– Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί το βιβλίο «Βασιληάς της Ασίας» από τις εκδόσεις Οδός Πανός;
Η διαδρομή των δέκα ετών προεργασίας που απαιτήθηκε για την ολοκλήρωσή του. Αν και πάλι αιωρείται η αβεβαιότητα του αποτελέσματος. Εύπλαστη ύλη η δημιουργία, που κατά τη διάρκεια της ζύμωσης ξεγλιστρά από το άνοιγμα των δακτύλων, απαιτώντας αλλαγή πλεύσης, ακόμη και στόχου, με αβέβαιη επιτυχία.
– Ο τίτλος «Βασιληάς της Ασίας» είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
Στον τίτλο θα έπρεπε να υπήρχε ερωτηματικό, δηλώνοντας τον δισταγμό, την αβεβαιότητα της ύπαρξης ακόμη και του συγγραφέα. Αλλά αυτό το εναποθέτω στη δημιουργική συμμετοχή του καλοπροαίρετου αναγνώστη. Που θα έπρεπε κανονικά «να αγαπήσει τον ήρωά μου, να τον ευσπλαχνιστεί».
– Το βιβλίο αναφέρεται στον Γιώργο Χειμωνά. Τι σημαίνει για εσάς η γνωριμία με τον συγγραφέα;
Σημαίνει, σε ό,τι αφορά την ερωτευμένη ηρωίδα Θαυμασία, θαυμασμός -διόλου τυχαίο το μυθοπλαστικό όνομά της- απέναντι στην ύπαρξή του, δέος στο δαιδαλώδες της γραφής του, ανεκπλήρωτος παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες έρωτάς της, ανέγγιχτος πόθος, έλξη, απώθηση, απόρριψη, υποσχέσεις, φυγή, επιστροφή, ελεημοσύνη, οβολός απόγνωσης, αιφνίδιος θάνατος.
– Ο Χειμωνάς γεννήθηκε στην Καβάλα και την επισκέφθηκε σε μια παρουσίαση. Τι συνέβη τότε και πότε έλαβαν χώρα όλα αυτά;
Καλεσμένος από τον Σύνδεσμο Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Βορείου Ελλάδος, σε μια προσπάθεια προσέγγισης του έργου του, επισκέφθηκε το 1999 την πόλη μας, συνοδευόμενος από μία πλειάδα εντοπίων ομότεχνών του, εντεταλμένων να ομιλήσουν για το έργο του. Αυτός ο πρωτόγνωρος συνωστισμός διανοουμένων της γραφής ονομάστηκε από τους γηγενείς «Το πούλμαν της χαράς», τίτλος που υιοθέτησε σύσσωμος ο τοπικός και πανελλήνιος Τύπος. Αυτό διότι ο «Θίασος» των συγγραφέων, εκμεταλλευόμενος την άνοδό του στον Βορρά, επισκέφθηκε σταδιακά όλες σχεδόν τις πόλεις του χώρου.

– Ποιες άλλες πόλεις επισκέφθηκε ταυτόχρονα ο Χειμωνάς;
Αρχίζοντας από τo ακριτικό «Διδυμότειχο blues / τρύπα στη γεωγραφία / του παράλογου η θητεία / αγχωμένη μαλακία», από όπου άρχισαν όλα τα ανατρεπτικά ολέθρια γεγονότα, κατηφόρισε στην παραθαλάσσια Αλεξανδρούπολη. Στη συνέχεια μετακόμισε στην Κομοτηνή-Γκιουμουρτζίνα του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης. Στην ερωτική Ξάνθη, φωτογραφισμένος έξω από την πορτάρα του Δημαρχείου. Στην πόλη των νερών της Αγίας Βαρβάρας και των ποιητών, Δράμα. Στην πόλη των τριών θαλασσών και του Μοχάμετ Αλή, Καβάλα.
– Ποιοι συγγραφείς ήρθαν μαζί του;
Πλήθος συγγραφέων -και όχι μόνο- είχαν προσφερθεί να συνοδεύσουν στην περιπλάνησή του τον πρίγκιπα των γραμμάτων Χειμώνα: Θεολόγος Ρήτορας, Δημήτριος Βασιλειάδης, Αναστάσιος Καμπουράκης, Ανδρέας Παταριάς, Ευδοκία Φανερωμένου, Ευτυχία Λοϊζά, Γραμματική Λεοντάρη, Πουλχερία Ιορδάνου. Η του υπουργείου Πολιτισμού Ζωή Αρμάγου. Εκδότες εκδοτικών οίκων των Αθηνών.
