
Διακεκριμένο από κριτικούς και βραβευμένο με το McIlvanney Prize, το «ΧΑΪΝΤ» δεν είναι απλώς ένα αστυνομικό μυθιστόρημα – είναι ένα ταξίδι στις πολυπλοκότητες της ανθρώπινης αντίληψης, της ηθικής και των λεπτών ορίων μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Σήμερα συνομιλούμε με τον Graig Russell για να αποκαλύψουμε την έμπνευση, τις προκλήσεις και τα μυστικά πίσω από αυτό το ανατριχιαστικό αριστούργημα.
Ο πρωταγωνιστής σας βιώνει δύο πραγματικότητες λόγω μιας νευρολογικής πάθησης. Πώς ισορροπήσατε ανάμεσα στον ψυχολογικό ρεαλισμό και τον γοτθικό τρόμο στη διαμόρφωση της διπλής ύπαρξης του Εντουαρντ Χάιντ;
Αυτό είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες προκλήσεις όταν ξαναπιάνεις τον γοτθικό τρόμο από μια σύγχρονη οπτική. Η κλασική γοτθική λογοτεχνία αναπτύχθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την εξελισσόμενη κατανόηση του ανθρώπινου νου. Εκείνη την εποχή περάσαμε από την πεποίθηση ότι η «τρέλα» προκαλούταν από δαιμονική κατοχή σε μια πιο βαθιά και συμπονετική επιστημονική κατανόηση της ψυχικής ασθένειας. Αυτό που προσπάθησα να κάνω με τον Χάιντ ήταν να συνδυάσω όσα γνωρίζουμε σήμερα για τις νευρολογικές διαταραχές, ώστε να δημιουργήσω μια ψυχολογία που να δίνει μια αξιόπιστη εξήγηση για τις εμπειρίες του – και ταυτόχρονα να δώσω μια νέα ματιά στον χαρακτήρα του. Υπάρχουν ακόμα «δαίμονες» που κρύβονται στο ανθρώπινο μυαλό, μόνο που είναι παθολογικοί και όχι πνευματικοί. Και παραμένουν εξίσου τρομακτικοί.
Κάποιες κριτικές λένε ότι ο «Xάιντ» συνδυάζει το ύφος του Στίβεν Κινγκ με εκείνο του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον. Πώς φέρατε τον κλασικό τρόμο μέσα στη δική σας σύγχρονη αφήγηση;
Οι άνθρωποι εξακολουθούν να έλκονται από ιστορίες για το «άλλο», για το άγνωστο που τρομάζει, καθώς και για την εποχή του Στίβενσον, του Στόουκερ ή της Σέλεϊ. Νομίζω ότι, όταν γίνεται σωστά, ο τρόμος αγγίζει τα βαθύτερα ένστικτα, τις ανασφάλειες και τους φόβους μας. Είναι το πιο ψυχολογικό από τα λογοτεχνικά είδη. Ο τρόμος, ως είδος, πέρασε μια περίοδο παρακμής, κι έτσι βρήκαμε τα «τέρατά» μας στο αστυνομικό και στην επιστημονική φαντασία. Ομως, ειλικρινά πιστεύω ότι οι ανακαλύψεις σε τομείς όπως η Νευρολογία και η Κβαντική Φυσική ανοίγουν νέες δυνατότητες για εξερεύνηση στον τρόμο, όπως τον 19ο αιώνα ο γαλβανισμός ενέπνευσε τη Σέλεϊ και οι ψυχολογικές και εξελικτικές θεωρίες ενέπνευσαν τον Στίβενσον. Ενδιαφέρον έχει ότι ο «Xάιντ» βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε διαδικασία μεταφοράς στην τηλεόραση και είναι συναρπαστικό να βλέπω πως η ιστορία προσαρμόζεται στις προσδοκίες του σύγχρονου κοινού.

