Για έκτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στο ταξίδι. Ταξίδι είναι η γνωριμία με έναν καινούργιο τόπο, είτε στη χώρα μας είτε στο εξωτερικό. Αποτελεί μια διαφυγή, μια δραπέτευση από την καθημερινότητα. Ο ταξιδιώτης γνωρίζει μαθαίνει συνομιλεί με ανθρώπους μαθαίνει νέα πράγματα και ανοίγει τους ορίζοντες της ζωής του. Ανθρωποι που έχουν ταξιδέψει έχουν μεγαλύτερη πείρα στην επίλυση των προβλημάτων και είναι πιο ευέλικτοι στους χειρισμούς τους.
Κάποτε οι συγγραφείς έγραφαν κατά παραγγελία ανέκδοτα διηγήματα σε εφημερίδες, περιοδικά και διαβάζονταν με μεγάλη αγάπη. Μετά επικράτησε η μόδα να γράφονται νουβέλες και μυθιστορήματα που γίνονταν βιβλία και τα αποκαλούσαν ταξιδιωτικά βιβλία. Ακόμη και σήμερα, που από την οθόνη μαθαίνουμε τόσα πράγματα, δεν έχουμε τη σχέση με αυτά που γράφει ο συγγραφέας και μας διηγείται. Είναι η γλώσσα της ψυχής που γοητεύει την ψυχή και αγκαλιάζει τη θέρμη της ύπαρξής μας.
Τριάντα επτά σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν και μας δροσίζουν με την πένα τους. Οι περιγραφές των ταξιδιών μέσα από τη γραφή αποκτούν μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα.
Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Εκδρομή στον Πάρνωνα

Στην Ελλάδα του ’50, ο περισσότερος κόσμος δεν γνώριζε καλά καλά τι θα πει τουρισμός. Την έλλειψη καταλυμάτων στην ύπαιθρο, ακόμη και στα πιο δυσπρόσιτα μέρη, κάλυπταν τα μοναστήρια. Οι γονείς μου, λάτρεις της φύσης και ενεργά μέλη ενός ορειβατικού συλλόγου με την επωνυμία «Ο Πάνας», είχαν πολλές φορές καταφύγει στους κόλπους τους. Το βράδυ, οι ορειβάτες μαζεύονταν στον κοιτώνα των γυναικών και ξενυχτούσαν με γέλια και καλαμπούρια. Στη Μονή Λουκούς, ο κύριος Π., ο αστείος της παρέας, που ήταν ταυτόχρονα και οδηγός του ημιφορτηγού που διέθετε ο σύλλογος, είχε φασκιώσει μια νταμιτζάνα κρασί και την είχε περάσει κάτω από τη μύτη της ηγουμένης, προσποιούμενος πως επρόκειτο για βρέφος.
Αυτά μέχρι τη χρονιά που ο πατέρας μου απέκτησε δικό του αμάξι, ένα Ντάτσουν, τύπου στέισον βάγκον. Τότε αποφάσισε να μας πάει οικογενειακώς εκδρομή στη γενέτειρα του πατέρα του, τη Σίταινα της ορεινής Κυνουρίας. Η επιθυμία του να γνωρίσει τα πάτρια θα πρέπει να ενισχύθηκε από το γεγονός ότι, την ίδια χρονιά, το μικρό αυτό χωριό είχε επιτέλους αποκτήσει δρόμο. Δεν θυμάμαι αν ξεκινώντας από την Αθήνα διανυκτερεύσαμε στη Μονή Μαλεβής ή σε κάποιο μικρό ξενοδοχείο στο Αστρος. Την επομένη, με τον αδελφό μου κι εμένα στο πίσω μέρος της καρότσας του στέισον, τον πατέρα μου στο τιμόνι και τους υπόλοιπους στα καθίσματα -μαμά, παππού και γιαγιά από τη μεριά της μητέρας μου- ξεκινήσαμε για το βουνό.
