Η αρχική δυσπιστία των εφημερίδων απέναντι στο φαινόμενο, δεν οφειλόταν τόσο στη διαφωνία τους για τα βίαια μέσα επιβολής του όσο περισσότερο στην αντίθεσή τους με την αρνητική στάση της Ιταλίας στα εθνικά ζητήματα της Μικρά Ασίας και των Δωδεκανήσων.
Η πρώτη απόπειρα δημιουργίας ελληνικού φασιστικού πυρήνα υπό τον Αρίστο Καμπάνη, τον Ιούλιο του 1922, αντιμετωπίστηκε με χιούμορ από το φιλελεύθερων αρχών «Ελεύθερον Βήμα» των ημερών: «Με τον κατά παραγγελίαν φασισμόν, πρόκειται να τρομάξουν μόνον τα μωρά παιδιά τα θορυβούμενα από την απειλήν του μπαμπούλα».

Γοητεία
Σταδιακά όμως η αυταρχική συμπεριφορά του Μπενίτο Μουσολίνι γοήτευσε την εφημερίδα που φιλοξένησε πολλές φορές άρθρα του Ιταλού δικτάτορα. Στο ίδιο κλίμα ανήκουν πολλά δημοσιεύματα των εφημερίδων «Ακρόπολις», «Σκριπτ», «Η Βραδυνή», τα οποία εκθειάζουν τα καθεστώτα Χίτλερ και Μουσολίνι, με τους τελευταίους να προβάλλονται ως λαοπρόβλητοι ηγέτες, ικανοί να βγάλουν τις χώρες τους από την οικονομική και κοινωνική παρακμή.
Οι συνεχείς αναφορές των ελληνικών εφημερίδων της περιόδου περί «επιτυχούς ανοικοδόμησης της Ιταλίας» από τον Μουσολίνι που «έσωσε την χώρα του από την αναρχία και την ανυποληψία», συνετέλεσαν στην ανάπτυξη αρκετών φασιστικών ομάδων που διέθεταν δικό τους έντυπο λόγο. Το Κόμμα Εθνικής Αναδημιουργίας (ΚΕΑ) είχε ως δημοσιογραφικό όργανο την εφημερίδα «Λαϊκή Πυγμή» που, με άρθρα όπως το παρακάτω, στρεφόταν κατά του κοινοβουλευτισμού και υπέρ της εξάλειψη του παλαιοκομματισμού: «Η Πατρίς ευρίσκεται εν κινδύνω. Τα παλαιά κόμματα διά της αντιπατριωτικής των πολιτικής έχουν φέρει ταύτην εις το χείλος του τάφου. Ολίγον ακόμη εάν εξακολουθήσει η κατάστασις αυτή, η Πατρίς μας θα έχει τελείως καταστραφεί. Τα παλαιά κόμματα χωρισθέντα εις δύο στρατόπεδα, τα οποία διακρίνει μίσος άσβεστον, αποβλέπουσιν εις εν και μόνο, εις το πώς το εν θα εξοντώσει το άλλο, αδιαφορούντα επί του εάν διά της τάσεώς των πρόκειται να οδηγήσουν την Πατρίδα μας εις τον αλληλοσπαραγμόν και την παντελή καταστροφή». Αρθρογράφος του εντύπου ήταν και ο Ιωάννης Ριζόπουλος, ιδρυτής του γνωστού αθηναϊκού προαστίου της Ριζούπολης.