Το Εδιμβούργο μοιάζει να λειτουργεί ως χαρακτήρας στο βιβλίο. Τι σας τράβηξε να τοποθετήσετε την ιστορία στην πόλη του Στίβενσον και πώς αξιοποιήσατε την ατμόσφαιρά της για να ενισχύσετε την αφήγηση;
Το Εδιμβούργο είναι μία πανέμορφη πόλη, γεμάτη ιστορία. Η «Αθήνα του Βορρά» υπήρξε η καρδιά του Σκωτικού Διαφωτισμού. Ομως, όσο καμία άλλη πόλη που μπορώ να σκεφτώ, έχει μια διχασμένη προσωπικότητα. Η Παλιά Πόλη και η Νέα Πόλη του Εδιμβούργου μοιάζουν με εντελώς διαφορετικές πόλεις. Είναι η πρωτεύουσα της Σκωτίας, αλλά, ειδικά την εποχή του Χάιντ, παρουσίαζε τον εαυτό της ως προπύργιο της «βρετανικότητας». Αυτή η διχοτόμηση διαπνέει όλο το έργο του Ρ.Λ. Στίβενσον – μπορεί να έβαλε την ιστορία του «Δρος Τζέκιλ και κύριου Χάιντ» στο Λονδίνο, αλλά είναι ένα αφήγημα 100% εμπνευσμένο από το Εδιμβούργο και τη διπλή του προσωπικότητα. Ως Σκωτσέζος, μεγάλωσα με τον Στίβενσον σαν μια τεράστια φιγούρα στο πολιτισμικό μου υπόβαθρο. Και, επίσης ως Σκωτσέζος, έχω συνείδηση αυτής της μοναδικής «Καληδονιανής αντισύζυγης» (υπέροχη ελληνική λέξη!), που περιγράφει την ικανότητα των Σκωτσέζων να κρατούν στο μυαλό τους δύο εντελώς αντιφατικές ιδέες χωρίς γνωστική δυσαρμονία. Αυτή η «αντισύζυγη» ενέπνευσε τον Στίβενσον να γράψει την ιστορία του και ενέπνευσε κι εμένα να γράψω τη δική μου. Και το Εδιμβούργο βρισκόταν πάντα στην καρδιά αυτής της ιστορίας.
Η κελτική τελετουργία του Τριπλού Θανάτου είναι κεντρικό στοιχείο των φόνων. Τι σας ενέπνευσε να υφάνετε αυτό το μυθολογικό μοτίβο σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα;
Ζω στα σκωτικά Χάιλαντς, σε έναν τόπο βουτηγμένο στην Ιστορία, στον μύθο και τον θρύλο. Είναι κυριολεκτικά κομμάτι της καθημερινότητάς μου. (Στο χωριό όπου μένω μπλοκαρίστηκε μια οικοδομική ανάπτυξη επειδή θα απαιτούσε την αφαίρεση μίας «νεραϊδόπετρας» και θα θύμωνε τις νεράιδες.) Ετσι, ο μύθος και ο θρύλος βρίσκονται παντού γύρω μου και νιώθω τα αποτυπώματα των αρχαίων στα μονοπάτια όπου περπατώ.
Ο Τριπλός Θάνατος είναι ένα αρχαίο παγανιστικό κελτικό τελετουργικό – στην πραγματικότητα πρόκειται για μια τελετή που φτάνει πίσω, μέχρι την Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή εποχή, και εμφανίζεται ακόμα και στην ελληνική μυθολογία, όπου πιστεύεται ότι χρησιμοποιούταν για να εξευμενίσει τις Ερινύες. Το «μοτίβο» του Τριπλού Θανάτου μού έδωσε τη δυνατότητα να συνδέσω τη βικτωριανή εποχή του Εδιμβούργου με ένα βαθύ ιστορικό και πολιτισμικό υπόβαθρο.
«Το μυθιστόρημα κέρδισε το βραβείο McIlvanney το 2021. Τι πιστεύετε ότι είναι αυτό που έκανε τον «Χάιντ» να αγγίξει τόσο έντονα κριτικούς και αναγνώστες;
Στον πυρήνα του βιβλίου βρίσκεται το ζήτημα της ταυτότητας και της διπλής φύσης του ανθρώπου – ένα θέμα που εξακολουθεί να συναρπάζει, όπως συνέβαινε και στην εποχή του Στίβενσον. Ολοι μας, λίγο-πολύ, αναγνωρίζουμε στον εαυτό μας στοιχεία «Τζέκιλ και Χάιντ». Η διττότητα είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης και μας έλκει, αλλά ταυτόχρονα μας φοβίζει. Νομίζω πως αυτή η ιστορία άγγιξε ακριβώς αυτό το κοινό βίωμα· βρήκε τα «σωστά κουμπιά» στους αναγνώστες – κι εγώ δεν μπορώ παρά να χαίρομαι γι’ αυτό!
Στην ιστορία σας ο Εντουαρντ Χάιντ είναι φίλος με τον πραγματικό συγγραφέα Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον. Πώς εντάξατε έναν ιστορικό χαρακτήρα σε ένα μυθοπλαστικό θρίλερ;
Η ιδέα αυτή υπήρχε από την αρχή της δημιουργίας του βιβλίου. Ξεκίνησα αναρωτώμενος: «Τι θα γινόταν αν ο Στίβενσον είχε βασίσει τον χαρακτήρα του Χάιντ σε κάποιον που πραγματικά γνώριζε;». Από εκεί η ιστορία αναπτύχθηκε φυσικά και ο τρόπος αυτός φάνηκε ο πιο φυσικός και οργανικός για να ξεκινήσει η αφήγηση.

