Για έκτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στο ταξίδι. Ταξίδι είναι η γνωριμία με έναν καινούργιο τόπο, είτε στη χώρα μας είτε στο εξωτερικό. Αποτελεί μια διαφυγή, μια δραπέτευση από την καθημερινότητα. Ο ταξιδιώτης γνωρίζει μαθαίνει συνομιλεί με ανθρώπους μαθαίνει νέα πράγματα και ανοίγει τους ορίζοντες της ζωής του. Ανθρωποι που έχουν ταξιδέψει έχουν μεγαλύτερη πείρα στην επίλυση των προβλημάτων και είναι πιο ευέλικτοι στους χειρισμούς τους.
Κάποτε οι συγγραφείς έγραφαν κατά παραγγελία ανέκδοτα διηγήματα σε εφημερίδες, περιοδικά και διαβάζονταν με μεγάλη αγάπη. Μετά επικράτησε η μόδα να γράφονται νουβέλες και μυθιστορήματα που γίνονταν βιβλία και τα αποκαλούσαν ταξιδιωτικά βιβλία. Ακόμη και σήμερα, που από την οθόνη μαθαίνουμε τόσα πράγματα, δεν έχουμε τη σχέση με αυτά που γράφει ο συγγραφέας και μας διηγείται. Είναι η γλώσσα της ψυχής που γοητεύει την ψυχή και αγκαλιάζει τη θέρμη της ύπαρξής μας.
Τριάντα επτά σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν και μας δροσίζουν με την πένα τους. Οι περιγραφές των ταξιδιών μέσα από τη γραφή αποκτούν μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα.
Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Αντίο Ντουμπάι και ευχαριστώ τα δελφίνια

Κάποιες συναντήσεις στη ζωή συμβαίνουν τη στιγμή που τις χρειάζεσαι περισσότερο. Σαν το φως που τρυπώνει από μια χαραμάδα, όπου ο αέρας μυρίζει αδιέξοδο. Για εμένα το 2011 είχε αυτήν την οσμή. Την πικρή γεύση του «αρκετά» γιατί τίποτα δεν μου ήταν αρκετό. Μια δουλειά λαμπερή σαν βιτρίνα, μα κενή. Ενας μισθός ικανοποιητικός, που όμως δεν με ενδιέφερε.
Και τότε ήρθε η αδελφή μου. «Φεύγουμε» μου είπε, «πάμε στο Ντουμπάι».
Το Ντουμπάι φαινόταν σαν να έχει ξεπηδήσει από ένα φαντασιακό μέλλον, καρφωμένο γερά στην άμμο της ερήμου. Στον ορίζοντα έβλεπες μέταλλο και φως. Ουρανοξύστες να αντανακλούν τον ήλιο, στο κέντρο το Burj Khalifa, το ψηλότερο κτίριο του κόσμου – μια τολμηρή απόπειρα του ανθρώπου να φτάσει, επιτέλους, τον Θεό. Σιντριβάνια να χορεύουν υπό τους ήχους της κλασικής μουσικής, νερό να εκτινάσσεται στον αέρα, σαν ψυχή ελεύθερη, και ύστερα να πέφτει, ταπεινά, ξανά στο έδαφος υποτασσόμενη στην ευαισθησία των βιολιών. Μέχρι και αίθουσα σκι, κλεισμένη σε ένα εμπορικό κέντρο, με χιόνι τεχνητό, είχαν σκεφτεί να κατασκευάσουν. Να φοράς παγοπέδιλα και στο παράθυρο στα δεξιά σου να αγναντεύεις την έρημο. Μια βορειοευρωπαϊκή νότα, μια μικρή Δύση, φυτεμένη με πείσμα στην καρδιά της Ανατολής. Και όλοι να βγάζουν φωτογραφίες.
Κι όμως χαμηλά, εκεί όπου η άσφαλτος πυρώνει και τα σώματα κρύβονται κάτω από τις κελεμπίες, αισθάνεσαι τον παλμό της Ανατολής. Οι μυρωδιές – μπαχάρια που δεν ξέρεις το όνομά τους, κάρδαμο, κύμινο, σαφράν και αραβικός καφές που ψήνεται αργά, υπομονετικά – φέρνουν μνήμες από στιγμές που δεν έζησες, αλλά παρ’ όλα αυτά τις νοσταλγείς. Και η έρημος πάντα δίπλα, πίσω από τα κτίρια. Σαν να λέει: «Εγώ ήμουν εδώ πριν από εσάς. Και θα είμαι όταν φύγετε». Και καταλαβαίνεις πως πίσω από τα ατσάλινα κτίρια που υψώνονται κυριαρχικά, με τα κλιματιστικά και τον ρέοντα πλούτο, υπάρχει κάτι παλιό και άφθαρτο. Υπάρχει η Ανατολή και οι χίλιες και μία νύχτες της, το περίφημο λυχνάρι του Αλαντίν και η μαγεία που ξεδιπλώνεται στους μύθους της.
Προορισμός το Ντουμπάι. Στην πραγματικότητα, όμως, ο προορισμός αυτού του ταξιδιού δεν ήταν οι εξωτικές γεωγραφικές συντεταγμένες αλλά ο ίδιος μου ο εαυτός και γι’ αυτόν τον προορισμό ξεκίνησα, χωρίς, ακόμα, να το ξέρω. Κι όσο περισσότερο αφηνόμουν στην περιπέτεια αυτή τόσο πλησίαζα στις ανθρώπινες συντεταγμένες μου.
