Σε αντίθεση με τη μητέρα του, την Παναγία η οποία, ειδικά για εμάς τους Ελληνες, είναι συνεχώς παρούσα. Οι περισσότεροι πιστοί βιώνουν την παρουσία της πολύ συχνά, την επικαλούνται συνεχώς διαχωρίζοντας τα πολλά της πρόσωπα ανάλογα με τη στιγμή που την επικαλούνται. Ως μάνα του ελέους, στήριγμα, γλυκοφιλούσα, προστάτιδα, παρηγορήτρια, σύντροφο, ευεργέτη, θαυματουργή.
Αταξική, λατρεύεται και τιμάται μέσα στα λούσα τα προσκυνηματικά της Τήνου, της Πάρου, της Πάτμου και όπου αλλού επιβάλλεται η μεγαλοπρέπειά της, αλλά και στα εκατοντάδες «ανώνυμα» μοναστήρια και εκκλησάκια όπου η μόνη λάμψη της προσφοράς σε αυτήν έρχεται από το λεπτόκορμο κεράκι της «δραχμής».
Ολα αυτά αναδεικνύονται με επισημότητα τον Δεκαπενταύγουστο και έχουν πανελληνίως συνδεθεί με το απόλυτο των διακοπών. Απόρροια της δημιουργίας ενός ανισόρροπου αστυφιλικού σύγχρονου κράτους που σχεδόν ξερίζωσε τις αυθεντικές καταγωγές από τα χωριά και τις κωμοπόλεις, η μαζική επανένωση των «φυλών» γίνεται εκεί τις μέρες της Παναγιάς. Δεν υπάρχει πλατεία η ραχούλα όπου να μην ακούγεται η καμπάνα, που να μη συρρέουν ντυμένοι στα καλά τους όλοι οι «συγχωριανοί» μπλεγμένοι και με σωρούς από επισκέπτες και τουρίστες. Μια τόσο δυνατή ανάσα επιστροφής της ζωής απλώνεται και μόλις περάσει το τριήμερο, άντε και η βδομάδα, ο τόπος θα αρχίσει και πάλι να φυλλομετράει τις σελίδες του χρόνου, για να ξανασυναντηθεί με τη ζωντάνια που φέρνει η Παναγία. Αυτό το αξιοπερίεργο πρωτόκολλο, το λαϊκό παράδοξο όπου, αντί για τη θλίψη και τον σεβασμό για την Κοίμηση της Θεοτόκου και απόδοση της τιμής στον θάνατό της, μετουσιώνεται σε ένα συνεχές, πανελλήνιο πανηγύρι που είναι μοναδικό, εξού και η τόση ταύτιση όλων με τον Δεκαπενταύγουστο που από θρησκευτική εορτή-τελετή έχει εξελιχθεί στο σημαντικότερο, μετά το Πάσχα, έθιμο με αντίστοιχες σύνθετες πλευρές. Και οικονομικές.
Βαθιά κρατημένος στη λαϊκή ψυχή ο Δεκαπενταύγουστος- πέρα από τη θρησκευτικότητα- είναι σημείο αναφοράς προσαρμοσμένο στις, κατά τόπους, ανάγκες του λαού. Τα πανηγύρια που «κρεμιούνται» ανά δεκάδες, εκατοντάδες από κολόνες στους δρόμους, στις πλατείες, κολλημένες πολύχρωμες αφίσες στις τζαμαρίες των καφενείων, τόσες πολλές που… ακούς τη φασαρία ή τη γλυκύτητα του κλαρίνου-ανάλογα ποιος το τολμάει καλύτερα ή χειρότερα. Τα μικρομάγαζα που στήνονται στα χωράφια και γύρω από τις εκκλησίες με το αδιάκοπο μουγκρητό της πετρελαιοκίνητης να φωτίζει τα προϊόντα της κινέζικης αγοράς μαζί με τη φρεσκοκομμένη ρίγανη σε ματσάκια και σακιά φρέσκιας πατάτας παραδίπλα. Τα υπαίθρια ξενυχτάδικα με τις λαρυγγιστές «φωνές», τα ατέλειωτα καφάσια με την μπίρα που λιώνει από τη ζέστη. Τα μικρόφωνα που καλωσορίζουν τους τοπικούς άρχοντες, η αγωνία των βουλευτών και των πολιτευτών για το αν θα τα προλάβουν όλα τα πανηγύρια και αν θα φτάσουν τα πενηντάευρα για τη λαχειοφόρο. Ολα αυτά είναι στοιχεία που, όσο γραφικά και να θεωρούνται από πολλούς, παραμένουν απαράλλακτα μόλις σκοτεινιάσει και αρχίσει το γλέντι. Γιατί η Παναγία είναι για τους Ελληνες τόσο κοντά τους πάντα, που τους ενώνει και πέρα από το Θείο.