Tο eleftherostypos.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.
Η εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» και το Eleftherostypos.gr αγαπούν τον πολιτισμό και τις Τέχνες. Κάθε καλοκαίρι γνωστοί συγγραφείς γράφουν για τους αναγνώστες ανέκδοτα διηγήματα.
Για έκτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στο ταξίδι. Ταξίδι είναι η γνωριμία με έναν καινούργιο τόπο, είτε στη χώρα μας είτε στο εξωτερικό. Αποτελεί μια διαφυγή, μια δραπέτευση από την καθημερινότητα. Ο ταξιδιώτης γνωρίζει μαθαίνει συνομιλεί με ανθρώπους μαθαίνει νέα πράγματα και ανοίγει τους ορίζοντες της ζωής του. Ανθρωποι που έχουν ταξιδέψει έχουν μεγαλύτερη πείρα στην επίλυση των προβλημάτων και είναι πιο ευέλικτοι στους χειρισμούς τους.
Κάποτε οι συγγραφείς έγραφαν κατά παραγγελία ανέκδοτα διηγήματα σε εφημερίδες, περιοδικά και διαβάζονταν με μεγάλη αγάπη. Μετά επικράτησε η μόδα να γράφονται νουβέλες και μυθιστορήματα που γίνονταν βιβλία και τα αποκαλούσαν ταξιδιωτικά βιβλία. Ακόμη και σήμερα, που από την οθόνη μαθαίνουμε τόσα πράγματα, δεν έχουμε τη σχέση με αυτά που γράφει ο συγγραφέας και μας διηγείται. Είναι η γλώσσα της ψυχής που γοητεύει την ψυχή και αγκαλιάζει τη θέρμη της ύπαρξής μας.
Τριάντα επτά σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν και μας δροσίζουν με την πένα τους. Οι περιγραφές των ταξιδιών μέσα από τη γραφή αποκτούν μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα.
Η άνοιξη του 2024 θα μείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό μου. Οι μυρωδιές και η ευχάριστη αίσθηση της αναγέννησης της φύσης συνδυάστηκαν με ένα εκπληκτικό ταξίδι, την πρώτη επίσκεψή μου στην Ισπανία και συγκεκριμένα στην πόλη της Κόρδοβας.
Ενα από τα πιο επίπονα συναισθήματα του να είσαι κάτοικος εξωτερικού, εκτός από την απουσία της πάτριας γης, συμπεριλαμβάνει και την απουσία των αγαπημένων προσώπων, οικογένειας και φίλων, οι οποίοι έχουν βαδίσει στον δικό τους δρόμο, και μόνο η τεχνολογία μένει για να μας δίνει την ψευδαίσθηση της παρουσίας τους στη ζωή μας. Σε μια διαδικτυακή συζήτηση που είχα με τους φίλους μου, την Αλεξάνδρα και τον Βασίλη, ήμουν ξεκάθαρος:
«Ας βρεθούμε από κοντά κάπου αλλού! Ας προσπαθήσουμε να βρούμε έναν προορισμό που θα βολεύει όλους μας».
Έτσι κι αλλιώς η εκμηδένιση των αποστάσεων στην Ευρώπη καθιστούσε το έργο μας έναν σχετικά εύκολο άθλο. Σαν προορισμός επιλέχθηκε η Ισπανία. Τα παιδιά είχαν σπουδάσει τη γλώσσα και είχαν ήδη επισκεφθεί τη χώρα στο παρελθόν. Ετσι λοιπόν αναχωρήσαμε, αυτοί από την ηλιόλουστη πια Αθήνα και εγώ από το συννεφιασμένο και κρύο Λουξεμβούργο, με σημείο συνάντησής μας τη Μάλαγα, της οποίας το κάστρο φαινόταν να στέκει ακόμα αγέρωχο στα άγρια κύματα της Μεσογείου κατά την προσγείωση του αεροπλάνου. Οι υψηλές θερμοκρασίες της Ανδαλουσίας έκαναν ήδη αισθητή την παρουσία τους, καθώς ο κόσμος κυκλοφορούσε ήδη με τα κοντομάνικα και η ατμόσφαιρα γινόταν ιδιαίτερα ξηρή από την βορειοαφρικανική σκόνη, η οποία θα μας συντρόφευε σε κάθε εξόρμηση που κάναμε σε εξωτερικούς χώρους. Επρεπε να τρέξουμε γιατί το τρένο θα αναχωρούσε σύντομα και δεν είχαμε καιρό για χάσιμο. Στη διαδρομή ξεδιπλωνόταν μπροστά μας ο ξηρός κάμπος της Ανδαλουσίας, που θα μας προϋπαντούσε στη νέα μας περιπέτεια, και ξαφνικά μέσα στη θολούρα της ζέστης άρχισε να αχνοφαίνεται η Κόρδοβα, μια πόλη που ακόμα ζει στις δάφνες του ένδοξου παρελθόντος της.
