
Στη Βόρεια Ιταλία, μία έφηβη εξαφανίζεται, μία παλιά υπόθεση ξαναζωντανεύει και μία σειρά αλησμόνητων χαρακτήρων συγκρούονται: η αδυσώπητη αστυνομικός Ιταλα Καρούζο, η αδιάλλακτη δικηγόρος Φραντσέσκα Καβαλκάντε και ο σκοτεινός Γκέρσομ Πέρετζ. Αυτό που ξεκινά ως ιστορία απαγωγής μετατρέπεται σε εξερεύνηση της έμφυλης βίας, της διαφθοράς και των ρωγμών που κρύβονται πίσω από τη βιτρίνα της ευπρέπειας. Σε αυτήν την αποκλειστική συνέντευξη, ο Dazieri μιλά για τη δικαιοσύνη, το τραύμα και γιατί το κακό δεν εξαφανίζεται ποτέ – απλώς αλλάζει πρόσωπο.
-Το μυθιστόρημά σας εμβαθύνει στη σκοτεινή πλευρά της επαρχιακής κοινωνίας, που κρύβεται κάτω από μια επίφαση ευημερίας. Πώς προσεγγίσατε αυτήν την αντίθεση στη γραφή σας;
Μεγάλωσα στην επαρχία και ξέρω πόσο ήσυχη μπορεί να φαίνεται. Αλλά πίσω από αυτή τη βιτρίνα της τάξης και της γαλήνης συχνά κρύβονται τα χειρότερα μυστικά. Από αυτήν την αντίθεση ξεκινώ να γράφω: παίρνω ένα γαλήνιο τοπίο, μία αγροικία, έναν τυχαίο δρόμο, και το κοιτάζω με διαφορετικό μάτι, φανταζόμενος τι μπορεί να κρύβει. Κάποτε, οδηγώντας κοντά στην Κρεμόνα, είδα ένα σιλό που πολλοί θεωρούσαν γραφικό. Εγώ είδα κάποιον κλειδωμένο μέσα. Ετσι χτίζω την ένταση: δείχνοντας τη σκοτεινή πλευρά εκεί όπου την περιμένεις λιγότερο.
-Τα έντονα θέματα της έμφυλης βίας και της διαφθοράς βρίσκονται στο επίκεντρο της πλοκής. Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε γράφοντας για τόσο ευαίσθητα και επίκαιρα ζητήματα;
Αυτά είναι θέματα που δεν μπορείς να τα αντιμετωπίσεις ελαφρά. Η πρόκληση είναι να τα αποδώσεις αληθινά, χωρίς υπερβολές ή εντυπωσιοθηρία. Διάλεξα να αφήσω τα γεγονότα να μιλήσουν μόνα τους, με ένα λιτό ύφος, απαλλαγμένο από ρητορικές. Δεν με ενδιαφέρει να σοκάρω· με ενδιαφέρει να κάνω τον αναγνώστη να νιώσει την ωμότητα της πραγματικότητας. Πιστεύω ότι τα θρίλερ μπορούν και πρέπει να ασχολούνται με σύγχρονα ζητήματα, χωρίς να παύουν να ψυχαγωγούν. Το σημαντικό είναι να το κάνεις με σεβασμό, δίνοντας φωνή στα θύματα και δείχνοντας τις συνέπειες των επιλογών.
-Ο τίτλος παραπέμπει σε ένα απόσπασμα από τον Σαίξπηρ (Ιούλιος Καίσαρ): «Το κακό που κάνουν οι άνθρωποι ζει και μετά απ’ τους ίδιους…». Γιατί επιλέξατε αυτόν τον τίτλο για το μυθιστόρημα και πώς συνδέεται με την ιστορία;
Με συγκλόνισε το απόσπασμα γιατί αποτυπώνει ακριβώς αυτό που ήθελα να πω: το κακό δεν τελειώνει με αυτούς που το διαπράττουν· συνεχίζει να έχει επιπτώσεις. Στο βιβλίο, το παρελθόν επιστρέφει, τα λάθη και οι ενοχές συνεχίζουν να μολύνουν το παρόν. Κανείς δεν αισθάνεται άσχημα, ούτε καν εκείνοι που κάνουν φρικαλεότητες: όλοι αυτοδικαιολογούνται.

