Για έκτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στο ταξίδι. Ταξίδι είναι η γνωριμία με έναν καινούργιο τόπο, είτε στη χώρα μας είτε στο εξωτερικό. Αποτελεί μια διαφυγή, μια δραπέτευση από την καθημερινότητα. Ο ταξιδιώτης γνωρίζει μαθαίνει συνομιλεί με ανθρώπους μαθαίνει νέα πράγματα και ανοίγει τους ορίζοντες της ζωής του. Ανθρωποι που έχουν ταξιδέψει έχουν μεγαλύτερη πείρα στην επίλυση των προβλημάτων και είναι πιο ευέλικτοι στους χειρισμούς τους.
Κάποτε οι συγγραφείς έγραφαν κατά παραγγελία ανέκδοτα διηγήματα σε εφημερίδες, περιοδικά και διαβάζονταν με μεγάλη αγάπη. Μετά επικράτησε η μόδα να γράφονται νουβέλες και μυθιστορήματα που γίνονταν βιβλία και τα αποκαλούσαν ταξιδιωτικά βιβλία. Ακόμη και σήμερα, που από την οθόνη μαθαίνουμε τόσα πράγματα, δεν έχουμε τη σχέση με αυτά που γράφει ο συγγραφέας και μας διηγείται. Είναι η γλώσσα της ψυχής που γοητεύει την ψυχή και αγκαλιάζει τη θέρμη της ύπαρξής μας.
Τριάντα επτά σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν και μας δροσίζουν με την πένα τους. Οι περιγραφές των ταξιδιών μέσα από τη γραφή αποκτούν μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα.
Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Η Λόλα κι η Λολίτα

Ταξίδευα με το φεριμπότ από την Ηγουμενίτσα για την Κέρκυρα, το αμάξι μου βρισκόταν στο γκαράζ μαζί με τ’ άλλα. Δίπλα μου, η Μαίρη μιλούσε στο κινητό με τη μητέρα της, έλεγαν τα συνηθισμένα, αυτά που λένε οι άνθρωποι όταν πηγαίνουν σε διακοπές. Εγώ κοίταζα τη θάλασσα και τα πλοία που έπλεαν στα ήρεμα νερά του Ιονίου. Εβλεπα τις πλώρες, τις πρύμες και τις τσιμινιέρες κι η σκέψη μου έτρεχε στο παρελθόν, στα χρόνια της νεότητάς μου, όταν μπαρκάριζα ως μηχανικός με τα φορτηγά. Είχα πάει σε πολλά λιμάνια του κόσμου, από τον Καναδά μέχρι την Ιαπωνία κι από την Αργεντινή έως την Αυστραλία, εκεί απέκτησα εμπειρίες, καλές και άσχημες, οι οποίες κατά καιρούς επανέρχονταν στη μνήμη μου.
Η Μαίρη έκλεισε το κινητό και με είδε κάπως συννεφιασμένο: είχα θυμηθεί τον θάνατο ενός νεαρού καθαριστή, του Γιαννάκη, σ’ ένα τροχαίο σε κάποιο λιμάνι της Γουατεμάλας.
«Τι έχεις;», με ρώτησε.
«Τίποτα. Κάτι θυμήθηκα».
«Τι;».
«Τον θάνατο ενός συναδέλφου ναυτικού πριν από κάμποσα χρόνια».
«Δεν μπορείς να θυμηθείς κάτι ευχάριστο;».
«Μπορώ. Υπάρχουν στη μνήμη μου και ιστορίες με γυναίκες».
«Α, μπράβο! Πες μου μια τέτοια ιστορία. Δεν αντέχω τη θλίψη».
Τότε της αφηγήθηκα την ιστορία με τη Λόλα. Την είχα γνωρίσει στη Χιχόν, ένα λιμάνι της Βόρειας Ισπανίας στον Βισκαϊκό Κόλπο. Μια μέρα βγήκα βόλτα από το καράβι, όπου ήμουν μηχανικός, μ’ έναν ναύτη, τον Διονύση, και το βράδυ πήγαμε σ’ ένα ρεστοράν. Εκεί, παραγγείλαμε παέγια (ρύζι με θαλασσινά) και ντόπιο κρασί. Μετά ο ναύτης έφυγε και τράβηξε για τα μπαρ με τις γυναίκες. Δεν πήγα μαζί του, έπιασα κουβέντα με την κοπέλα που με σερβίρισε. Μου άρεσε, ήταν όμορφη και χαριτωμένη. Ξαφνικά, πήρα το θάρρος και τη ρώτησα τι ώρα σχολάει. Μου είπε πως θα σχολούσε αργά, οπότε κλείσαμε ραντεβού για την επόμενη μέρα που είχε ρεπό και στο μαγαζί την αντικαθιστούσε μια άλλη κοπέλα. Την έλεγαν Λόλα. Πήγαμε σε έναν κινηματογράφο και μετά με κάλεσε στο σπίτι της, όπου έμενε μόνη της, οι δικοί ζούσαν μακριά, σ’ ένα ορεινό χωριό. Με κέρασε ένα παραδοσιακό κέικ μαγδαλένα και μου εξομολογήθηκε πως δεν της άρεσε εκείνο το μέρος, ούτε η δουλειά της σερβιτόρας. «Είσαι πολύ όμορφη!», της είπα. «Ευχαριστώ», έκανε. Ναι, το ήξερε πως ήταν όμορφη, της το έλεγαν πολλοί. Μολονότι δεν είχε σπουδάσει κάτι, ήθελε μια καλύτερη δουλειά. «Τι θέλεις να γίνεις;», τη ρώτησα. «Καλλιτέχνιδα. Ηθοποιός, τραγουδίστρια, χορεύτρια», απάντησε. Σκεφτόταν να πάει σε μια μεγάλη πόλη, στη Μαδρίτη ή στη Βαρκελώνη. Αφού ήπιαμε λίγο κρασί παραπάνω επιδοθήκαμε σε χάδια και φιλιά. Αυτό επαναλήφθηκε μερικές φορές ακόμα, μέχρι που το καράβι σήκωσε άγκυρα. Υστερα από χρόνια, τη συνάντησα στη Βαρκελώνη: η Λόλα δούλευε σ’ έναν οίκο ανοχής. Η προσπάθειά της να γίνει ηθοποιός, τραγουδίστρια ή χορεύτρια δεν ευδοκίμησε.
