Για έκτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στο ταξίδι. Ταξίδι είναι η γνωριμία με έναν καινούργιο τόπο, είτε στη χώρα μας είτε στο εξωτερικό. Αποτελεί μια διαφυγή, μια δραπέτευση από την καθημερινότητα. Ο ταξιδιώτης γνωρίζει μαθαίνει συνομιλεί με ανθρώπους μαθαίνει νέα πράγματα και ανοίγει τους ορίζοντες της ζωής του. Ανθρωποι που έχουν ταξιδέψει έχουν μεγαλύτερη πείρα στην επίλυση των προβλημάτων και είναι πιο ευέλικτοι στους χειρισμούς τους.
Κάποτε οι συγγραφείς έγραφαν κατά παραγγελία ανέκδοτα διηγήματα σε εφημερίδες, περιοδικά και διαβάζονταν με μεγάλη αγάπη. Μετά επικράτησε η μόδα να γράφονται νουβέλες και μυθιστορήματα που γίνονταν βιβλία και τα αποκαλούσαν ταξιδιωτικά βιβλία. Ακόμη και σήμερα, που από την οθόνη μαθαίνουμε τόσα πράγματα, δεν έχουμε τη σχέση με αυτά που γράφει ο συγγραφέας και μας διηγείται. Είναι η γλώσσα της ψυχής που γοητεύει την ψυχή και αγκαλιάζει τη θέρμη της ύπαρξής μας.
Τριάντα επτά σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν και μας δροσίζουν με την πένα τους. Οι περιγραφές των ταξιδιών μέσα από τη γραφή αποκτούν μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα.
Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Οδοιπορικό στην οριοθέτηση των ονείρων

τον ΝΙΚΟ ΚΑΤΣΑΛΙΔΑ
Είπα να γύριζα απόψε στη γενέτειρα κι ας λέγεται ταξίδι ονειρικό αυτό και πέρασα ανηφορίζοντας από τη γέφυρα της κάτω ποταμιάς, κι εκεί απέναντι σταμάτησα στον Αγιο Χαράλαμπο και άναψα ένα κεράκι στο ξωκλήσι των ξενιτεμένων. Τόσοι είναι εδώ που πέρασαν και άναψαν κεριά και τώρα αγαλλιάζουνε και άλλοι τόσοι μακριά ενταφιασμένοι.
Σταυροκοπιέμαι και κοιτώ μπροστά μου το βουνίσιο μονοπάτι μου και πίσω, ένας στενός δρόμος, χάλια οι δρόμοι φίδια για τους άσχετους, για μένα ονειροπαρμένα σταυροδρόμια κι αναρωτιέμαι μέσα μου ανάμεσα στα δυο στενά, σφουγγίζοντας με το μανίκι τον ιδρώτα μου στη θύμηση πορεύομαι για των προπάππων τα ταξίδια, να γυρίσω ή να μείνω κι όλο συλλογιέμαι όπως οι προπάτορές μου και κανένας δεν ακούει κι ώσπου πάρω τη στροφή, κοιτάζω το κεράκι πίσω μου στη σιγαλιά της νύχτας, λιώνει, σιγοτρέμει. Κι έστω ένα μικρούλικο κεράκι απόψε ένα αστράκι, εδώ φωτίζει ράχες, κορυφογραμμές, σελώματα και βγήκα μέσα από της ποταμιάς μου το πηχτό σκοτάδι ακριβώς στη ρούγα μου, μπροστά στην ξώπορτά μου.
Κι ακούω τότε ένα φουντωμένο βάλσαμο σα να μου έλεγε θροΐζοντας: ποιος είπε πως εδώ χαθήκανε οι ρίζες; Μα δεν βλέπεις πως οργιάζουν και πληθαίνουνε στα διάραχα κατά άντρα στη σειρά φρουροί της βόρειας οροσειράς τα δέντρα; Και ακόμα στα τυφλά εσύ μπορείς να περπατάς τις νύχτες ψάχνοντας τα παλιά ίχνη σου απ’ τα κιτρινισμένα φύλλα σκεπασμένα και τ’ αποψινά του ταξιδιού τα αέρινα στην ποταμιά σου να τ’ αφήσεις; Κι άκουσα τον κολλημένο τζίτζικα απάνω στον κορμό της γέρικής μου ορεινής ροδιάς να λέει: σε καρτερούσα ένα καλοκαίρι ακέριο τερερίζοντας κι αν ξαναφύγεις, πάνω στην ροδιά σου θα με βρεις κουφάρι αδειασμένο.
