Για έκτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στο ταξίδι. Ταξίδι είναι η γνωριμία με έναν καινούργιο τόπο, είτε στη χώρα μας είτε στο εξωτερικό. Αποτελεί μια διαφυγή, μια δραπέτευση από την καθημερινότητα. Ο ταξιδιώτης γνωρίζει μαθαίνει συνομιλεί με ανθρώπους μαθαίνει νέα πράγματα και ανοίγει τους ορίζοντες της ζωής του. Ανθρωποι που έχουν ταξιδέψει έχουν μεγαλύτερη πείρα στην επίλυση των προβλημάτων και είναι πιο ευέλικτοι στους χειρισμούς τους.
Κάποτε οι συγγραφείς έγραφαν κατά παραγγελία ανέκδοτα διηγήματα σε εφημερίδες, περιοδικά και διαβάζονταν με μεγάλη αγάπη. Μετά επικράτησε η μόδα να γράφονται νουβέλες και μυθιστορήματα που γίνονταν βιβλία και τα αποκαλούσαν ταξιδιωτικά βιβλία. Ακόμη και σήμερα, που από την οθόνη μαθαίνουμε τόσα πράγματα, δεν έχουμε τη σχέση με αυτά που γράφει ο συγγραφέας και μας διηγείται. Είναι η γλώσσα της ψυχής που γοητεύει την ψυχή και αγκαλιάζει τη θέρμη της ύπαρξής μας.
Τριάντα επτά σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν και μας δροσίζουν με την πένα τους. Οι περιγραφές των ταξιδιών μέσα από τη γραφή αποκτούν μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα.
Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Επούπα

Η γωνία αυτή της αφρικανικής γης, όπως τρέχει δίπλα στα μάτια μας, μοιάζει πανάρχαια, μοιάζει γερασμένη. Το δέρμα της ρυτιδιασμένο, η επιφάνειά της είναι ξερή και σκασμένη από τον ανελέητο ήλιο. Κίτρινο, καφέ και γκρίζο το χρώμα της, βράχος η υφή της. Κι όμως υπάρχουν σημάδια ζωής κι αναζωογόνησης. Μικρά δεντράκια, ξερά και ανθεκτικά, στολίζουν τη σαβάνα.
Μερικά απ’ αυτά ανθίζουν. Ο κορμός τους είναι κοντός, γκρίζος και λείος και τα άνθη τους μικρά, λευκά με μια μικρή πινελιά του ροζ. Τα πιο όμορφα όμως απ’ τα παιδιά της αφρικανικής αυτής γης είναι τα μπαομπάμπ με τους χοντρούς κορμούς τους, την αγέρωχη στάση τους. Τα μπαομπάμπ φαίνονται από μακριά, ορίζουν το τοπίο, ομορφαίνουν τον ορίζοντα. Είναι ο σύντροφος του κάθε ταξιδιώτη σε αυτά τα μονοπάτια της απομακρυσμένης, βορειοδυτικής Ναμίμπια.
Ο δρόμος πάει βόρεια. Μερικά σπίτια διάσπαρτα που δεν σχηματίζουν καν χωριό. Μερικές κοιλάδες λίγο πιο πράσινες απ’ το υπόλοιπο τοπίο. Ελάχιστο το νερό, ελάχιστα τα ρυάκια, ελάχιστες οι πιθανότητες και οι δυνατότητες για να καλλιεργήσει κανείς κάτι εκεί. Ομως, ο κόσμος ζει απ’ τα βοσκοτόπια.
