Οι πιλότοι —πολλοί φυγάδες από την κατεχόμενη πατρίδα— πετούσαν με ένα μείγμα οργής και νοσταλγίας, γνωρίζοντας πως οι Βρετανοί τους θεωρούσαν «καθαρή τρέλα». «Θέλουμε να πάρουμε το αίμα μας πίσω», έλεγε με την χαρακτηριστική τρικαλινή προφορά του ο επισμηναγός Ιωάννης Κέλλας, διοικητής της 335ης Μοίρας Διώξεως, που είχε ήδη γράψει το όνομά του σε μάχες πάνω από την Ήπειρο και τη Στερεά Ελλάδα.
Η επιχείρηση σχεδιάστηκε κάτω από έντονες επιφυλάξεις. Όπως αφηγήθηκε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο το 2020 ο πτέραρχος Γεώργιος Πλειώνης, «Του είπαν (οι Βρετανοί) αυτή η αποστολή που ζητάς να γίνει είναι και επικίνδυνη και άσκοπη». «Ο Κέλλας όμως το είχε πάρει προσωπικά και τους λέει “εγώ εάν δεν μου επιτρέψετε να πάω οργανωμένος, θα πάρω τη Μοίρα μου και θα πάω μόνος μου”». Το σχέδιο προέβλεπε συντονισμό με τη 274 Μοίρα Νεοζηλανδών (σ.σ Νοτιοαφρικανών): δώδεκα αυτοί, δώδεκα οι Έλληνες, με κάλυψη και εναλλαγές, αλλά η εκτέλεση δεν κύλησε όπως σχεδιάστηκε.
Καθώς οι «Χαρικέιν» κατέβαιναν κατακόρυφα, οι πιλότοι έβλεπαν πάνω στην έρημο «ένα χρυσαφένιο στρώμα από τις λάμψεις των εκρήξεων των ιταλικών αντιαεροπορικών πυροβόλων», μέσα από το οποίο περνούσαν τα δώδεκα αεροπλάνα. Ο Κέλλας είχε θέσει αρχηγό τον υποσμηναγό Παναγόπουλο και ο ανθυποσμηναγός Ηλίας Καρταλαμάκης ηγείτο της δεύτερης τετράδας, με το σμήνος του υποσμηναγού Βουτσινά να καλύπτει τα νώτα. Τα πυρά των Ιταλών χτυπούσαν αβέρτα «και δεν υπήρχε κανένα αεροπλάνο από τα δώδεκα που να μην χτυπήθηκε». Παρά τις απώλειες και τον κίνδυνο, οι άνδρες αυτοί πέταξαν σαν να απαιτούσαν δικαίωση — να τιμήσουν τη σκλαβωμένη πατρίδα και «να πάρουν το αίμα τους πίσω».