Πλέον, η Ελλάδα είναι έτοιμη να υλοποιήσει μία από τις μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις της Μεταπολίτευσης και να πάψει πια να είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο, μαζί με την Κούβα, που έθετε φραγμούς στην ακαδημαϊκή ελευθερία.
Η απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου ήταν μία μεγάλη νομική μάχη που κερδήθηκε. Αυτό δεν σημαίνει πως οι αιτήσεις των πανεπιστημίων που έχουν κατατεθεί ισοδυναμούν με αδειοδότηση. Ακολουθεί αυστηρός έλεγχος τόσο από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης όσο και από τον Εθνικό Οργανισμό Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού, ώστε να διασφαλιστεί ότι πληρούν τα υψηλά ακαδημαϊκά κριτήρια και τις κτιριολογικές προϋποθέσεις που προβλέπει ο νόμος.
Ανεξαρτήτως του τελικού αριθμού των Ιδρυμάτων που θα πάρουν το «πράσινο φως», ένας αριθμός, άλλωστε, που θα αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο, σημασία έχει πως από τη νέα ακαδημαϊκή χρονιά περίπου 40.000 φοιτητές και φοιτήτριες που φεύγουν από τη χώρα για να σπουδάσουν στο εξωτερικό θα έχουν πλέον τη δυνατότητα της επιλογής. Θα μπορούν να παραμείνουν στον τόπο τους, ανακουφίζοντας τις οικογένειές τους από ένα μεγάλο οικονομικό βάρος. Ταυτόχρονα, θα μπορούν φοιτητές του εξωτερικού να έρχονται για σπουδές στην Ελλάδα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε κρατικά έσοδα, δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και σε ακαδημαϊκό επίπεδο.
Ενα από τα αγαπημένα επιχειρήματα της αντιπολίτευσης είναι πως όλη αυτή η ιστορία γίνεται μόνο για όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα, συνδέοντας μάλιστα απαξιωτικά την επιλογή ενός πανεπιστημίου του εξωτερικού ή ενός κολεγίου με υπόνοιες αποτυχίας για τα παιδιά που δεν κατάφεραν να εισαχθούν σε κάποιο ΑΕΙ με τις Πανελλαδικές. Να πούμε, λοιπόν, σε όλους αυτούς πως, πρώτον, τα μη κρατικά πανεπιστήμια δεν αφορούν τους πλούσιους, οι οποίοι είχαν, ούτως ή άλλως, τη δυνατότητα να στείλουν τα παιδιά τους όπου ήθελαν. Δεύτερον, δεν είναι αποτυχία, ούτε ήττα να μην τα καταφέρνεις στο σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων. Υπάρχουν χιλιάδες νέοι και νέες που τους ταιριάζει ένα διαφορετικό εκπαιδευτικό σύστημα και τελικά όχι απλά τα καταφέρνουν, αλλά διαπρέπουν. Γιατί να μην μπορούν να το κάνουν αυτό στον τόπο τους;