Οι άντρες λείπουν με τα κοπάδια. Εφηβοι και παιδιά ξεπετάγονται από την ερημιά της σαβάνας. Μερικές γυναίκες κουβαλούν δοχεία και πράγματα στο κεφάλι τους. Χαμογελούν. Ορισμένες είναι γυμνόστηθες και έχουν το σώμα τους καλυμμένο μόνιμα με μια κόκκινη λάσπη. Ανήκουν στη φυλή Χίμπα. Κάποιες άλλες φοράνε βαριά φορέματα που μάλλον προέρχονται από μια άλλη εποχή, σαν κυρίες της Γερμανίας, στα τέλη του 19ου αιώνα. Οχι, δεν είναι μια άσχετη παρατήρηση. Η φυλή Χερέρο, συγκεκριμένα οι γυναίκες της φυλής Χερέρο, αρέσκονται στο να φορούν αυτά τα εντυπωσιακά και βαριά φορέματα που προστατεύουν το σώμα τους απ’ την πάρα πολλή ζέστη αλλά και απ’ τις δύσκολες, ακραίες συνθήκες της ερημικής αυτής περιοχής.
Οι άνθρωποι περπατούν πολύ. Καμιά φορά εμφανίζονται ξαφνικά, από το πουθενά, σαν να είναι φαντάσματα που ξεπηδούν μέσα από την άγονη σαβάνα και φτάνουν στον δρόμο για να δουν τους περαστικούς, για να μετρήσουν τα ελάχιστα οχήματα ή για να συνεχίσουν το ταξίδι τους το οποίο καλύπτει πολλά χιλιόμετρα κάθε μέρα.
Ο δρόμος πάει βόρεια. Μερικές ελάχιστες καλύβες κτηνοτρόφων συγκεντρώνονται για να δημιουργήσουν ένα χωριό. Ενα χωριό των Χίμπα. Οι άντρες είναι σε μακρινά βοσκοτόπια. Οι γυναίκες, με την εξαιρετική τους κόμμωση, με την κόκκινη λάσπη, με τα πλούσια στήθη τους, χαμογελούν και χαιρετούν.
Ο δρόμος φτάνει στο τέλος του. Πιο πέρα δεν πάει. Είναι τα σύνορα εκεί. Είναι ο ποταμός. Είναι το βραχώδες τοπίο ενός φαραγγιού, από τα πιο όμορφα που μπορεί κανείς να δει στην Αφρική. Λίγα μέτρα πιο πέρα η Αγκόλα.
Μια σειρά από πράσινα φοινικόδεντρα και πολλά νεαρά μπαομπάμπ, μια μικρή όαση που σχηματίζεται παράλληλα με την κοίτη του ορμητικού ποταμού.
Ο ποταμός κατεβαίνει τα σκαλοπάτια του και αφρίζει. Ο ποταμός Κουνένε. Είναι κυανοπράσινος εκεί που ξαποσταίνει, γίνεται λευκός εκεί που βιάζεται και το νερό του πάντοτε δροσερό. Η όψη του αναζωογονεί και ξεκουράζει.
Δίπλα στην κοίτη του ποταμού ένα κοπάδι από κατσίκες κι ένας βοσκός ο οποίος δεν μιλάει, μόνο γνέφει. Μάλλον είναι μουγγός. Είναι το παιδί το οποίο έχει μείνει πίσω για να κάνει αυτές τις δύσκολες δουλειές του βοηθητικού κτηνοτρόφου.

Λίγο πιο εκεί, μια έφηβη με εξαιρετικό, πλατύ χαμόγελο, κατάλευκα δόντια, υπέροχο πλάσμα. Το στήθος της άγουρο και το δέρμα της σφιχτό, μερικά περιδέραια από καρπούς και μικρές χάντρες στον λαιμό της, το χρώμα της σκούρο, κοκκινωπό από τη λάσπη που της έμαθε η μάνα της να χρησιμοποιεί για να αποφεύγει τα κουνούπια, αλλά και για να ομορφαίνει. Μια χαρακτηριστική Χίμπα, μια χαμογελαστή κοπέλα, το πρόσωπο ολόκληρης της χώρας, το χαμόγελο της ημέρας, η χαρά της ζωής, η φρεσκάδα της εφηβείας.
