Εκτός από συνθέτης και ερμηνευτής, ο Κλέων Τριανταφύλλου, που γίνεται γνωστός με το ψευδώνυμο Αττίκ, ξεφεύγει από τα στερεότυπα της εποχής φέρνοντας στην Ελλάδα έναν νέο τρόπο διασκέδασης και αρκετό από τον δικό του ευρωπαϊκό αέρα.

Παιδικά χρόνια
Γεννιέται τον Μάρτιο του 1885 στην Αθήνα. Γόνος πλούσιας οικογένειας. Ο πατέρας του, Δημήτρης, είναι πάμπλουτος βαμβακοπαραγωγός, ενώ η μητέρα του, Εριθέλγη, μιλά πέντε γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, αραβικά και εσπεράντο…). Χαρακτηριστικό της ευμάρειας και της μουσικής παιδείας του περιβάλλοντος όπου μεγαλώνει είναι ότι, όταν κάποτε η μητέρα του θέλησε να παρακολουθήσει μία μοναδική παράσταση του Καρούζο στην Οπερα του Παρισιού, δεν έκλεισε καμπίνα στο τρένο, αλλά νοίκιασε ολόκληρο τον συρμό για 24 ώρες αλέ-ρετούρ για εκείνη, τα παιδιά της και το υπηρετικό της προσωπικό…

Ο νεαρός Κλέων τελειώνει τη Νομική Σχολή Αθηνών και το 1907, ενώ βρίσκεται με τον αδελφό του, Κίμωνα, στο Παρίσι για σπουδές Πολιτικών Επιστημών, καταλήγει σε μουσικές σπουδές αρμονίας, αντίστιξης και σύνθεσης. Ξεκινά την καριέρα του στη Γαλλία ως συνθέτης δημιουργώντας πάνω από 300 έργα, ενώ ξεχωρίζει με το ιδιαίτερο διπλό του σφύριγμα όταν συνοδεύει στο πιάνο τον ερμηνευτή. Εκεί υιοθετεί το ψευδώνυμο Αττίκ, σε ανάμνηση της αττικής καταγωγής του. Το 1909 παντρεύεται τη Γαλλοπολωνίδα Μαρί Ελέν, με την οποία αποκτούν ένα παιδί. Ολα μοιάζουν ονειρικά για τη ζωή του νεαρού μποέμ μουσικού, αλλά σύντομα τα πάντα αλλάζουν δραματικά.
Πένθος
Τον πρώτο χρόνο του γάμου του, χάνει, με διαφορά έξι μηνών, πρώτα το μονάκριβο παιδί του και στη συνέχεια τη σύζυγό του, γεγονότα που τον καθορίζουν στην υπόλοιπη ζωή του, αφού πλέον η θλίψη θα χαρακτηρίσει πολλά από τα επόμενα τραγούδια του. Εν συνεχεία, γνωρίζει και παντρεύεται την πανέμορφη ηθοποιό Μαρίκα Φιλιππίδου, για την οποία γράφει το «Είδα μάτια», αλλά η χρεοκοπία της οικογένειάς του το 1911 τον προσγειώνει απότομα σε μια πολύ σκληρή πραγματικότητα, οδηγώντας σε διάλυση και τον δεύτερο γάμο του. Παρότι στη Γαλλία είναι, πλέον, ένας επιτυχημένος καλλιτέχνης, μία σοβαρή ασθένεια, που οδηγεί την αδελφή του στην παράλυση και από εκεί στον θάνατο, τον κάνει να επιστρέψει στην Αθήνα το 1914.

