
Μέσα από τα μάτια των πρώτων μαύρων αστυνομικών σε μια βαθιά διαιρεμένη πόλη, ο Mullen εξερευνά θέματα αδικίας, θάρρους και αγώνα για ισότητα. Αυτό το νουάρ μυθιστόρημα συνδυάζει επιδέξια την αγωνιώδη αστυνομική αφήγηση με μια βαθιά κοινωνική κριτική, καθιστώντας το σημαντικό έργο τόσο ως λογοτεχνία όσο και ως προβληματισμός για το παρελθόν και το παρόν της Αμερικής. Σε αυτή τη συνέντευξη συζητάμε τα κίνητρα του συγγραφέα, τη δημιουργική του διαδικασία και τη διαχρονική σημασία των θεμάτων του «Darktown», καλώντας τους αναγνώστες να σκεφτούν τον συνεχιζόμενο αγώνα κατά της φυλετικής αδικίας.
_Το «Darktown» ρίχνει φως σε μια σκοτεινή περίοδο της αμερικανικής ιστορίας στην Ατλάντα του 1948, μια εποχή διαποτισμένη από φυλετικές εντάσεις, ανισότητες και διαφθορά στην Αστυνομία. Τι σας ώθησε να γράψετε αυτή την ιστορία σε αυτή τη χρονική στιγμή;
Η πρώτη σπίθα για το Darktown (και τα δύο βιβλία που το ακολουθούν) ήρθε όταν έμαθα ότι η πόλη της Ατλάντα προσέλαβε το 1948 τους πρώτους οκτώ Αφροαμερικανούς αστυνομικούς της. Επειδή αυτό συνέβη πριν από τις πρώτες νίκες του Κινήματος για τα Πολιτικά Δικαιώματα στις ΗΠΑ, σε μια εποχή όπου ίσχυαν οι ρατσιστικοί νόμοι του «Jim Crow», αυτοί οι οκτώ άντρες εργάζονταν υπό εξευτελιστικούς περιορισμούς: Μπορούσαν να περιπολούν μόνο σε μαύρες γειτονιές, δεν επιτρεπόταν να οδηγούν περιπολικά, ούτε να χρησιμοποιούν το κεντρικό αστυνομικό τμήμα (ο αρχηγός της Αστυνομίας και ο δήμαρχος φοβούνταν ότι οι ρατσιστές λευκοί αστυνομικοί θα αντιδρούσαν βίαια στη θέα μαύρων με στολή και σήμα). Επίσης, δεν είχαν το δικαίωμα να συλλαμβάνουν λευκούς πολίτες. Η υποτιθέμενη λογική ήταν ότι, εφόσον περιπολούσαν αποκλειστικά σε μαύρες γειτονιές, δεν θα έρχονταν καν σε επαφή με λευκούς – πόσω μάλλον με λευκούς παραβάτες.
Φυσικά, η πραγματική ζωή είναι πολύ πιο περίπλοκη. Παρόλο που υπήρχε φυλετικός διαχωρισμός στις γειτονιές, τα όρια συχνά διαπερνιούνταν, για πολλούς λόγους. Αμέσως άρχισα να σκέφτομαι τι θα συνέβαινε αν δύο μαύροι αστυνομικοί επιχειρούσαν να εξιχνιάσουν έναν φόνο με ύποπτο λευκό. Δεν ήταν ντετέκτιβ ανθρωποκτονιών, άρα κανονικά δεν τους επιτρεπόταν να ερευνήσουν. Κι αν υποψιάζονταν ότι ένας λευκός συνάδελφός τους βοηθούσε τον δολοφόνο ή ήταν ο ίδιος ο δράστης;
Το γεγονός ότι αυτοί οι οκτώ άντρες ήταν ταυτόχρονα πολίτες δεύτερης κατηγορίας (ως μαύροι στον αμερικανικό Νότο) και φορείς εξουσίας (ως αστυνομικοί με όπλο και σήμα) ήταν κάτι που με ενδιέφερε πολύ να εξερευνήσω μέσα από τη λογοτεχνία. Και επειδή όλα αυτά συνέβαιναν λίγο πριν από μια εποχή μεγάλων αλλαγών στον Νότο και σε ολόκληρη την Αμερική, σκέφτηκα ότι θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε τις οπτικές τόσο των μαύρων όσο και των λευκών αστυνομικών, οι οποίοι αναγκάζονταν από τις συνθήκες να συνεργαστούν.