Aντισημιτική ρητορεία
Η οργάνωση «Σιδηρά Ειρήνη» διέθετε την εβδομαδιαία εφημερίδα «Εγερσις» και τη «Λαοκρατία», η Οργάνωση Εθνικοφρόνων Σοσιαλιστών (ΟΕΣ) – Τρίαινα τη δεκαπενθήμερη εφημερίδα «Εθνικοσοσιαλιστής», το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Γεωργίου Μερκούρη (θείος της Μελίνας Μερκούρη) την ημερήσια «Εθνική Σημαία», ενώ η Εθνική Ενωσις Ελλάς (ΕΕΕ) τη «Δράση», με έδρα στη Θεσσαλονίκη και έντονη αντισημιτική ρητορεία: «Κατά τας εκλογάς του 1915 οι Εβραίοι εψήφισαν τον συνδυασμόν του Δημήτρη Γούναρη και έδωκαν εις το Λαϊκόν Κόμμα 18 βουλευτάς περισσότερους, αφαιρέσαντες αυτούς από τον Βενιζελισμόν. Δεν ανεχόμαστε το μέλλον και η τύχη της Ελλάδος, να ρυθμίζεται με εβραϊκάς ψήφους αίτινες πάντοτε έχουν ύποπτα ελατήρια και δεν ελαύνονται βεβαίως από αγάπην προς την ελληνική πατρίδα».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν και οι ημερήσιες εφημερίδες «Κράτος» και «Νέο Κράτος», που αποτελούσαν όργανο και φιλολογικό βήμα της Οργάνωσης Εθνικών και Κοινωνικών Κατευθύνσεων (ΟΕΚΚ). Οι εφημερίδες αυτές, αφού πρώτα υπέσκαπταν το κοινοβουλευτικό σύστημα ως σαθρό και ξεπερασμένο, παράλληλα εκθείαζαν τις «επιτυχίες» του χιτλερικού καθεστώτος χαρακτηρίζοντας «φαντασιοπληξίες» τις εβραϊκές ανησυχίες για τις ναζιστικές διώξεις: «Σήμερα η Γερμανία έχει πολλούς εχθρούς που τρέμουν την λαϊκή της ενότητα και την παραδειγματική της πειθαρχία. Η εναντίον της προπαγάνδα δρα με παραδειγματικήν επιδεξιότητα».
Η εναντίον της Γερμανίας ρητορική εκπορευόταν από μυστικά κέντρα με: «…ομοιόμορφα κλισέ μεταφρασμένα σε κάθε γλώσσα. Ενα μήνα ακριβώς πριν από το δημοψήφισμα του Σάαρ πατήθηκε το κουμπί και σαν διά μαγείας ξαπλώθηκαν στον παγκόσμιο Τύπο οι εβραϊκές φαντασιοπληξίες, τα όνειρα θερινής νυχτός των Ιακών και Ααρώμ, Γκολστάιν και Σίλμπερμεργκ που μέχρι συντελείας των αιώνων θα θέλουν να εκδικηθούν τη Γερμανία που ετάραξε την αποσυνθετική των εις τον κόσμον εργασίαν».

Διαλέξεις
Οι σελίδες της ίδιας εφημερίδες φιλοξενούσαν συχνά διαλέξεις και άρθρα-παραληρήματα της ποιήτριας και συγγραφέως Σίτσας Καραϊσκάκη, η οποία υποστήριζε ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός ήταν «πρωτόγονος» και αναπτύχθηκε από «άριο αίμα»: «Οποιος ανοίξει σήμερον μιαν ελληνικήν εφημερίδα ή εν περιοδικόν ή ακούσει διάλεξιν διδομένην εις την Ελλάδα, συναντά συχνότατα επιστημονικάς μελέτας περί των προβλημάτων της φυλής, αι οποίαι αποδεικνύουν εν τέλει πάντοτε ότι βόρειον αίμα ρέει εις τας φλέβας των Ελλήνων. Ο ελληνικός πολιτισμός ανεπτύχθη από άριον αίμα. Κατέβαλε και εκάλυψε τον πρωτόγονον ελληνικόν πολιτισμόν της Κρήτης και των Μυκηνών. Οι Ελληνες και οι Γερμανοί έχουν κοινή καταγωγή. Τους συνδέει κοινή φυλή, κοινόν αίμα. Δεν είναι τυχαίον το γεγονός ότι η σβάστικα εγεννήθη εις την Ελλάδα. Ούτε είναι τυχαίον το γεγονός ότι και σήμερον είναι αύτη σύμβολον της προοδευτικής νεολαίας της Ελλάδος όπως και της Γερμανίας».

