Για έκτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στο ταξίδι. Ταξίδι είναι η γνωριμία με έναν καινούργιο τόπο, είτε στη χώρα μας είτε στο εξωτερικό. Αποτελεί μια διαφυγή, μια δραπέτευση από την καθημερινότητα. Ο ταξιδιώτης γνωρίζει μαθαίνει συνομιλεί με ανθρώπους μαθαίνει νέα πράγματα και ανοίγει τους ορίζοντες της ζωής του. Ανθρωποι που έχουν ταξιδέψει έχουν μεγαλύτερη πείρα στην επίλυση των προβλημάτων και είναι πιο ευέλικτοι στους χειρισμούς τους.
Κάποτε οι συγγραφείς έγραφαν κατά παραγγελία ανέκδοτα διηγήματα σε εφημερίδες, περιοδικά και διαβάζονταν με μεγάλη αγάπη. Μετά επικράτησε η μόδα να γράφονται νουβέλες και μυθιστορήματα που γίνονταν βιβλία και τα αποκαλούσαν ταξιδιωτικά βιβλία. Ακόμη και σήμερα, που από την οθόνη μαθαίνουμε τόσα πράγματα, δεν έχουμε τη σχέση με αυτά που γράφει ο συγγραφέας και μας διηγείται. Είναι η γλώσσα της ψυχής που γοητεύει την ψυχή και αγκαλιάζει τη θέρμη της ύπαρξής μας.
Τριάντα επτά σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν και μας δροσίζουν με την πένα τους. Οι περιγραφές των ταξιδιών μέσα από τη γραφή αποκτούν μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα.
Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Τα λιοντάρια

Η γιαγιά κατέβαινε τις σκάλες της αυλής. Επεσε. Φώναξα δυνατά. Η μαμά και ο παππούς σήκωσαν τη γιαγιά. Το δωμάτιο είναι σκοτεινό. Είναι το νότιο δωμάτιο που έχει πάντα φως. Τώρα είναι σκοτεινό και μόνο η σκόνη χορεύει στη λωρίδα φως που μπαίνει απ’ τα κουφωτά παντζούρια. Η γιαγιά ξαπλωμένη στο σιδερένιο κρεβάτι δεν κινείται.
Στο καράβι η μαμά δεν με αφήνει ν’ ανοίξω το φινιστρίνι, για να μην βλέπουν τη γιαγιά όσοι περνούν απ’ έξω.
Στην Αθήνα εγώ πάω στο σπίτι της θείας Φυλλίτσας. Η γιαγιά πάει στο νοσοκομείο. Η μαμά κλαίει. Δεν ξέρω γιατί. Μάλλον δεν της αρέσει η Αθήνα. Εμένα μου αρέσει πολύ.
Πίσω στη Σάμο η μαμά μιλάει με τη θεία Φυλλίτσα στο τηλέφωνο. Κλαίει και πάλι. Κλαίει πολύ. Η γιαγιά πέθανε. Η μαμά κλαίει συνεχώς.
Εγώ πάλι δεν κλαίω γιατί ξέρω πως οι γέροι πεθαίνουν. Τον χειμώνα είχε πεθάνει ο θείος Μανώλης και την άνοιξη ο θείος Γιωργάκης. Η θεία Ιωάννα λέει πως η γιαγιά στεναχωρήθηκε για τ’ αδέρφια της που πέθαναν και «έπαθε εγκεφαλικό». Αποφάσισα να μη στεναχωριέμαι όταν με μαλώνει η μαμά για να μην «πάθω εγκεφαλικό», αν και δεν ξέρω αν παθαίνουν τέτοιο τα μικρά παιδιά. Στεναχωριέμαι όμως που στεναχωριέται η μαμά. Ευτυχώς η μαμά δεν είναι γριά. Η θεία Ιωάννα είπε πως μόνο οι γέροι παθαίνουν εγκεφαλικό, έτσι μπορώ να στεναχωριέμαι όταν με μαλώνει η μαμά. Δεν κινδυνεύω ούτε η μαμά κινδυνεύει.
Η μαμά παθαίνει άλλο πράγμα που λέγεται «έρπης ζωστήρ». Η θεία Ιωάννα λέει πως το έπαθε απ’ τη στεναχώρια της που πέθανε η γιαγιά. Μου φαίνεται περίεργο που οι άνθρωποι αρρωσταίνουν και πεθαίνουν από στεναχώρια. Εγώ μόνο κλαίω. Ισως όμως αρρωστήσω και πεθάνω όταν μεγαλώσω.

