η Καγκελαρία είχε δώσει εντολή στους αξιωματούχους να ανταποκριθούν στα ρωσικά αιτήματα συνεργασίας «θετικά και να τα εφαρμόσουν στο μέτρο του δυνατού». Το 2011, ο υπουργός Αμυνας, Τόμας ντε Μεζιέρ, επαίνεσε την «ένταση» των σχέσεων, τονίζοντας το γερμανικό «ενδιαφέρον ασφαλείας» για έναν «καλά διευθυνόμενο σύγχρονο ρωσικό στρατό».
Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2013, η Γερμανία και η Ρωσία σχεδίασαν μία κοινή άσκηση στην Κάμενκα, κοντά στη Φινλανδία. Εξήντα Γερμανοί στρατιώτες και έξι οχήματα Boxer είχε προγραμματιστεί να συμμετάσχουν. Η άσκηση προκάλεσε αντιδράσεις από τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, ενώ ένας Λετονός στρατιωτικός τη συνέκρινε με το Σύμφωνο Χίτλερ – Στάλιν. Η Μόσχα ανακοίνωσε την άσκηση με έντονη γλώσσα, λέγοντας ότι στόχευε στην «καταστροφή ένοπλων συμμοριών», όμως το Βερολίνο την ακύρωσε, επικαλούμενο τις αντιδράσεις και την αυξανόμενη ένταση. Η άσκηση αυτή δεν επαναπρογραμματίστηκε ποτέ…
Το Βερολίνο κάλεσε τη Rheinmetall να κλείσει τη συμφωνία. Η εταιρία καλωσόρισε τους Ρώσους στρατηγούς και γιόρτασε τη σύμβαση Μουλίνο. Ο Ρώσος στρατηγός Γκερασίμοφ, μετέπειτα αρχηγός της εισβολής στην Ουκρανία και επί 13 χρόνια αρχηγός των ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων, βοήθησε στον σχεδιασμό του «στρατιώτη του μέλλοντος» της Ρωσίας, με βάση αυτά που είδε στη Γερμανία.
Στις 10 Ιουνίου 2014, λίγους μήνες αφότου η Ρωσία ανακοίνωσε την παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας, η Γερμανία ανακάλεσε όλες τις άδειες εξαγωγής στρατιωτικών, όμως η Rheinmetall αντιτάχθηκε στην απαγόρευση, υποστηρίζοντας ότι ο εξοπλισμός δεν αποτελούσε επιθετικό όπλο. Η εταιρία απείλησε να μηνύσει για 120 εκατ. ευρώ. Τα δικαστήρια απέρριψαν τους ισχυρισμούς της κι έτσι η Rheinmetall απέσυρε σιωπηλά την υπόθεση το 2016. Ο εξοπλισμός, συμπεριλαμβανομένων 300 μονάδων λέιζερ για τουφέκια, αποθηκεύτηκε στο Μπρέμερχαβεν, ενώ μετά το 2022 η Rheinmetall εξέτασε το ενδεχόμενο να τον στείλει στην Ουκρανία…

