Για έκτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στο ταξίδι. Ταξίδι είναι η γνωριμία με έναν καινούργιο τόπο, είτε στη χώρα μας είτε στο εξωτερικό. Αποτελεί μια διαφυγή, μια δραπέτευση από την καθημερινότητα. Ο ταξιδιώτης γνωρίζει μαθαίνει συνομιλεί με ανθρώπους μαθαίνει νέα πράγματα και ανοίγει τους ορίζοντες της ζωής του. Ανθρωποι που έχουν ταξιδέψει έχουν μεγαλύτερη πείρα στην επίλυση των προβλημάτων και είναι πιο ευέλικτοι στους χειρισμούς τους.
Κάποτε οι συγγραφείς έγραφαν κατά παραγγελία ανέκδοτα διηγήματα σε εφημερίδες, περιοδικά και διαβάζονταν με μεγάλη αγάπη. Μετά επικράτησε η μόδα να γράφονται νουβέλες και μυθιστορήματα που γίνονταν βιβλία και τα αποκαλούσαν ταξιδιωτικά βιβλία. Ακόμη και σήμερα, που από την οθόνη μαθαίνουμε τόσα πράγματα, δεν έχουμε τη σχέση με αυτά που γράφει ο συγγραφέας και μας διηγείται. Είναι η γλώσσα της ψυχής που γοητεύει την ψυχή και αγκαλιάζει τη θέρμη της ύπαρξής μας.
Τριάντα επτά σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν και μας δροσίζουν με την πένα τους. Οι περιγραφές των ταξιδιών μέσα από τη γραφή αποκτούν μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα.
Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Καταμεσής στο πέλαγο

Οπως στην «Οδύσσεια», η ιστορία ξεκινάει «στη μέση των πραγμάτων». Μόνο που εδώ ήταν και στη μέση της θάλασσας. Κυριολεκτικά.
Ολόγυρα σκούρο μπλε σχεδόν μαύρο, της Μεσογείου. Το μπότζι και ο βρυχηθμός του θηρίου που κινεί τη λαμαρίνα. Καράβι φορτηγό. Απ’ αυτά που κουβαλάνε κουλούρες σύρμα, αμμοχάλικο, μπετόβεργες, κούραση, άγνωστες πατρίδες κι ανθρώπινα ναυάγια. Οπου να κοιτάξεις θάλασσα παντού.
Την κοιτούσα. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο να δω. Ηταν ήσυχη ή βίαιη, αλλά ποτέ προσωπική. Δεν νοιαζόταν αν ήμουν καλά. Και αυτό είχε μια παρηγορητική ουδετερότητα. Δεν σε αποδέχεται ούτε σε κρίνει. Απλώς υπάρχει. Σε κοιτά και δεν σε βλέπει. Δεν είσαι τίποτα γι’ αυτή. Ηταν κάτι ιαματικό: να μπορώ να είμαι απλώς παρών. Χωρίς να πρέπει να αποδείξω τίποτα. Η θάλασσα δεν μου έδωσε απαντήσεις. Μου έδωσε χώρο. Και χρόνο. Να υπάρξω δίχως σχήμα, δίχως φασαρία.
Πριν καλά καλά τελειώσει η εξεταστική μπάρκαρα. Είκοσι τριών. Ούτε μικρός ούτε μεγάλος. Ακριβώς στην ηλικία που μπορείς να χαθείς χωρίς κανείς να σε ψάχνει. Μπήκα στο καράβι χωρίς καν να ξέρω γιατί ακριβώς. Ηθελα απλώς να φύγω. Μία εξορία που επέλεξα. Να ξεφλουδίσει το πρόσωπο που φορούσα. Να δω αν έχει άλλο από κάτω. Ημουνα θυμωμένος, ήμουν μπερδεμένος, δεν ήξερα τι μου γινότανε, δεν είχα ιδέα ποιος είμαι και τι θέλω. Είχα μόνο ένα όνομα, το ναυτικό φυλλάδιο, μια βαλίτσα κι ένα σώμα που δεν ήξερε να κρατήσει κάβο, ούτε να αντέχει την αλμύρα στις πληγές. Πρώτα έχασα το όνομα. Για τους αξιωματικούς είσαι εξάρτημα. Οι ναύτες – με το ζόρι τους παίρνεις κουβέντα. Δουλεύουνε σα μηχανές, γελάνε σαν να ’χουν κάτι μόνο μεταξύ τους. «Δεν είμαι κανείς», σκέφτηκα. Εδώ δεν είσαι όνομα. Είσαι αντοχή. Ο,τι δεν αντέχει πετιέται.
