Θεωρείται ένα από τα πιο σπουδαία δείγματα της δωρικής αρχιτεκτονικής και είναι ισομεγέθης του ναού του Ηφαίστου στην Αρχαία Αγορά των Αθηνών. Το υπουργείο Πολιτισμού, διά της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων, προχωρά σε εργασίες προστασίας, αποκατάστασης και ανάδειξης στον αρχαϊκό ναό του Απόλλωνα Οπλίτη, στην Αρχαία Μητρόπολη, στην περιφερειακή ενότητα της Καρδίτσας. Οι επεμβάσεις αφορούν σε εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης του μνημείου, συντήρησης των αρχιτεκτονικών στοιχείων του σηκού του ναού, μέτρα πυροπροστασίας και αντιπλημμυρικής θωράκισης του αρχαιολογικού χώρου που ορίζεται βόρεια από την κοίτη του Γαβρία ποταμού, ενώ σε μικρή απόσταση διέρχεται το ρέμα Κεραμίδα.
«Ο ναός σώζει πολύ σημαντικά στοιχεία για την εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής», σημειώνει στη σχετική ανακοίνωση η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, και επισημαίνει πως στόχος του ΥΠΠΟ «είναι η προστασία και η ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου, μέσω ήπιου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και της χρήσης φιλικών στο περιβάλλον και στο μνημείο τεχνολογικών μεθόδων, ώστε να αναδειχθεί η πολιτισμική αξία του και με ασφάλεια να αποδοθεί επισκέψιμο στο κοινό». Το έργο, συνολικού προϋπολογισμού 2.485.000 ευρώ, προγραμματίζεται να χρηματοδοτηθεί από το ΕΣΠΑ 2021-2027 της Περιφέρειας Θεσσαλίας.

Η Αρχαία Μητρόπολη ιδρύθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. και κατοικούνταν έως τον 6ο αιώνα μ.Χ., με συνοικισμό τριών άσημων κωμών. «Από τα σημαντικότερα ευρήματα είναι το καλοδιατηρημένο ακέραιο χάλκινο άγαλμα μιας ανδρικής μορφής, που απεικονίζεται με τη μορφή ενός οπλίτη. Στην ουσία πρόκειται για το λατρευτικό άγαλμα του Απόλλωνος, το οποίο ταυτίστηκε από το κείμενο της ενεπίγραφης αναθηματικής στήλης, που βρέθηκε θραυσμένη στο εσωτερικό του ναού», εξηγεί η κ. Μενδώνη.
Ο ναός του Απόλλωνος Οπλίτη έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης του ακαδημαϊκού Μανώλη Κορρέ. Στη μελέτη αναφέρεται ότι τυπολογικά το κτίριο, κυρίως με τη μεταγενέστερη αναδιαρρύθμισή του, με το άδυτο και τα θρανία, συνδυάζει τα χαρακτηριστικά τόσο των τυπικών ναών όσο και των τελεστηρίων. Για την ιστορία του μνημείου, αλλά και για την ιστορία της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, σημαντικά και σπάνια είναι τα δωρικά κιονόκρανα, με μοναδική ανάγλυφη διακόσμηση του κάτω μέρους από μοτίβα λωτού. Οπως αναφέρεται αναλυτικά στην ανακοίνωση του ΥΠΠΟ ως προς την παθολογία, διαπιστώνονται έντονες καθιζήσεις, σε όλη την έκταση του ναού. Τα περισσότερα κάτω τμήματα των κιόνων παραμένουν στη θέση τους, ενώ άλλα, σε πολύ κακή κατάσταση, κείτονται εκεί όπου κατέπεσαν, ή σύρθηκαν βιαίως κατά τη δράση αρχαιοκαπήλων, το 1993, που προκάλεσαν εκτεταμένες καταστροφές στα θεμέλια του μνημείου. Η ανασκαφή του ναού ξεκίνησε το 1994 και συνεχίζεται συστηματικά μέχρι σήμερα, αποκαλύπτοντας νέα στοιχεία.