Στέκεται για να φωτογραφηθεί δίπλα στα μικρά μπαομπάμπ, τα οποία σκύβουν πάνω από την απόκρημνη κοίτη του ποταμού, σαν να θέλουν να πιουν νερό.
Και λίγο πιο πίσω και λίγο πιο ψηλά μια ξύλινη εξέδρα, μια ξύλινη κατασκευή και ένας ξύλινος ήχος. Είναι το περπάτημά του. Είναι το πρόσθετο μέλος, το ξύλινο πόδι ενός βετεράνου αξιωματικού του νοτιοαφρικανικού στρατού. Τα λόγια του και οι ιστορίες που διηγείται τρέχουν σαν τα ορμητικά νερά του ποταμού :
– Το βλέπεις αυτό το μέρος; Γαλήνιο, άγριο, ήσυχο, ειρηνικό σήμερα. Βλέπεις τους βοσκούς, τα μικρά χωριά, τους κόκκινους βράχους και τα καταπράσινα φοινικόδεντρα; Σκέψου όλα αυτά να βρίσκονται κάτω από τη φωτιά των όπλων, στο έλεος της βίας των ανθρώπων. Ελικόπτερα απ’ τη μία πλευρά και ριπές που δεν προλάβαινε το μάτι σου να δει. Πυροβολικό απ’ την άλλη πλευρά και φωτιά που δεν προλάβαινε ο ουρανός να καθαρίσει. Αυτή την κόλαση έζησα εδώ τη δεκαετία του ‘70, όταν γινόταν ο πόλεμος που μας έφερε αντιμέτωπους εμάς, τους ξένους στην περιοχή, με τους Κουβανούς, που ήταν και αυτοί ξένοι. Εδώ ήταν η νοτιοδυτική Αφρική, από την άλλη πλευρά η Αγκόλα. Και τι μου έμεινε; Κάποιες φωτογραφίες, ένα άχρηστο όπλο, μερικά παράσημα και ένα ξύλινο πόδι. Χαίρομαι που έχει έρθει η ειρήνη. Χαίρομαι που μπορώ να βλέπω αυτό το τοπίο όπως θα έπρεπε να είναι πάντα : Γαλήνιο, φρέσκο και όμορφο. Αυτό το μέρος είναι μαγικό. Εγώ το έμαθα επειδή ήρθα εδώ για να κάνω πόλεμο. Εγώ το γνώρισα μέσα από μια μάχη, αλλά το αγάπησα ως απόμαχος. Το αγάπησα ως σύμβολο της δικής μου προσωπικής ειρήνης και δεν έχω σκοπό να φύγω ποτέ ξανά από εδώ.
Κοίταξε λίγο πιο πέρα! Τους βλέπεις τους καταρράκτες, σαν σκαλοπάτια; Το νερό αυτό φεύγει ορμητικό, χαράσσει τα βράχια, γεμίζει τις πηγές που δεν φαίνονται και πηγαίνει προς τα δυτικά, πηγαίνει προς τον Ατλαντικό ωκεανό.
Αυτός είναι ο ποταμός Κουνένε και αυτοί είναι οι καταρράκτες Επούπα. Ενα μέρος που δεν μπορεί κανείς να ξεχάσει, όταν το βλέμμα του το μεταφέρει και το κλειδώσει στο πολύτιμο κουτί των ταξιδιωτικών αναμνήσεων.
Ειδήσεις Σήμερα
- Ευαγγελία Ευσταθίου στον ΕΤ και στο Eleftherostypos.gr: Ο έρωτας δεν είναι απλός, ούτε ακίνδυνος
- Μαρία Κορινθίου: Το δώρο πολλών χιλιάδων ευρώ που δέχτηκε από τον Γιώργο Καραθανάση
- Γωγώ Μαστροκώστα: Οι διαφορετικές διακοπές που κάνει μετά τον δύσκολο χειμώνα που πέρασε
- Γιώργος Μαζωνάκης: Φωτογραφίες από τη μοντέρνα βίλα του τραγουδιστή στη Βούλα