-Κάθε χαρακτήρας -η Αμάλα, η θεία της και δικηγόρος, η Ιταλα Καρούζο και ο μυστηριώδης Γκέρσομ Πέρετζ- κουβαλά το δικό του σκοτεινό παρελθόν και τα μυστικά που τον καθορίζουν. Πώς ισορροπείτε ανάμεσα στα προσωπικά τους τραύματα και τα ευρύτερα ηθικά διλήμματα που εξερευνά το μυθιστόρημα;
Οταν χτίζω έναν χαρακτήρα, πάντα ξεκινώ από ένα κομμάτι του εαυτού μου. Ρωτάω: Τι θα έκανα αν είχα μεγαλώσει όπως εκείνος, αν είχα ζήσει εκείνες τις εμπειρίες; Ετσι τα τραύματά τους γίνονται αληθοφανή. Η Αμάλα είναι θύμα, αλλά όχι μόνο: είναι ένα κορίτσι που καταλαβαίνει ότι πρέπει να σωθεί μόνη της. Η Ιταλα είναι μία αστυνομικός που έχει κάνει πολλά λάθη, έχει μια συνείδηση που προσπαθεί να καταπνίξει και έναν γιο που αγαπά, αλλά δεν μπορεί να τον κάνει ευτυχισμένο. Ο Γκέρσομ είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να σώσει μια ζωή, ακόμη και να σκοτώσει, και αυτό τον φέρνει μπροστά σε ένα τεράστιο ηθικό δίλημμα. Δεν κρίνω κανέναν τους: τους αφήνω να δρουν και αφήνω τους αναγνώστες να αποφασίσουν με ποια πλευρά είναι.
-Τα μυθιστορήματά σας συχνά εξερευνούν το τραύμα, τη μνήμη και τις κρυμμένες αλήθειες. Σε προσωπικό επίπεδο, ποιοι φόβοι ή εμπειρίες σάς εμπνέουν όταν γράφετε για το σκοτάδι και το κακό;
Δεν πιστεύω σε κάποιο μεταφυσικό κακό: είμαι άθεος, υλιστής. Αλλά το κακό με γοητεύει, γιατί έρχεται από μέσα μας. Το ερώτημα που με στοιχειώνει είναι: Γιατί κάποιοι επιλέγουν να δώσουν φωνή στη σκοτεινή τους πλευρά και άλλοι όχι; Οι κατά συρροή δολοφόνοι μάς τρομάζουν όχι μόνο γιατί μπορεί να γίνουμε θύματά τους, αλλά γιατί θα μπορούσαμε να είμαστε σαν αυτούς, αν η ζωή μάς είχε οδηγήσει αλλιώς. Βάζω πολύ από τον εαυτό μου στα βιβλία: τις εμμονές μου, τους φόβους μου, ακόμη και τα πιο μακάβρια πράγματα που μελετώ από περιέργεια – όπως τις σφήκες που χρησιμοποιούν κρέας για να ταΐσουν τις προνύμφες τους. Οσο περισσότερα βάζεις τόσο καλύτερα λειτουργεί.
-Εχει γραφτεί ότι το έργο σας είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ που ταυτοχρόνως αναλύει τους κοινωνικούς θεσμούς. Τι ελπίζετε να αποκομίσουν οι αναγνώστες σχετικά με τη Δικαιοσύνη, τα τραύματα και τον ρόλο των θεσμών στην αποκάλυψη της αλήθειας;
Ποτέ δεν μου άρεσε η ιδέα του «καθησυχαστικού εγκλήματος», όπου ο ερευνητής αποκαθιστά τον κόσμο. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική: οι θεσμοί κάνουν συχνά λάθη, μερικές φορές είναι διεφθαρμένοι, και η δικαιοσύνη έρχεται μόνο χάρη σε όσους δεν φοβούνται να παραβούν τους κανόνες. Με ενδιαφέρει λιγότερο το «ποιος είναι ο ένοχος» και πολύ περισσότερο το τι οδηγεί στο έγκλημα, από πού προέρχεται το κακό. Ελπίζω οι αναγνώστες να καταλάβουν ότι η επίσημη Δικαιοσύνη δεν είναι αρκετή και ότι το τραύμα παραμένει. Στο τέλος, τα βιβλία μου αφήνουν ερωτήματα παρά απαντήσεις.