Το καλοκαίρι στο βαπόρι δεν ήταν διακοπές. Δεν είχε ηλιοβασιλέματα και έρωτες. Είχε επαναληπτικότητα, μονοτονία και ανθρώπους προσβεβλημένους από χρόνια λαμαρινίαση. Θα με αποδέχονταν; Ενιωθα ότι με παρατηρούσαν. Φοβόμουν μήπως με πάρουν χαμπάρι – πως είμαι ένας άσχετος που μπήκε εδώ για κάτι αόριστο, σχεδόν παιδιάστικο. Δεν υπήρχε χώρος για εντυπωσιασμούς ή προσποιήσεις. Ή ήσουν χρήσιμος ή ήσουν βάρος. Εμενα σιωπηλός. Παρατηρούσα. Το δικό μου μπάρκο δεν ήταν Καββαδίας. Αυτό που βούιζε διαρκώς στο κεφάλι μου ήταν τα συστρεφόμενα, σε διαρκή διαπάλη, κλαρινέτα απ’ τα Τροπάρια για Φονιάδες.

Ο καπετάνιος δε ρώτησε πολλά. «Αντέχεις;». «Αντέχω», είπα. Ψέματα. Δεν άντεχα.
Οι μέρες κυλούσαν ίδιες κι απαράλλαχτες. Ο ήλιος έψηνε το κατάστρωμα, τα παπούτσια μου έλιωναν στη λαμαρίνα, οι βάρδιες ίδιες, οι ώρες αργές. Τρίβαμε, κουβαλούσαμε, σιωπούσαμε. Υπνος λίγος, φαγητό αλμυρό. Οι κουβέντες των παλιών μισόλογα. «Ξέρεις, ο καπετάν Γιώργης…», «ο Χρήστος ο τιμονιέρης…», «ο Μαλαισιανός ο λαδάς σάλεψε». Ολοι κάτι κουβαλάνε πάνω στο νερό. Ενα πλωτό εξομολογητήριο.
Τις νύχτες, στην πλώρη, η θάλασσα έκανε έναν θόρυβο βαρύ και βαθύ, σαν λαβωμένο θεριό που αγκομαχά. Ο θόρυβος της μηχανής, τα βήματα στη λαμαρίνα, η φωνή από τον ασύρματο. Σιγά σιγά, η σιωπή με εποίκιζε. Κι αυτό, για όποιον έρχεται από την τρικυμία της νιότης, φτάνει.
Ο χρόνος στο πλοίο δεν έχει αρχή. Ούτε τέλος. Επαναλαμβάνεται με μικρές εκτροπές, σαν να μη θέλει να παραδεχτεί το ανώφελο. Η ρουτίνα σφυρηλατούσε μέσα μου μια άλλη γεωμετρία. Το πέλαγο απλώς υπάρχει. Σαν ιδέα που δεν έχει νόημα αν δεν την πιστέψεις.
Εκεί, μες στο γράσο και τον ιδρώτα, έμαθα πως ο εαυτός δεν είναι τόπος που κατοικείς. Είναι διαρροή. Είναι αυτά που δεν αντέχεις. Τα τραύματα και οι ήττες. Είναι ο τρόπος που σωπαίνεις όταν όλοι μιλάνε. Η ταυτότητα δεν έρχεται από εξήγηση. Ερχεται από φθορά. Από το τι απομένει όταν έχεις φύγει από όλα. Μια ερημιά που έγινε δέρμα.