Ο εκδότης της «Εσπερινής»
Ξεχωριστή είναι η περίπτωση του Αλέξανδρου Γιάνναρου, ηγέτη της Οργάνωσης Ελλήνων Εθνικιστών (ΟΕΕ), που μετέτρεψε την κορυφαία, κυκλοφοριακά, εφημερίδα «Εσπερινή», που έβγαζε ο πατέρας του, Πέτρος, σε όργανο του κόμματος και των φιλοδοξιών του. Ο Αλέξανδρος Γιάνναρος έκανε μέσα από τις σελίδες της πετυχημένης εφημερίδας, σκληρότατο αγώνα αρχικά κατά των Βενιζέλου-Πλαστήρα, αλλά στην πορεία κατά όλου του κοινοβουλευτικού συστήματος, που χαρακτήριζε ως ελαστικό, σάπιο, διεφθαρμένο, βουτηγμένο στα σκάνδαλα και τη σήψη, απόψεις που έμοιαζαν να δικαιώνονται μετά τη χρεοκοπία του 1932. Ο λόγος του ήταν συνεχώς οξύτερος, επιθετικός και βαθιά διχαστικός, διαμορφώνοντας μια νέα γραμμή φανατικής στράτευσης ενάντια σε κάθε τι αστικό, συντηρητικό, παρωχημένο και, κατά τη γνώμη του, αδιέξοδο.
Μόνη λύση, κατά τον Γιάνναρο, η στροφή στον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό-ναζισμό, η άρνηση του οποίου να πληρώσει τις πολεμικές αποζημιώσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αποτέλεσε «ιδεολογική παντιέρα» για τον δρόμο που θα έπρεπε να ακολουθήσει η Ελλάδα: «Ημείς, οι πολίτες της πτωχής αυτής χώρας, η οποία διέρχεται τραγικάς στιγμάς, έχομεν υποχρέωσιν να στρέψωμεν το βλέμμα προς την Γερμανίαν ίνα εξ αυτής αντλήσωμεν σοφά διδάγματα. Είμεθα και ημείς ένας λαός ΔΟΥΛΟΣ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΟΚΟΓΛΥΦΩΝ ΤΗΣ ΔΥΣΕΩΣ», θα αναφέρει σε κύριο άρθρο του ο Γιάνναρος το 1932.
Παρά την άλλοτε υποστήριξη και άλλοτε ανοχή που έδειξε ο ελληνικός Τύπος στην εξάπλωση των φασιστικών-ναζιστικών φαινομένων και πρακτικών, η δικτατορία Μεταξά και η τριπλή Κατοχή δεν άφησε περιθώρια παρερμηνείας ότι η έκφραση «Ποτέ ξανά» ίσχυσε μεταπολεμικά στον χώρο του Τύπου σε απόλυτο βαθμό μέχρι σήμερα. Ακόμα και όσοι, πριν από τον πόλεμο, έδειχναν μια συγκαλυμμένη ή και απροκάλυπτη συμπάθεια στα απολυταρχικά καθεστώτα, μετά το 1944 σιώπησαν ή αναθεώρησαν ακολουθώντας τη νέα μεταπολεμική γραμμή.
Ειδήσεις Σήμερα
- Ουκρανία: Τηλεφωνική επικοινωνία Τραμπ-Ζελένσκι – Για «πολύ σημαντική» και «πλούσια» συνομιλία μιλά το Κίεβο
- Ανδρέας Μήτσου στον ΕΤ: Συνύπαρξη στο όριο ζωής και θανάτου
- Τόμας Πάρτεϊ: Ο πρώην μέσος της Άρσεναλ κατηγορείται για πέντε υποθέσεις βιασμού
- Dua Lipa: Ξέγνοιαστες στιγμές στην Ισπανία μετά τη ρομαντική απόδραση στην Νάπολη [εικόνες]
- Κολομβία: Το πρώτο μη επανδρωμένο ναρκουποβρύχιο
- Αγία Παρασκευή: Νεκρός από πυροβολισμούς ένας άντρας
- Τέλος από τον Alpha και Super Κατερίνα – Ποιος αποχώρησε απο τον σταθμό;

