Το 1960, με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, πραγματοποίησε σπουδές θεάτρου στο Παρίσι και παρακολούθησε μαθήματα λιθογραφίας στην Ecole des Beaux-Arts. Μέχρι το 1970 είχε την απόλυτη ευθύνη του σχεδιασμού και της ζωγραφικής εκτέλεσης των σκηνογραφιών στην Εθνική Λυρική Σκηνή και στο Εθνικό Θέατρο.
Στη δεκαετία του 1960 εγκαταστάθηκε περίπου από το 1962 έως το 1967 σε κοινό ατελιέ στην Καλλιθέα μαζί με τον Αλέκο Φασιανό και τον Βασίλη Σπεράντζα. Ο κοινός αυτός χώρος αποτέλεσε κόμβο δημιουργίας και επηρέασε, για μια ολόκληρη δεκαετία, το έργο των τριών και πολλών άλλων συναδέλφων. Ο Στεφάνου διέγραψε πολυσχιδή πορεία ως ζωγράφος, σκηνογράφος, κεραμίστας, γλύπτης και χαράκτης, ενώ υπήρξε και αντιγραφέας έργων, διασώζοντας εικόνες και ψηφιδωτά από τον ‘Αθω και τη Μονή Δαφνίου. Συνεργάστηκε με σκηνές στην Ελλάδα και το εξωτερικό και επηρέασε νεότερες γενιές.
«Με οδύνη πληροφορήθηκα την απώλεια του Νίκου Στεφάνου, ενός από τους επιδραστικότερους και πιο πολυσχιδείς σύγχρονους εικαστικούς μας. Εικαστικός -η ιδιότητα αυτή προσέγγιζε καλύτερα από κάθε άλλη τη μεγάλη κληρονομιά που μας καταλείπει. Γιατί ο Νίκος Στεφάνου, στην πολύχρονη τριβή του στην Τέχνη, υπήρξε σπουδαίος ζωγράφος, σκηνογράφος, κεραμίστας, γλύπτης, χαράκτης, αλλά και αντιγραφέας έργων, διασώζοντας εικόνες και ψηφιδωτά από τον ‘Αθω και τη Μονή Δαφνίου. Με στέρεες σπουδές στο Παρίσι και τη Βιέννη, ο Νίκος Στεφάνου διέγραψε μια γονιμότατη πορεία δεκαετιών ιδιαίτερα στη σκηνογραφία, συνεργαζόμενος με το Εθνικό Θέατρο, την Εθνική Λυρική Σκηνή, αλλά και πάμπολλες ακόμη σκηνές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Κομβική υπήρξε η συμβολή του στη δημιουργία του «Ατελιέ της Καλλιθέας», ενός πρωτοποριακού εργαστηρίου, που εξελίχθηκε σε κύκλο καλλιτεχνών και διανοουμένων, αλλά και βήμα μαθητείας για νεότερες γενιές εικαστικών και μήτρα νέων τάσεων στην Τέχνη. Το να αποτιμήσει κανείς την προσφορά του Νίκου Στεφάνου στη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία είναι έργο πραγματικά δυσχερές, καθώς επηρέασε και συνδιαμόρφωσε, με το ανεξίτηλο στίγμα του, πλείστα πεδία της. Είχα την τύχη και τη χαρά να γνωρίσω τον Νίκο, το 1983, στην αγαπημένη του Τζια. Ήταν η παρέα της Βουρκαριανής, αλλά και της Χώρας, ο Στεφάνου, ο Φασιανός, ο Χάρος, ενίοτε ο Τσαρούχης που μαζί με τον Νίκο Δαλαρέττο έφεραν νέο πνεύμα στις Κυκλαδες. Σε προσωπικό επίπεδο, δεν αποχαιρετώ μόνο τον εικαστικό-στοχαστή, αλλά και τον πολύτιμο φίλο, με τον οποίο μας συνέδεε πολύχρονη σχέση φιλίας και εκτίμησης, από την οποία άντλησα, όπως κάθε άνθρωπος που είχε την τύχη να τον γνωρίσει περισσότερο, σημαντικότατες εμπειρίες. Στους οικείους του, τους μαθητές του και τους πάρα πολλούς φίλους του απευθύνω ειλικρινέστατα συλλυπητήρια».