– Στο μυθιστόρημα διακρίνουμε ότι ο Χειμωνάς ήθελε να επιστρέψει και να περάσει τα τελευταία χρόνια του στην Καβάλα. Πραγματοποίησε αυτήν την επιθυμία του;
«Να επέστρεφα στην Καβάλα!» ευχόταν ο ποιητής. «Εδώ να περνούσα τα τελευταία χρόνια της ζωής μου. Για τίποτα άλλο άξιος δεν είμαι, για τίποτα ικανός». Επιθυμεί να τελειώσει εδώ, «να μην ακουστεί η φωνή του από κανέναν». Παρά μόνο από τους καινούργιους φίλους του σ’ αυτήν την πόλη, που τους πίστεψε απ’ την αρχή: Είχε ανάγκη να τους πιστέψει. Μέσα απ’ αυτήν την πίστη φλέγεται να τον θαυμάσουν έως παροξυσμού, να τον ερωτευθούν μέχρις αφανισμού. Ζητιανεύει την αγάπη τους. Επιθυμεί να τους εκμυστηρευτεί το πάθος του για την πόλη όπου γεννήθηκε. Την επιθυμία της επιστροφής. Να τους αφηγηθεί τη σκοτεινή περιπέτεια της ζωής του απ’ την αρχή. Τέλος, να τους αφηγηθεί τις τέσσερις αισθήσεις της πρώτης του ζωής: τη Φαντασμαγορία, τον Φόβο, τον Ερωτα, τον Κλέφτη. Το σπίτι του ήταν απέναντι από το Ιμαρέτ και από το μεγάλο παράθυρο της κάμαράς του έβλεπε το λιμάνι, τη θάλασσα. Κυρίως πρόσεχε τις βάρκες. Τα πλαγιασμένα ακίνητα σώματά τους λικνίζονταν ελαφριά, με ένα ήμερο χορτασμένο άφημα επάνω στα στερεά βαθιά νερά. Αισθανόταν τη διαρκή, ατελείωτη ηδονή που ρουφούσαν από τη θάλασσα, μέχρι να σαπίσουν και να πεταχθούν ψόφιες στην ακτή οι βάρκες. Κάρφωνε τα μάτια κάτω και τίποτα άλλο δεν μπορούσε να δει, παρά μια κουκίδα από ολόκληρο τον κόσμο και τίποτα πιο εκεί, και σαν να έχει ανεπανόρθωτα απολεσθεί η προσοχή του «προς τη θέα της ζωής». Αυτή τη θέα αναζήτησε, όταν προσποιούταν πως ψάχνει σπίτι στη συνοικία όπου γεννήθηκε, για να μείνει τάχα εδώ στην πόλη του! «Ψάχνω», έλεγε, «το σπίτι των παιδικών μου χρόνων. Εδώ γεννήθηκα στις 17 Μαρτίου. Η ανάμνηση του πατρικού μου σ’ αυτήν την πόλη είναι ό,τι έχω και δεν έχω. Από εδώ ξεκινά η βιογραφία μου. Ξεκινά από έναν ανυπολόγιστο παιδικό χρόνο και είναι η βιογραφία της όρασής μου. Η ιδιότητά μου του συγγραφέα ζυμώθηκε μ’ αυτήν την ιδιότητα, έγινε ένα με μια διαρκή, αυθόρμητη προσοχή, να προσέχω τους ανθρώπους. Την έσχατη λεπτομέρεια των σωμάτων, το πρόσωπό τους. Εμάντευα πολλά δωμάτια ευρύχωρα και ψηλοτάβανα και παντού υπήρχε κόσμος πολύς. Πίσω από σκοτεινές σκάλες εκούρνιαζαν οικογένειες προσφύγων. Είμαι ο πιο αδικημένος που γεννήθηκε στον κόσμο», παραληρούσε. «Κανείς στον κόσμο δεν υπάρχει όσο εγώ». Η Θαυμασία θέλει να τον αγαπήσει, έτσι αδικημένο και άστεγο. Του προτείνει να τον πάρει στο σπίτι της. Μέχρι να βρει το κρυμμένο πατρικό του. «Ελάτε», επιμένει, «δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα». Σιωπή. Ούτε ναι ούτε όχι. Οπως συμβαίνει στην ασάφεια.
– Μέσα από τον Γιώργο Χειμωνά και το έργο του γράφετε το μυθιστόρημα. Πώς καταφέρνετε να ισορροπείτε μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας;
Σε παρόμοιες περιπτώσεις, η πραγματικότητα των γεγονότων τροφοδοτεί τη φαντασία και τούμπαλιν. Απαιτητική στην ακρίβειά της η πρώτη, ελεύθερη η δεύτερη να καλπάσει. Ο καλπασμός της να δημιουργήσει τρικυμίες του χαμού ή γαλήνια νερά των αγγέλων. Το σωστό λογοτεχνικό ζύγισμα φέρει την ιαματική κάθαρση του τέλους. Μέσα από το μέχρι σήμερα έργο μου με χαρακτήρισαν «κατ’ εξοχήν συνειδητό συγγραφέα». Τα ονειρώδη και φανταστικά στοιχεία των αφηγημάτων μου δεν είναι ποτέ ακατέργαστα προϊόντα που αλιεύονται από το συμβολικό πέλαγος του ασυνείδητου. Είναι απόσταγμα μιας βασανιστικής και βασανισμένης προσπάθειας, αυστηρής και προγραμματισμένης.