Για έκτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στο ταξίδι. Ταξίδι είναι η γνωριμία με έναν καινούργιο τόπο, είτε στη χώρα μας είτε στο εξωτερικό. Αποτελεί μια διαφυγή, μια δραπέτευση από την καθημερινότητα. Ο ταξιδιώτης γνωρίζει μαθαίνει συνομιλεί με ανθρώπους μαθαίνει νέα πράγματα και ανοίγει τους ορίζοντες της ζωής του. Ανθρωποι που έχουν ταξιδέψει έχουν μεγαλύτερη πείρα στην επίλυση των προβλημάτων και είναι πιο ευέλικτοι στους χειρισμούς τους.
Κάποτε οι συγγραφείς έγραφαν κατά παραγγελία ανέκδοτα διηγήματα σε εφημερίδες, περιοδικά και διαβάζονταν με μεγάλη αγάπη. Μετά επικράτησε η μόδα να γράφονται νουβέλες και μυθιστορήματα που γίνονταν βιβλία και τα αποκαλούσαν ταξιδιωτικά βιβλία. Ακόμη και σήμερα, που από την οθόνη μαθαίνουμε τόσα πράγματα, δεν έχουμε τη σχέση με αυτά που γράφει ο συγγραφέας και μας διηγείται. Είναι η γλώσσα της ψυχής που γοητεύει την ψυχή και αγκαλιάζει τη θέρμη της ύπαρξής μας.
Τριάντα επτά σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν και μας δροσίζουν με την πένα τους. Οι περιγραφές των ταξιδιών μέσα από τη γραφή αποκτούν μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα.
Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
ENNIO MORRICONE

Πρώτη φορά έκανε τέτοιο ταξίδι μακρινό, πήγαινε να βρει τoν αδερφό του που σπούδαζε στην Ιταλία, στη Ρώμη. Ξεκίνησε ένα πρωινό με το λεωφορείο και πέρασε από ένα σωρό μέρη, του φάνηκε ότι διέσχισε ολόκληρη τη χώρα, κάποια στιγμή σταμάτησαν σ’ ένα χωριό, πάνω στα βουνά, για να ξεπιαστούν και να φάνε κάτι, ήταν ένας οικισμός χτισμένος αμφιθεατρικά μέσα σ’ ένα φαράγγι γεμάτο δέντρα, έπειτα συνέχισαν μέχρι που έφτασαν σ’ ένα λιμάνι, εκεί περίμενε όλη νύχτα μέσα στο τελωνείο και το πρωί ανέβηκε στο καράβι που έκανε οχτώ ώρες για να περάσει απέναντι. Δεν είχε ανέβει ξανά σε καράβι, όμως του άρεσε κι ούτε που ζαλιζόταν καθόλου όποτε κουνούσε. Οπως κοιμόταν στην κουκέτα του άκουγε τα κύματα που έσκαγαν πάνω στο σκάφος, όμως για κάποιον λόγο δεν φοβόταν σαν να ήταν συνηθισμένος να ταξιδεύει μέσα στις θάλασσες. Ξημερώματα έφτασαν στο λιμάνι αντίκρυ κι εκεί τηλεφώνησε στον αδελφό του από κάποιον θάλαμο, «θα χρειαστείς κάπου τέσσερις ώρες, θα σε περιμένω στην αποβάθρα», του είπε ο αδελφός του. Με λίγα σπαστά αγγλικά που ήξερε ρώτησε και του είπαν πού είναι ο σταθμός, στο βαγόνι έβγαλε να δει τι είχε βάλει η μάνα του στις αποσκευές, εκτός από ρούχα και τα φαγητά που είχε μαγειρέψει, είχε βάλει κι έναν φάκελο με χρήματα, καθώς και μία Καινή Διαθήκη. Στο πρώτο φύλλο έγραφε: «Παιδί μου, να μην ξεχάσεις τον τόπο σου όπου κι αν είσαι και να πηγαίνεις στην εκκλησία».