Ο δρόμος από τον σταθμό του τρένου μέχρι τα ενοικιαζόμενα δωμάτια όπου θα διαμέναμε ήταν για μένα μια πρώτη γεύση από αυτήν την υπέροχη μεσογειακή πόλη, που κρατάει για τα καλά τον ισπανικό της χαρακτήρα. Η πρώτη μας δραστηριότητα ως γνήσιοι Ελληνες θα ήταν φυσικά να ανακαλύψουμε τον τοπικό καφέ ή café con leche, όπως τον αποκαλούν οι ντόπιοι. Ενα πρόχειρο σχέδιο με τη βοήθεια ενός χάρτη, ώστε να καταφέρουμε να επισκεφθούμε όσο περισσότερα μέρη θα μπορούσαμε, θα ήταν το βασικό θέμα συζήτησής μας κατά τη διάρκεια αυτού του μικρού διαλείμματος. Η απόφαση είχε ήδη ληφθεί· θα ξεκινούσαμε από την Παλιά Πόλη, η οποία βρισκόταν στο κέντρο, και για να φτάσουμε εκεί θα έπρεπε πρώτα να διασχίσουμε την είσοδο του παλιού φρουρίου της Κόρδοβας.
Δεν είχαμε καλά ξεκινήσει τη βόλτα μας και τα τείχη της Παλιάς Πόλης είχαν ήδη αρχίσει να ξεπροβάλλουν. Δύο φίλοι μπροστά σε ένα περίπτερο έπαιζαν με δεξιοτεχνία την ισπανική κιθάρα και τραγουδούσαν δυνατά. Ο ήχος της κιθάρας τους χανόταν μέσα στα γειτονικά στενάκια και την αισθητή πια ζέστη. Συνεχίσαμε προς την είσοδο της Παλιάς Πόλης, εκεί όπου το γεφυράκι λειτουργεί ως ένα νοητό σύνορο μεταξύ παρόντος και παρελθόντος και ξαφνικά οι δυνατές φωνές ενός ανθρώπου, που κουνούσε επιδεικτικά τα χέρια του και ερχόταν προς το μέρος μας, μας έκοψε τη διαδρομή μας.
«Ρε τους Ελληνες! Τους βρίσκεις πάντα σε όλα τα μέρη του κόσμου, ακόμα και εκεί που δεν τους περιμένεις!».
Οχι, η ζέστη δεν μας είχε δημιουργήσει παραισθήσεις. Κάποιος μας μιλούσε ελληνικά στο κέντρο της Κόρδοβας. Μόλις πλησίασε καταλάβαμε ακριβώς και το γιατί· ήταν ο Χοσέ, ένας Ισπανός, ο οποίος είχε ζήσει στην Ελλάδα για έναν χρόνο, στο πλαίσιο ενός προγράμματος Εράσμους. Ο Χοσέ είχε ερωτευθεί τη χώρα μας και έμαθε ελληνικά σχετικά γρήγορα, αφού η αγάπη του για τη φιλολογία και την αρχαία ελληνική γραμματεία τον έφερε όλο και πιο κοντά στη γλώσσα μας. Μετά το πέρας της διαμονής του στην Αθήνα, χάσαμε τα ίχνη του, αφού στη ζωή ο καθένας παίρνει τον δρόμο του και αυτός ήταν σίγουρα ένα από τα άτομα που δεν καταφέραμε να κρατήσουμε επαφή. Μας αγκάλιασε θερμά και μας καλωσόρισε. Εμενε στην Γρανάδα και θα έπαιρνε το απογευματινό τρένο, αλλά προσφέρθηκε να μας δείξει την πόλη όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ώστε να μας δώσει μια εσωτερική άποψη. Αρχίσαμε να κατηφορίζουμε το γραφικό κέντρο και μπήκαμε στο Αλκάθαρ ντε λος Ρέγιες Κριστιάνος, το «Κάστρο των Χριστιανών Βασιλιάδων», με τους υπέροχους κήπους του, και ανεβήκαμε τους πυργίσκους του για να δούμε το πανόραμα της πόλης και φυσικά τις χαρακτηριστικές κεραμοσκεπές του παλιού κέντρου. Γύρω από την πόλη μπορούσε ακόμα να διακρίνει κανείς τα χωριουδάκια που περιβάλλουν την Κόρδοβα, καθένα με το καμπαναριό του στο κέντρο της πλατείας. Ο Χοσέ μάς