Αμόλυντος ο Πάρνωνας και η διαδρομή μαγική. Μετά τα πρώτα χωριά, η δημοσιά έδωσε τη θέση της σε φιδωτό χωματόδρομο, που όσο ανεβαίναμε γινόταν όλο και πιο δύσβατος. Οι πινακίδες, και μαζί τους οι σκεπαστές βρύσες, τα πηγάδια, οι πέτρινες γέφυρες και τα μαρμαράλωνα, λιγόστεψαν, μέχρι που εξαφανίστηκαν. Τα λαγκάδια διαδέχονταν ημιαλπικά οροπέδια και δάση με κέδρους, δρυς και έλατα· άλλα πανύψηλα κι άλλα νιόβγαλτα, λαμπερά σαν χριστουγεννιάτικα. Το μόνο ανθρώπινο αποτύπωμα: άδεια μαντριά και πέντε-έξι ασβεστοκάμινα που ακόμη κάπνιζαν. Σε ένα από αυτά, άνδρες μαυριδεροί με σκαμμένα πρόσωπα -ασβεστοκαρβουνιάρηδες τους έλεγαν τότε-, χρησιμοποιώντας μια ακατανόητη γλώσσα, βάλθηκαν να μας εξηγήσουν προς τα πού έπεφτε η Σίταινα. Στο τέλος άρχισαν να χειρονομούν, μα ο πατέρας μου δεν κατάφερε να εντοπίσει την κατεύθυνση στον χάρτη. Προφανώς, η συνεννόηση ήταν αδύνατη.
Μετά από άσκοπη περιπλάνηση σε δασικούς δρόμους χωρίς καμία σήμανση, συνειδητοποιήσαμε ότι όσο προχωρούσαμε τόσο περισσότερο απομακρυνόμασταν από τον προορισμό μας. Ηταν σαν να βυθιζόμασταν σε λαβύρινθο. Αφήναμε πίσω μια τοποθεσία και λίγο μετά ξαναβρισκόμασταν στην ίδια. Ακουσα τον παππού να ψιθυρίζει πως μάλλον δεν είχαμε ιδέα ούτε πού ήμασταν ούτε πού πηγαίναμε. Είχαμε αρχίσει να φοβόμαστε πως θα αφήναμε την τελευταία μας πνοή στο βουνό -είτε κάνοντας κύκλους είτε πέφτοντας θύματα λύκων-, όταν είδαμε ξαφνικά δύο νέους που μάζευαν ρετσίνι. Κάτι είπαν με τον πατέρα μου και -μετά από σύντομη ανάβαση- βρεθήκαμε μπροστά σε ένα επιβλητικό οικοδόμημα. Απέξω το κτίριο έμοιαζε ακατοίκητο· στο εσωτερικό του όμως υπήρχε τζάκι, μία μεγάλη κουζίνα και πολλά λουτρά. Ο πατέρας μου υπέθεσε πως επρόκειτο για το Καταφύγιο της Δασικής Υπηρεσίας της Σπάρτης. Δεν θυμάμαι αν στους θαλάμους είχε κρεβάτια ή κουκέτες. Από την υπερυψωμένη βεράντα είδαμε έναν ουρανό κατάστικτο από τα φώτα του σύμπαντος.
Η επόμενη μέρα αποδείχτηκε ακόμη πιο περιπετειώδης. Αντί για τη Σίταινα, που βρισκόταν βόρεια και δεν απείχε παρά ελάχιστα από το Καταφύγιο, στραφήκαμε νότια και φτάσαμε βράδυ στον Αϊ- Βασίλη. Δεύτερη νύχτα στο βουνό, σκοτάδι, πίσσα. Στο άκουσμα του αυτοκινήτου, κάτοικοι του χωριού -γυναίκες και άνδρες, νέοι, γέροι κι ένα τσούρμο παιδιά, καμιά εκατοστή, ίσως και περισσότεροι- συγκεντρώθηκαν στην πλατεία. Κρατώντας αναμμένους δαυλούς και κεριά, έκαναν κλοιό γύρω από το αμάξι και μας περιεργάζονταν με πρόσωπα αγριεμένα. Ο πρόεδρος του χωριού διέταξε τον πατέρα μου να τον ακολουθήσει και ειδοποίησε με τον ασύρματο τη Χωροφυλακή.