Η Ρώμη τον ενθουσίασε, ο καιρός παντού ήταν ανοιξιάτικος, καθώς έμπαινε ο Μάιος, στα παράθυρα έβλεπες λουλούδια και γύρω κάτι πεύκα πανύψηλα. Παντού υπήρχαν τόσα μνημεία που δεν ήξερε ποιο να πρωτοκοιτάξει: Το Κολοσσαίο, το Πάνθεον, που του φάνηκε τεράστιο, τις θέρμες του Καρακάλα μ’ εκείνες τις πελώριες κολόνες, τις εκκλησίες με τις πολύχρωμες τοιχογραφίες που κρέμονταν από την οροφή τους, τα σιντριβάνια με τα νερά και τα αγάλματα, το νοσοκομείο που ήταν χτισμένο μέσα στον Τίβερη, «ξέρεις πως φουσκώνει το ποτάμι όταν βρέχει;» του είπε ο αδερφός του, «και τι γίνεται με το νοσοκομείο;» ρώτησε αυτός, «έχει προστατευτικούς τοίχους, αλλά μία φορά άκουσα ότι το είχαν εκκενώσει, τόσο πολύ είχε ανέβει η στάθμη του ποταμού!» Τα φαγητά εκεί πέρα πνίγονταν στη σάλτσα, δεν του άρεσαν, αλλά τα γλυκά τους ήταν απίστευτα, ο αδελφός του έτρωγε σ’ ένα μαγαζί που το έλεγαν La Bomboniera, το οποίο είχε μια φοβερή ποικιλία από μικρά και μεγάλα γλυκά και κάτι καταπληκτικά σάντουιτς με πανίνι και μορταδέλα, όλοι οι φοιτητές εκεί πέρα τρώγανε, οι τιμές του ήταν τόσο χαμηλές που έλεγες ότι δεν ήταν δυνατό να υπάρχει τέτοιο μέρος. Καθόταν εκεί στο La Bomboniera και τρώγανε κάτι κρουασάν και κάτι κανόλι γεμάτα με κρέμα βλέποντας τις γυναίκες να ανοίγουν τις ομπρέλες τους και να χτυπούν τα τακούνια τους στην άσφαλτο όποτε έπιανε να βρέχει…
Η γλώσσα τον δυσκόλευε λίγο, όμως, από την πρώτη στιγμή συνεννοούνταν με κινήσεις και λέξεις που ήταν ίδιες με τις ελληνικές. Οποτε κολλούσε έτρεχε στο λεξικό να βρει τι σήμαινε αυτό που είχε ακούσει, μέσα σε λίγες μέρες είχε εξοικειωθεί κι ένιωθε σαν να βρισκόταν στον τόπο του. Κάθε βράδυ πήγαιναν στον κινηματογράφο να δουν μια ταινία, τότε ήταν της μόδας κάτι έργα με τρομοκράτες και ληστές, η χώρα περνούσε μια χρονιά που έμεινε στην Ιστορία ως η πιο τρομακτική, καθώς οι κακοποιοί είχαν λυσσάξει και σκότωναν όποιον έβρισκαν μπροστά τους, όλη αυτή η ατμόσφαιρα περνούσε στις ταινίες που έβλεπαν κάθε βράδυ. Εκείνο, όμως, που του έκανε την πιο βαθιά εντύπωση ήταν η μουσική που άκουγε για πρώτη φορά στη ζωή του, ο αδελφός του είχε έναν φίλο, τον Λορέντζο, που σπούδαζε μουσική στο πανεπιστήμιο, οι τρεις τους γύριζαν όλα τα δισκάδικα της πόλης για ν’ αγοράσουν κάθε καινούργιο κομμάτι που κυκλοφορούσε. Εμαθε πολύ γρήγορα να ακούει μουσική περίπλοκη, τζαζ και σάουντρακ κινηματογραφικά, η τζαζ τού άρεσε περισσότερο, μία φορά μάλιστα είχαν πάει σ’ ένα κοντσέρτο όπου έπαιζαν ένα σωρό όργανα, τρομπόνια, κλαρινέτα, κρουστά, βιολιά, κοντραμπάσα, βιόλες, υπήρχε και μια χορωδία από κοπέλες, ήταν μία πανδαισία, ένα όνειρο, δεν μπόρεσε να κοιμηθεί όλο το βράδυ μετά από εκείνη τη συναυλία.
«Απόψε θα πάμε να δούμε ένα στούντιο», τους είπε μια μέρα ο Λορέντζο, «θα δείτε πώς γράφουν μουσική». Ολες τις προηγούμενες μέρες ο Λορέντζο ήταν δύσθυμος, αγαπούσε μια κοπέλα, τη Μόνικα, μια ψηλή μελαχρινή με γεμάτους γοφούς, που του είχε κάνει τη ζωή πατίνι. Εμοιαζε πολύ απογοητευμένος, καταλάβαινε ότι η κοπέλα έπαιζε μαζί του, όμως είχε κολλήσει άσχημα και δεν άντεχε να μην της μιλήσει. «Ασε την, ρε», του έλεγε ο αδελφός του, όμως ο Λορέντζο ήταν στον κόσμο του, εκείνο το βράδυ όμως σαν να είχε αναθαρρήσει. «Θα πάμε στο στούντιο κάτω από την εκκλησία, εκεί στην πλατεία Ευκλείδη. Θα δείτε πώς γράφουν μουσική για τις ταινίες». Κάτω από την εκκλησία οι συνθέτες είχαν φτιάξει έναν χώρο όπου έκαναν τις ηχογραφήσεις και τα πειράματά τους, χρησιμοποιώντας ήχους πρωτοποριακούς, όργανα εντελώς ασυνήθιστα και φωνές παράξενες χωρίς λόγια, που όμως άρεσαν στον κόσμο. «Ελάτε από δω», τους είπε ο Λορέντζο, καθώς κατέβαιναν κάτι σκάλες, για να φτάσουν στον χώρο όπου βρίσκονταν οι μουσικοί. Από ένα παραθυράκι έβλεπαν κάτω βαθιά, σε μια σκηνή όπου ένας τύπος με γυαλιά και λίγα μαλλιά έδινε οδηγίες στους μουσικούς. Μπροστά του υπήρχε μια μικρή τηλεόραση και ανάλογα με τη σκηνή έβαζε τους μουσικούς να παίζουν και να γεμίζουν τον κενό χώρο ανάμεσα στα πλάνα. Επειτα καθόταν να διορθώσει τις παρτιτούρες μ’ ένα μολυβάκι που κρατούσε. «Ξέρεις ποιος είναι αυτός;» ψιθύρισε ο Λορέντζο, «Ο Ενιο Μορικόνε!»