Στεκόμουν στο κατάστρωμα, κοιτούσα τα κύματα που σαν μνήμες σκάνε και υποχωρούν. Με σίμωσε ο γερο-μάγειρας, ο Στρατής, με μια χούσπα να πιούμε παρέα. Αφού φουμάραμε, είπε χασκογελώντας
«Μην ψάχνεις να βρεις ποιος είσαι. Δεν είσαι πράγμα. Είσαι διαδρομή».
«Μπέκετ;», ξεκαρδίστηκα.
Δεν αποκρίθηκε. Μα ξάφνου, ένας φάρος άναψε εντός μου. Δεν είχα ανάγκη από ταυτότητα. Είχα ανάγκη από κατεύθυνση.
Πιάναμε λιμάνι μία φορά τον μήνα. Τα φώτα τους πλάνα, τα κωλόμπαρα και τα «κορίτσια». Δεν ήθελα τίποτα από αυτά. Δεν έψαχνα εκτονώσεις. Εψαχνα απόσταση. Από το πριν. Από το μέσα μου. Από την αφέλεια του να νομίζεις ότι ο εαυτός σου είναι κάτι σταθερό. Επαψα να κατεβαίνω στα λιμάνια. Οι άλλοι έβγαιναν. Εγώ δεν υπήρχε λόγος.
Το καράβι προχωράει στα τυφλά. Ο θόρυβος των μηχανών δεν κουβαλάει καμία υπόσχεση. Είναι ο ίδιος ήχος κάθε μέρα – η αναπνοή του καραβιού, στην αρχή σε τρελαίνει, μετά συνηθίζεις – δεν τον ακούς, όπως δεν ακούς την αναπνοή σου. Ολα αντικαταστάθηκαν από τη δόνηση. Τα χέρια μυρίζουν σκουριά. Η μυρωδιά δεν φεύγει ποτέ. Μπαίνει στα ρούχα, στα μαλλιά, στο στόμα. Την κουβαλάς ακόμα και στον ύπνο σου. Η γλώσσα έχει στεγνώσει. Το πρόσωπο ξεθωριάζει. Ο,τι ήσουν μαδάει αργά, αθόρυβα, χωρίς εξήγηση. Δεν το καταλαβαίνεις όταν αρχίζει. Το νιώθεις μόνο όταν έχει πια περάσει. Μεταβολίζεις τη μοναξιά. Δεν κοιτάς το είδωλό σου στον καθρέφτη της καμπίνας. Κάτι άλλο σε κοιτάζει από μέσα. Οι νύχτες χωρίς όνομα. Το φεγγάρι ανεβαίνει άδειο. Οι βάρδιες τραβούν μέχρι πρωίας. Δεν κοιμάσαι ποτέ σερί. Κοιμάσαι σε κομμάτια. Οπως σπασμένη είναι και η σκέψη.
Στο μπλοκάκι έγραψα:
Η θάλασσα είναι ένας τόπος χωρίς λέξεις.
Μικρές μετατοπίσεις μέσα στη σιωπή.
Η μνήμη διαρρέει.
Ο χώρος δεν είναι εσωτερικός ή εξωτερικός.
Είναι μια επιφάνεια χωρίς σύνορα.
Μια παύση που ανασαίνει.
Στο τέλος του καλοκαιριού πήρα τη βαλίτσα και στάθηκα στην ανεμόσκαλα, με τα παπούτσια μου σκισμένα, το σώμα ψημένο, τα χέρια γεμάτα ρόζους. Πέταξα το ναυτικό φυλλάδιο στη θάλασσα. Να κρατήσει κάτι από μένα. Αυτή δεν αποκρίθηκε. Δεν προσποιήθηκε, δεν απαίτησε να μείνω εκεί μαζί της. Κι αυτό, στην εποχή όπου όλοι απαιτούν να κατέχουν, ήταν απελευθερωτικό.
Ο λοστρόμος μου είπε πριν ξεμπαρκάρω:
«Το πλοίο είναι σαν εσένα. Αν το αφήσεις σκουριάζει. Αν το ζορίσεις μπατάρει. Αν το φροντίζεις δεν σου μιλά. Μα σ’ αντέχει».