«Ε, δεν είναι και τόσο ευχάριστη ιστορία», είπε η Μαίρη.
«Καθόλου», της είπα.
«Καμιά φορά η ομορφιά είναι κατάρα», φιλοσόφησε εκείνη και μου ζήτησε να της πω κι άλλες ιστορίες.
Τότε της μίλησα για κάποιο μικρό κορίτσι στο Πουέρτο Μπάριος της Γουατεμάλας, ένα λιμάνι στον Ατλαντικό, όπου βρέθηκα με άλλο καράβι. Ενα απόγευμα που βγήκα στον ντόκο με τον Γεράσιμο, τον λιπαντή, έπεσα πάνω σε αστέγους που ζητούσαν λίγα νομίσματα κετσάλες από τους περαστικούς. Μαζί τους ήταν ένα κοριτσάκι με γλυκό πρόσωπο. Τα ρούχα του ήταν κουρελιασμένα και δεν φορούσε παπούτσια. «Πώς σε λένε;», τη ρώτησα. «Λολίτα», είπε. Εγώ κι ο ναύτης την προσκαλέσαμε σε δείπνο. Μπήκαμε σ’ ένα ρεστοράν, όπου το κοριτσάκι πήρε τον κατάλογο και παρήγγειλε ό,τι εκλεκτότερο διέθετε το μαγαζί. Υστερα πήγαμε σ’ ένα κατάστημα με ρούχα και είπαμε στην πωλήτρια να την ντύσει. «Να την πλύνω πρώτα», μας είπε εκείνη και την πήγε σ’ ένα καμαράκι. Οταν βγήκαμε από το κατάστημα, η Λολίτα έλαμπε από ομορφιά και χάρη. Περπατούσε μαζί μας στον δρόμο κι εμείς την καμαρώναμε. Μετά, της δώσαμε κάμποσα κετσάλες, μας ευχαρίστησε, την αποχαιρετήσαμε και τραβήξαμε για ένα μπαρ με γυναίκες. Αργά το βράδυ, ενώ επιστρέφαμε στο καράβι, είδαμε μερικούς αστέγους που κοιμούνταν στη γωνία του δρόμου. Τότε προσέξαμε τη Λολίτα, η οποία κοιμόταν μαζί με τους άλλους, φορώντας τα καινούργια της ρούχα. Την κοιτάξαμε να απολαμβάνει τον ύπνο της και νιώσαμε οίκτο για τη μοίρα της.
«Η μοίρα των ανθρώπων δεν αλλάζει με ελεημοσύνες», συμπέρανε η Μαίρη.
«Η ζωή δεν είναι μόνο χαρά και γέλια», της είπα.
Λίγο προτού το φεριμπότ φτάσει στο λιμάνι της Κέρκυρας, σταμάτησα να της αφηγούμαι ιστορίες από τα ταξίδια μου. Κοιτάζαμε το παλαιό φρούριο της πόλης και τα μουράγια. Μπροστά μας ήταν τα βενετσιάνικα κτίρια και πίσω τους ξεχώριζε το καμπαναριό του Αγίου Σπυρίδωνα.
Το πλοίο έδεσε στον ντόκο και ακούστηκαν και τα κρωξίματα των γλάρων που μας ακολουθούσαν από την Ηγουμενίτσα.
«Εχεις ζήσει ένα σωρό ιστορίες. Μπράβο σου!», μου είπε η Μαίρη και τράβηξε με το κινητό φωτογραφίες της πόλης που εμφανίστηκε μπροστά μας, όπως έκαναν και άλλοι επιβάτες.
«Δεν μπορώ να τις ξεχάσω», της είπα.
«Τις έχεις βάλει σε κάποιο διήγημα ή μυθιστόρημα;».
«Οχι».
«Κάν’ το τώρα. Ποτέ δεν είναι αργά».
«Λέω να τις κάνω διήγημα. Εγώ, ο ναύτης, ο λιπαντής και οι δύο κοπέλες: η Λόλα κι η Λολίτα».
«Δεν γράφεις κι ένα διήγημα με μένα;».
«Εντάξει. Μόλις γυρίσουμε στην Αθήνα θα γράψω μια ιστορία όπου θα πρωταγωνιστείς εσύ».
«Τέλεια. Εσύ κι εγώ, εγώ κι εσύ. Ταξιδεύουμε μ’ ένα φέριμποτ στο Ιόνιο και μου αφηγείσαι τις περιπέτειές σου στα καράβια», είπε η Μαίρη.
Μου χαμογέλασε και τράβηξε πρώτη για τη σκάλα που οδηγούσε στο γκαράζ με τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα κι εγώ την ακολούθησα.

