
Η Μόνα είναι δέκα χρόνων. Κι έχει μόλις πενήντα δύο Τετάρτες πριν ίσως χάσει οριστικά την όρασή της. Ο παππούς της, ένας άνθρωπος με στοχασμό, χιούμορ και σοφία, την οδηγεί σε ένα παράξενο ταξίδι: κάθε εβδομάδα, ένα έργο τέχνης. Ενα μουσείο. Μια αποκάλυψη. Οχι για να της δείξει τον κόσμο, αλλά για να της τον χαρίσει πριν σβήσει το φως. Για να της πει: «Κοίτα. Οσο προλαβαίνεις. Και μάθε να βλέπεις, όχι μόνο να κοιτάς».
Η Μόνα κοιτά με τα μάτια ανοιχτά και την ψυχή ακόμη πιο ανοιχτή. Ο Botticelli, o Vermeer, η Frida Kahlo, η Marina Abramović δεν είναι ονόματα από βιβλίο Ιστορίας της Τέχνης. Είναι συνομιλητές. Είναι το μέσο για να αγγίξει ό,τι δεν προλαβαίνει να ζήσει. Και κυρίως: είναι αφορμή για ερωτήσεις. Απορίες που μόνο τα παιδιά ξέρουν να κάνουν χωρίς φόβο και μόνο ένας παππούς μπορεί να σεβαστεί χωρίς να βιαστεί να απαντήσει.
Ο Schlesser δεν γράφει για να μας συγκινήσει. Δεν παρασύρεται σε μελοδραματισμούς. Ούτε πλατειάζει. Με μια καθαρή, γήινη γραφή, στήνει έναν διάλογο ζωής ανάμεσα σε δύο γενιές όχι για να μιλήσει για τη φθορά, αλλά για την παρατήρηση. Εκείνη που χάνουμε στην ταχύτητα της εποχής. Κι είναι αυτή που μπορεί να αλλάξει τα πάντα.

Η μετάφραση του Ανδρέα Παππά σέβεται απόλυτα τη σιωπή, την απλότητα, τον ρυθμό του πρωτότυπου. Δεν προδίδει τίποτα. Αφήνει το κείμενο να αναπνεύσει. Και μαζί του κι εμείς.
Το πιο δυνατό στοιχείο του βιβλίου; Δεν είναι ότι η Μόνα ίσως χάσει το φως της. Είναι ότι εμείς, με δύο μάτια γερά, δεν βλέπουμε τίποτα πια. Μόνο περνάμε. Κι αυτή η μικρή, με την παιδική της αγωνία και τον ήρεμο ενθουσιασμό της, μας σταματά. Μας λέει: «Ελα να δεις μαζί μου».
Ενα βιβλίο που διαβάζεται αργά. Που ζητά χρόνο. Οχι γιατί είναι δύσκολο, αλλά γιατί είναι βαθύ. Και γιατί θυμίζει: η ομορφιά δεν είναι προνόμιο. Είναι στάση. Είναι απόφαση. Είναι πράξη.
Αν έχεις μάτια, διάβασέ το. Αν δεν έχεις χρόνο, φτιάξε. Αν έχεις παιδί, πήγαινέ το σε μουσείο. Αν είσαι παιδί κράτα κάθε Τετάρτη σαν δώρο.
Η Μόνα μπορεί να μην ξαναδεί. Εμείς δεν έχουμε καμία δικαιολογία.