Τότε μπέρδεψα τις λέξεις μου και καταβρόχθισα τις συλλαβές που παραμόνευαν όλη τη νύχτα αγχωμένες να με πνίξουνε στην παλινδρόμησή τους κόμπος. Τα βατόμουρα στις ρεματιές σαλεύανε κι αυτά μες στις υποχωρήσεις μακριά απ’ τις εντάσεις. Τότε ήτανε που ξαναγύρισα στο ονειρικό ταξίδι μου στα ριζοβούνια της γενέτειρας. Κι η νύχτα έσκουξε με τα τριζόνια της για να χτυπούσαν του εσπερινού οι καμπάνες, αλλά οι καμπάνες και τα σήμαντρα είχαν ραγίσει όλα από τα χτυπήματα της λύπης.
Είναι η πίκρα μας μεγάλη, είπανε οι πικροδάφνες. Ποιος αντέχει πιο πολύ τη μοναξιά, εμείς ή εσείς, ουρλιάζανε τα βράχια; Ποιος πονάει περισσότερο εμείς ή ο πόνος που οδεύει στα ξωκλήσια μας, βουίζανε οι βοριάδες; Ηταν το ταξίδι μου στα πατρικά μου μονοπάτια και ξαπλώθηκα στη μέση της αυλής λαχανιασμένος. Εψαχνα να βρω στην τσέπη το κλειδί και είχε πέσει απ’ τη σπασμένη τσέπη μου και με τι ν’ άνοιγα την πόρτα και άκουσα σαλεύοντας να λέει το ψηλό χορτάρι της αυλής μου: σε φιλοξενούμε εμείς απόψε, σκύψε πάνω μας ξαπλώσου και η κρεβατίνα άπλωσε τις κλάρες της φτερούγες κι αυτή, να με σκεπάσει.

Ω μανούλα, φώναξα, λαχάνιασα, παγώνω, άνοιξε την πόρτα. Τι γυρεύεις μωρέ μοναχό μου τέτοια ώρα που κι εμείς δεν ξεμυτούμε, άκουσα φωνή να λέει και δεν κατάλαβα πούθε μιλούσε, από το μαντζάτο ή ψηλά απ’ την κρεβατοκάμαρα. Μα, εγώ δεν είμαι ξένος μάνα, είπα, να βγάλω τη νύχτα στην αυλή μας. Είναι ψέματα, δεν χάθηκε στο ταξίδι το κλειδί μας. Το βαστάω όπως μου τ’ άφησες, μαζί με όλα τ’ άλλα τα κλειδιά δεμένο. Τότε ήτανε που χάθηκε η μάνα προς τα μέσα του ονείρου, αφού έμαθε από το πρώτο χέρι κι ήταν σίγουρη πως το κλειδί τ’ αρχοντικού υπάρχει. Και μετά σκοτάδι μαύρο πλάκωσε τα καταράχια και κατέβασε η νύχτα τη μεσίστια μαύρη σημαία της να με τυλίξει σκιάχτρο, για να μην παγώσω. Απ’ το μαύρο δεν φοβάμαι, μαύρη νύχτα, είπα, είναι μαθημένο πένθος.
Τότε, λέει, σου ρίχνω ένα πουπουλένιο χιόνι για σεντόνι, κουκουλώσου, σαν χιονάνθρωπος να ξενυχτήσεις έξω στην αυλή σου. Μα, και τ’ άσπρο μετατρέπεται αμέσως σάβανο, της είπα και δεν πάει στα ριζοβούνια μου ούτε το μαύρο, ούτε τ’ άστρο. Είναι θάνατος τέτοια ασπρόμαυρή σημαία. Το αναμμένο κεράκι που σάλευε στο εκκλησάκι των ξενιτεμένων φώτιζε ακόμα όλα τα βόρεια βουνά μου. Το κλειδί που κρατούσα στο χέρι είχε μετατραπεί κι αυτό σε περίεργο λυχνάρι που φώτιζε τους δρόμους μου.
Ανω Λεσινίτσα, Αύγουστος 2023