Κολύμπι με δελφίνια. Ενιωσα ένα σφίξιμο όταν το διάβασα στο πρόγραμμα του ταξιδιού. Το τόλμησα όμως. Νιώθοντας την ίδια ταχυκαρδία που νιώθει ένα παιδί λίγο πριν μπει για πρώτη φορά στη θάλασσα και φορώντας την ειδική στολή που κόλλησε πάνω στο σώμα μου, σαν υπενθύμιση ότι τίποτα δεν βιώνεις ολοκληρωτικά χωρίς να γδυθείς πρώτα από τις άμυνές σου.
Κι άξαφνα ένιωσα μια αγκαλιά, μα κανείς δεν με άγγιζε. Ενιωσα αποδοχή, χωρίς ν’ ακούσω ή να πω μια λέξη. Ενα δελφίνι με καθοδηγούσε απαλά, με προστάτευε, με καλωσόριζε στο στοιχείο του. Ενιωσα τρυφερότητα και επικοινωνία. Εκείνο το πλάσμα, τόσο οικείο αλλά τόσο μακρινό από τη δική μου φύση, στάθηκε δίπλα μου. Δεν θέλησε να με εντυπωσιάσει. Ούτε να μου δείξει την κυριαρχία του. Με άντεχε απλώς, με αποδεχόταν, με συντρόφευε.
Θυμήθηκα το βιβλίο του Ντάγκλας Ανταμς που είχα διαβάσει, φοιτήτρια ακόμα, πριν από χρόνια. «Γυρίστε τον Γαλαξία με ότο στοπ». Μια διαγαλαξιακή περιπέτεια του ήρωα Αρθουρ Ντεντ και το μήνυμα των δελφινιών στην ανθρωπότητα προτού εγκαταλείψουν τον πλανήτη Γη. «Αντίο κι ευχαριστούμε για όλα τα ψάρια». Στο βιβλίο τα δελφίνια ευχαριστούσαν την ανθρωπότητα για το φαγητό τους πριν εγκαταλείψουν τη Γη, λίγο προτού καταστραφεί για να κατασκευαστεί μια παράκαμψη υπερδιαστήματος. Ενα αλληγορικό κείμενο, μια λαμπρή ειρωνεία στην ιστορία της επιστημονικής φαντασίας, κάτι φαινομενικά αστείο, όμως βαθιά πολυσήμαντο, αφού πίσω από την απλότητα μιας φράσης κρύβεται αυτό που δεν λέγεται ευθέως, η τραγικότητα: τα δελφίνια, πιο έξυπνα από τους ανθρώπους, γνωρίζουν πως ο κόσμος, όπως τον ξέρουμε, φτάνει στο τέλος του. Και αντί να προσπαθήσουν να τον σώσουν, τον αποχαιρετούν με ευγένεια και μια ελαφριά δόση σαρκασμού. Στο σύμπαν του Ντάγκλας Ανταμς τα δελφίνια είναι οι πραγματικοί σοφοί. Δεν γράφουν θεωρίες, δεν κάνουν πολέμους, δεν χτίζουν αυτοκρατορίες. Κολυμπούν, παίζουν, επικοινωνούν με τρόπους διαφορετικούς, εκφράζονται όχι για να πείσουν, αλλά για να συντονιστούν και γνωρίζουν πότε να αποχωρήσουν. Χωρίς μελοδραματισμούς, ούτε απελπισία.
Το Ντουμπάι είναι ένας κόσμος χτισμένος για να εντυπωσιάζει∙ να προσποιείται πως νίκησε το πραγματικό. Σ’ αυτή την υπερβολή γίνεται πιο καθαρή η διαφορά με τα δελφίνια, που, με τη σιγή τους, δεν αρνούνται την πραγματικότητα∙ τη διασχίζουν. Δεν την πολεμούν∙ τη νιώθουν. Το Ντουμπάι, με το τεχνητό του νησί, νικά το έδαφος που το στηρίζει. Η άμμος καλύπτεται με μάρμαρο, ό,τι φυσικό παύει να είναι αναγκαίο. Ολα λειτουργούν, όλα λάμπουν, και, όμως, τίποτα δεν ζει στ’ αλήθεια. Το Ντουμπάι μοιάζει με μια επιθυμία που αρνείται να τελειώσει. Μια πόλη που δεν αντέχει την πραγματικότητα και γι’ αυτό τη μεταμφιέζει.
Απέναντί του, τα δελφίνια∙ αθόρυβα, δεν οικοδομούν τίποτα, δεν αποκτούν τίποτα. Υπάρχουν. Παίζουν, ακούν και φεύγουν. Οταν ο κόσμος χαλά, δεν τον πολεμούν. Αποσύρονται. Δεν διαπραγματεύονται μαζί του, τον αποδέχονται. Χωρίς υποσχέσεις και απαιτήσεις. Χωρίς φόβο∙ με σοφία.
Ετσι άφησα και εγώ πίσω μου εκείνη τη χρονιά. Χωρίς καμιά διαπραγμάτευση μαζί της, αλλά με την πλήρη αποδοχή της εμπειρίας της. Με ό,τι αποκόμισα από εκείνο το άυλο αγκάλιασμα του δελφινιού. Με τη βεβαιότητα πως σε κάθε δύση μπορεί να υπάρχει το φως μιας ανατολής. Και ίσως, κάποιες φορές, το χέρι που σε σώζει έχει τη μορφή δελφινιού. Αλλες, έχει το πρόσωπο της αδελφής σου. Αλλωστε και οι δύο αυτές λέξεις προέρχονται από την ίδια ρίζα.
(*) H Ντίνα Σαρακηνού είναι συγγραφέας, διευθύντρια του λογοτεχνικού online περιοδικού Literature.gr.

