
Ο Βασίλης, για όσους είχαμε την τύχη να τον δούμε, να τον ακούσουμε, να τον διαβάσουμε, να τον συναντήσουμε έστω και μια φορά, ήταν κάτι παραπάνω από ένας θεατράνθρωπος. Ήταν ένας στοχαστής εν κινήσει. Ένας ακούραστος εργάτης του Λόγου και της Σκηνής. Ένας γοητευτικός, ανεπιτήδευτος πρίγκιπας του διαλόγου. Ήξερε να σκέφτεται. Και να στοχαζόμαστε μαζί του. Με χιούμορ. Με λεπτότητα. Με ακρίβεια.
Ήταν το θέατρο του στοχασμού και ο στοχασμός ως θέατρο. Ήταν και μια φωνή που, μέσα στο γενικό θόρυβο, έλεγε κάτι καθαρό. Κάτι απλό, κάτι αιχμηρό, κάτι αληθινό.
Έλεγε: «Ζούμε μέσα στο γελοίο, νομίζοντας πως ζούμε μέσα στο σοβαρό». Και μόνο αυτή η φράση φτάνει να τον κρατήσει αθάνατο.
Δεν ήταν εύκολος. Ήταν έντιμος. Και σε εποχές που η τιμιότητα φαντάζει πολυτέλεια, εκείνος την κράτησε ως σημαία του. Όχι από καθήκον. Από εσωτερική αναγκαιότητα. Ένας άνθρωπος βαθύτατα πολιτικός, χωρίς ποτέ να γίνει ρηχά ιδεολογικός. Ένας άνθρωπος της διανόησης, χωρίς να καμώνεται ποτέ τον διανοούμενο.
Και ήταν πάνω απ’ όλα Δάσκαλος. Όχι μόνο επειδή δίδαξε. Αλλά επειδή ενέπνευσε. Γιατί το βλέμμα του, η στάση του, το χιούμορ του, ο τρόπος που γελούσε και ο τρόπος που σου άπλωνε τη σκέψη του — αυτά ήταν τα μαθήματα που μετρούσαν περισσότερο κι από τα κείμενα που έγραφε ή τις σκηνές που σκηνοθετούσε.
Ήταν, είναι, και θα μείνει. Μέσα μας. Όσο μιλάμε για θέατρο με ειλικρίνεια. Όσο σκεφτόμαστε τον κόσμο με γενναιότητα. Όσο αντιστεκόμαστε στο γελοίο και διεκδικούμε το σημαντικό.
Βασίλη, σ’ ευχαριστούμε. Για όλα.