Η μαμά δουλεύει συνέχεια. Το πρωί στο ιατρείο, το απόγευμα στους εξωτερικούς αρρώστους. Εχει μια βαριά τσάντα που μέσα έχει μανόμετρο και ακουστικά και άλλα πράγματα που δεν ξέρω πώς τα λένε και φεύγει κάθε απόγευμα. Εγώ κλαίω γιατί δεν θέλω να φεύγει. Η μαμά δεν ξεκουράζεται ποτέ (έτσι λέει η θεία Ιωάννα). Αυτός ο «ζωστήρ» όμως πονάει πολύ.
«Γαρφαλιώ πρέπ’ να ξικουραστείς» λέει η θεία Ιωάννα και η μαμά λέει «Ναι θα πάρου τν Ερη και θα φύουμι». Κι έτσι μπαίνουμε στο καράβι. Εγώ ζαλίζομαι πολύ, αλλά ευτυχώς δεν έχει φουρτούνα.
Λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία, πάμε ταξίδι. Για πρώτη φορά όχι στην Αθήνα. Περίεργο. Εγώ θέλω να πάμε στην Αθήνα. Και δεν θέλω να πάω σχολείο. Είχα πάει πέρσι ακροάτρια. Εμαθα να διαβάζω και έφυγα. Γύρισα σπίτι και διάβαζα πια τα παραμύθια μόνη μου, χωρίς να χρειάζεται να παρακαλάω τον παππού και τη γιαγιά να μου τα διαβάσουν. Τώρα όμως έπρεπε να πάω ξανά σχολείο και αυτή τη φορά δεν θα μπορούσα να φύγω. Ηταν -λέει- «υποχρεωτικό» για όλα τα παιδιά να πάνε και να μείνουν. Αυτό το «υποχρεωτικό» μου κάθεται στο στομάχι γιατί «υποχρεωτικό» είναι και να τρως όλο σου το φαγητό, ακόμα κι αν σου ’ρχεται να κάνεις εμετό. Η ώρα του φαγητού είναι η ώρα της δυστυχίας. Μου αρέσει όμως το φαγητό στο καράβι που είναι ένα κρέας κομμένο σε πολύ λεπτές φέτες σαν να είναι από τσιγαρόχαρτο. Εχει και μια ασπρουδερή σάλτσα από πάνω που σε βοηθάει να το καταπιείς.
Είναι νύχτα. Στο βάθος φαίνονται τα φώτα του λιμανιού. Ενα καΐκι σκαμπανεβάζει δίπλα στο πλοίο. Η θάλασσα μαύρη σκάει στα πλάγια του καϊκιού. Ο καμαρότος κατεβάζει τη βαλίτσα μας. Οταν κατεβαίνουν όλα τα μπαγκάζια, αρχίζουμε να κατεβαίνουμε και μεις από τη στενή σκαλίτσα του πλοίου. Κάποιος με πιάνει αγκαλιά και με βάζει στο καΐκι. Μετά βοηθάει τη μαμά. Στην προβλήτα πηδάμε όλοι έξω. Το καϊκι κουνούσε, αλλά ήταν μικρή η διαδρομή και δεν ζαλίστηκα πολύ. Η μαμά παίρνει τη βαλίτσα στο χέρι και πορευόμαστε προς την άλλη άκρη του λιμανιού.
Ειδήσεις Σήμερα
- To «αντίο» του Σπύρου Μπιμπίλα στην Πόπη Χριστοδούλου -Το κοινό τους ξεκίνημα
- Ισπανία: Τρίτος νεκρός από τις πυρκαγιές στα βορειοδυτικά της χώρας
- Κεντρική Μακεδονία: 702 παραβάσεις του ΚΟΚ σε 1.813 ελέγχους οχημάτων
- Μερομήνια: Αυτός θα είναι ο καιρός για τον φετινό χειμώνα – Πώς θα κάνουμε Χριστούγεννα
- Κερατέα: Φωτιά τώρα στην περιοχή Πόρτο Εννιά – Σηκώθηκαν 3 εναέρια μέσα
- Επιχείρηση της ΕΛΑΣ στη Δυτική Αττική για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας – 7 συλλήψεις