_Πώς καταφέρατε να ισορροπήσετε ανάμεσα στην αστυνομική πλοκή και τα βαριά κοινωνικά και ιστορικά θέματα, χωρίς το μυθιστόρημα να γίνει υπερβολικά πολιτικό;
Ηξερα ότι το μυθιστόρημα θα λειτουργούσε μόνο αν είχε μια γερή πλοκή που θα κρατούσε τον αναγνώστη σε εγρήγορση. Αν οι χαρακτήρες φαίνονται σαν φορείς πολιτικών μηνυμάτων, τότε γίνονται άψυχοι, και η ιστορία που τους περιβάλλει παύει να πείθει. Ο αναγνώστης συνειδητοποιεί πολύ έντονα την πολιτική πρόθεση του συγγραφέα, και έτσι χάνεται η μαγεία της αφήγησης. Εξάλλου, η πραγματική ζωή είναι πιο ακατάστατη και πολύπλοκη από οποιοδήποτε σύνθημα. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τους ήρωες: να είναι περίπλοκοι, με αδυναμίες, να κάνουν λάθη, να βλέπουμε κάτι από εμάς μέσα τους.
_Οι χαρακτήρες των Λούσιους Μπογκς και Τόμι Σμιθ είναι πολυδιάστατοι και αντιπροσωπεύουν μια νέα γενιά αστυνομικών στον ακραία φυλετικό Νότο. Πώς τους δημιουργήσατε και τι σημαίνουν για εσάς;
Εκανα πολλή έρευνα για την εποχή, την Αμερική των μέσων του 20ού αιώνα και τις ιδιαιτερότητες της Ατλάντα, ειδικά της κοινότητας του Sweet Auburn όπου ζουν αρκετοί χαρακτήρες. Στην πραγματικότητα, οι πρώτοι μαύροι αστυνομικοί της πόλης είχαν όλοι φοιτήσει σε κολλέγια (κάτι που δεν ήταν σύνηθες για τους λευκούς αστυνομικούς της εποχής) και ήταν όλοι βετεράνοι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτά τα στοιχεία τα ενσωμάτωσα στο υπόβαθρο των ηρώων. Από εκεί και πέρα, φρόντισα οι χαρακτήρες να είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, τόσο για να αποκτήσουν βάθος όσο και για να δημιουργηθεί ένταση μέσα από τις αντιθέσεις τους.
Ο Μπογκς και ο Σμιθ είναι συνεργάτες, θέλουν να πετύχουν μαζί, αλλά διαφέρουν πολύ. Ο Μπογκς μεγάλωσε με κάποια προνόμια, γιος ενός γνωστού πάστορα, με σπίτι και αυτοκίνητο, και για εκείνον έχει τεράστια σημασία να είναι ηθικά ακέραιος. Ο Σμιθ μεγάλωσε με μια ανύπαντρη μητέρα, είναι πιο σκληραγωγημένος και του δρόμου, και δεν τον νοιάζει τόσο η κοινωνική εικόνα. Εχουν διαφορετικές προσωπικότητες κι αυτό φέρνει συγκρούσεις.
_Πώς πιστεύετε ότι η λογοτεχνία μπορεί να συμβάλει στην κατανόηση και αντιμετώπιση των κοινωνικών αδικιών, όπως αυτές που παρουσιάζετε στο «Darktown»;
Ως συγγραφέας, πιστεύω βαθιά στη δύναμη της αφήγησης. Οι ιστορίες είναι ο τρόπος που ψυχαγωγούμαστε, που μεταδίδουμε αξίες, που προβληματιζόμαστε ηθικά, που διαφυλάσσουμε την παράδοση, που θέτουμε δύσκολα ερωτήματα για την κουλτούρα μας. Είναι ο τρόπος που περνάμε την ώρα, που γελάμε, που μαθαίνουμε για τους άλλους και μας βοηθούν να αναρωτηθούμε γιατί κάνουμε όσα κάνουμε – και πώς μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι.

_Η σχέση ανάμεσα στον ρατσισμό και τη διαφθορά της Αστυνομίας είναι κεντρικό θέμα του βιβλίου. Πιστεύετε ότι υπάρχουν παραλληλισμοί με τη σημερινή κατάσταση, και αν ναι, ποιοι;
Αρχισα να γράφω το «Darktown» το 2012 και κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 2016, σε μια περίοδο όπου η αστυνομική βία κατά των μαύρων είχε αρχίσει να προβάλλεται πιο συστηματικά στα Μέσα Ενημέρωσης. Πιστεύω πως το ζήτημα της φυλής, της αστυνομικής βίας και η άνιση εφαρμογή του νόμου είναι θεμελιώδη για την αμερικανική κοινωνία.
Οταν γράφεις ιστορική λογοτεχνία με κοινωνικοπολιτικά θέματα, αυτά σχεδόν πάντα αντηχούν στο παρόν, με τρόπους προβλέψιμους και απρόβλεπτους. Με εξοργίζει βαθιά το γεγονός ότι το ποινικό μας σύστημα παραμένει τόσο άδικο και προβληματικό. Και με τρομάζει η άνοδος του λευκού εθνικισμού, στις ΗΠΑ και διεθνώς.