«Τι δουλειά είχατε εδώ και τι επιδιώκατε; Μήπως να ξεσηκώσετε το χωριό εναντίον της Επαναστάσεως;». Η υπόθεση ήταν σαφώς κωμική, αλλά ο πατέρας μου -παλιός αντάρτης και ΕΑΜίτης, με φάκελο στην Ασφάλεια- έγινε κάτασπρος. «Μα, θα ερχόμουν βραδιάτικα να ξεσηκώσω ένα χωριό κουβαλώντας μαζί μου παιδιά και πεθερικά;». Αυτό με τα παιδιά και τα πεθερικά φαίνεται πως έπιασε. Ο πρόεδρος χαλάρωσε. Μας έδωσε μερικές βελέντζες από τραχύ μαλλί και κοιμηθήκαμε στρωματσάδα στο ισόγειο ενός πυργόσπιτου, που έμοιαζε περισσότερο με οχυρό. Την επομένη οργάνωσε ένα μεγάλο τραπέζωμα στην πλατεία του χωριού για το καλωσόρισμα.
Ηταν Ιούλιος του 1967. Εκτοτε, δεν υπήρξε μέρος στην Κυνουρία που να μην το οργώσουμε με το Ντάτσουν. Αστρος, Τυρός, Λεωνίδιο, Αγιος Πέτρος, Μονή Μαλεβής, Μονή Ελώνης… Επισκεφτήκαμε γνωστά και άγνωστα τοπόσημα της περιοχής, μα ποτέ δεν φτάσαμε στη Σίταινα.
Εξήντα χρόνια μετά, στην επίσημη ιστοσελίδα της Περιφέρειας, διαβάζω για τον Πάρνωνα, εκεί όπου «ο οδοιπόρος, από όποιο σημείο κι αν ξεκινήσει, θα καταλήξει στο ίδιο»∙ μαθαίνω για την Κεφαλληνιακή Ελάτη (Abies Cephalonica), τη Μαύρη Πεύκη (Pinus Nigra), το δάσος των δενδρόκεδρων (Juniperus drupacea)*∙ βλέπω την πλατεία και τον πύργο που μας φιλοξένησε στον Αϊ-Βασίλη, με τις οχυρώσεις, την καταχύστρα και τον γωνιακό κυλινδρικό πυργίσκο∙ παρακολουθώ σε βίντεο τον τελευταίο ασβεστοκαρβουνιάρη να περιγράφει με συγκίνηση το κουβάλημα του ξύλου και της μαύρης πέτρας, την αγωνία για τη φωτιά που έπρεπε να παραμείνει αναμμένη για τουλάχιστον εκατόν είκοσι ώρες, προκειμένου να φτιαχτεί ο ασβέστης.
Πληροφορούμαι πως ασβεστοκάμινα υπήρχαν κυρίως στην Καστάνιτσα και τη Σίταινα∙ κοιτίδες της Τσακωνιάς, με παράδοση από την εποχή του Βυζαντίου∙ γνωστές για τους δεινούς μαστόρους τους και τη συμμετοχή τους στον αγώνα του ’21.
*Το δάσος των δενδρόκεδρων, μοναδικό στην Ευρώπη, έχει χαρακτηριστεί ως μνημείο της φύσης και έχει ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000.
Ειδήσεις Σήμερα
- Το τελευταίο αντίο στον Δημήτρη Κωνσταντάρα – Δείτε φωτογραφίες από το Α’ Νεκροταφείο
- Νέα ένταση στη Μονή Σινά: Οι πραξικοπηματίες μοναχοί προσπαθούν πάλι να εισβάλουν
- Λήμνος: Πυροβόλησε με καραμπίνα μετά από καβγά για ζημιά στο δίκυκλό του
- Δημήτρης Κωνσταντάρας: Η άγνωστη ιστορία που έμαθε ο γιος του, Λάμπρος μετά τον θάνατό του
- Αποκάλυψη FT: Όλο το σχέδιο για τη μεταπολεμική Ουκρανία – Εγγυήσεις ασφαλείας από τις ΗΠΑ με υποστήριξη του εναέριου χώρου και πληροφορίες