μίλησε για την ιστορία του κάστρου και μας είπε να τον ακολουθήσουμε σε ένα από τα πιο όμορφα σημεία της πόλης. Περάσαμε μέσα από την παλιά εβραϊκή συνοικία και ο αέρας είχε ήδη αρχίσει να γίνεται λίγο πιο δροσερός· μπροστά μας είδαμε τη ρωμαϊκή γέφυρα, η οποία διασχίζει τον ποταμό Γκουαδαλκιβίρ. Το ποτάμι ρέει ασταμάτητα μέσα στους αιώνες και καταλήγει στον Ατλαντικό ωκεανό, από όπου οι Ισπανοί θα ξεκινούσαν τις κατακτήσεις τους στη Δύση. Πάντως, από αυτήν την πλευρά του ποταμού η Κόρδοβα θα στεκόταν ήσυχη και η μόνη φασαρία που θα άκουγε κανείς από τα γέλια των παρεών που είχαν αρχίσει ήδη να κάθονται στις ταπερίες της όχθης θα σου έδινε την εντύπωση πως κάποτε αυτή η πόλη ήταν το σταυροδρόμι πολιτισμών. Ο Χοσέ μάς μιλούσε για την Κόρδοβα με τεράστια υπερηφάνεια, αλλά και με σεβασμό στην τεράστια Ιστορία της· και ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να τη δει κανείς αν δεν επισκεφθεί τη Μεθκίτα, τον καθεδρικό της Κόρδοβας, που λειτουργούσε και ως τζαμί. Ηταν ήδη απογευματάκι και τα χρώματα που αντικρίσαμε όταν μπήκαμε στον κήπο του καθεδρικού ήταν μαγευτικά. Ισως την επόμενη μέρα μπαίναμε και στο εσωτερικό του ναού-τζαμιού, αυτό θα το βλέπαμε. Ο χρόνος, πάντως, του Χοσέ δεν του επέτρεπε να συνεχίσει τη βόλτα του μαζί μας, καθώς έπρεπε να πάει στον κεντρικό σταθμό. Πριν φύγει, όμως, θέλησε να μας αποχαιρετήσει με έναν πολύ όμορφο τρόπο: με μια φωτογραφία. Βγήκαμε από τη βόρεια έξοδο της Μεθκίτα και κατευθυνθήκαμε προς ένα στενό δρομάκι γεμάτο λουλούδια, που δύσκολα θα το έβρισκε κανείς χωρίς τη βοήθεια κάποιου ντόπιου. Στα προβληματισμένα βλέμματα μας ο Χοσέ απάντησε το εξής:
«Αυτή είναι η Calleja de las flores, ο δρόμος των λουλουδιών. Κοιτάξτε πάνω από το κεφάλι σας!».
Γυρίσαμε το βλέμμα μας προς τα πίσω, στην κατεύθυνση του καθεδρικού, και το θέαμα ήταν εκθαμβωτικό· το καμπαναριό του καθεδρικού φαινόταν να είχε τυλιχθεί μέσα στα λουλούδια από το σημείο όπου βρισκόμασταν και για αυτό άλλωστε οι ντόπιοι ονόμασαν έτσι το δρομάκι. Βγάλαμε μια φωτογραφία για να απαθανατίσουμε τη στιγμή, αγκαλιαστήκαμε και ο Χοσέ έτρεξε για να προλάβει το τρένο του. Εμείς από εκεί απλά ανεβήκαμε στην ταράτσα ενός κοντινού ξενοδοχείου για να ξαποστάσουμε και να απολαύσουμε ξανά τη θέα του καθεδρικού.
Κάπως έτσι θα έκλεινε και η μέρα μας. Με ένα tinto de verano, το κρασί του καλοκαιριού, που δεν λείπει από κανένα ισπανικό απογευματινό τραπέζι, ατενίζοντας τη Μεθκίτα και συζητώντας αυτήν την απίστευτη σύμπτωση που μας συνέβη. Σε μια στιγμή ησυχίας χάθηκα στις σκέψεις μου και απλά φαντάστηκα ότι αυτή η συνάντησή μας με τον Χοσέ ίσως να είναι αυτό που η Κόρδοβα είχε υπάρξει για αιώνες: ένα σταυροδρόμι πολιτισμών και γλωσσών. Στην υγειά μας, λοιπόν! Το ταξίδι μας στην Ανδαλουσία είχε μόλις ξεκινήσει.