Πλέον, επιβιώνει μέσω των περιοδειών του σε Κωνσταντινούπολη, Ρουμανία και Ρωσία, ενώ στην τελευταία γνωρίζει την τρίτη σύζυγό του, τη 19χρονη Σούρα, με την οποία παντρεύονται το 1927. Στη Ρωσία μένει τρία χρόνια, ενώ μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’20, που επιστρέφει στην Ελλάδα, περιοδεύει στην Ευρώπη με τα αδέλφια του με το σχήμα «Τρίο Τριανταφύλλου».
Στην Ελλάδα φτάνει ως αναγνωρισμένος στο εξωτερικό καλλιτέχνης που επιστρέφει στην πατρίδα του, αλλά η μεγάλη επιτυχία που σημειώνει δεν του αρκεί. Θέλει να εισαγάγει στη χώρα ένα νέο είδος μουσικοθεατρικής παράστασης αντιγράφοντας αντίστοιχα θεάματα που έχει παρακολουθήσει στο εξωτερικό. Ετσι, αποφασίζει τη δημιουργία του χώρου που μένει γνωστός ως «Μάντρα του Αττίκ». Στα τέλη Ιουλίου 1930 ξεκινά τη διαφημιστική εκστρατεία της πρεμιέρας με αφισοκολλήσεις και δημοσιεύσεις στον Τύπο, όπως η παρακάτω, γραμμένη στο δικό του ανατρεπτικό ύφος: «Η ΜΑΝΤΡΑ του ΑΤΤΙΚ 20 οδός Μεθύμνης 20, πάροδος (Πλατεία Αμερικής Αγάμων αμέσως δεξιά). Θ’ ανοίξει την ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΝ 1ην ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ώραν 10 μ.μ., αν το επιτρέψουν αι Δυνάμεις. Διά μείζονας πληροφορίας κοιτάξατε τας τοιχοκολλήσεις. Αλλά προσέξατε τα αυτοκίνητα. Με αγάπη και συμφέρον, ΚΛΕΩΝ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ». Η πρώτη παράσταση ονομάζεται «Συγγραφικό καμπαρέ», αλλά η ονομασία δεν έχει κανένα νόημα, αφού αλλάζει συνεχώς χωρίς να αλλάζει το πρόγραμμα, ενώ άλλοτε αλλάζει το πρόγραμμα χωρίς να αλλάζει η ονομασία…

Πρεμιέρα
Στην πρεμιέρα υπάρχει πλήρης καλλιτεχνική και κοσμική απαρτία, αφού το αυτοσχέδιο θεατράκι κατακλύζεται από κάθε είδους καλλιτέχνες, συγγραφείς, κοσμικούς και κοινό. Ο Χρήστος Χαιρόπουλος κάνει με χιούμορ το ρεπορτάζ της πρεμιέρας: «Ε, λοιπόν, ναι, ο Αττίκ απεφάσισε ν’ ανοίξει την “Μάντρα” του. Απεφάσισε να παίξει διά μίαν φοράν εις την ζωή τον ρόλο του τσέλιγκα και να καλέσει το αθηναϊκόν κοινόν να παίξει τον ρόλον του κοπαδίου αιγοπροβάτων. Διότι ακριβώς δίκην αιγοπροβάτων εστοιβάχθη προχθές την νύχτα εις τον περιφραγμένον χώρον της οδού Μηθύμνης ό,τι έχει να επιδείξει η πρωτεύουσα εις διανόησιν και ωραιότητα. Η Εταιρεία των Συγγραφέων εις τας γενικάς της συνελεύσεις ουδέποτε εσημείωσε την απαρτίαν που εσημείωσε προχθές την νύχτα εις το θεατράκι του Αττίκ! Κυρίαι; Πλήθος. Κέφι; Αδιάκοπον! Συνωστισμός; Αφάνταστος!
Το πρόγραμμα ξεκινά με έναν έμμετρο διάλογο του Αττίκ με τον ηθοποιό Αντώνη Βώττη:
- Βώττης: Σας φαίνεται περίεργο
πώς μπήκε σε μια μάντρα
και κάθε βράδυ ο Αττίκ
λιμάρει σαν γαλιάντρα.
Με τα τρελά τραγούδια του
που ξέρουν οι Αθηναίοι…
- Αττίκ: Το μαρτυρούσαν προ καιρού για μάντρωμα πως είμαι».
«Αυλαία» με μεγάλη δόση χαπιών

Ουσιαστικά, η «Μάντρα» ήταν ένα ξύλινο παράπηγμα με σκηνή 5-7 μέτρων. Η πρόσοψη στον δρόμο παρίστανε ένα φτωχικό διώροφο σπίτι με ζωγραφισμένα πορτοπαράθυρα. Στο ισόγειο υπήρχε ένα πραγματικό παράθυρο που ήταν το ταμείο, στην είσοδο κυριαρχούσαν γλάστρες με φυτεμένα μακαρόνια, ενώ στην πόρτα ψηλά ένα κλουβί, που αντί για πουλί είχε μέσα μία σαρδέλα… Στο μπαλκόνι του δεύτερου πατώματος βρισκόταν ένα γλυπτό έργο του γλύπτη Φώσκολου, που έχοντας το πρόσωπο και τα ρούχα του Αττίκ -άσπρο πουκάμισο και παπούτσια- καλωσόριζε χαμογελαστό και χαιρετούσε τους επισκέπτες του, με πολλούς να μπερδεύονται και ν’ ανοίγουν κουβέντα μαζί του. Η «Μάντρα» αλλάζει τρεις χώρους κατά τη διάρκεια λειτουργίας της. Μετά την οδό Μηθύμνης στην πλατεία Αμερικής μεταφέρεται το 1935 στην οδό Αχαρνών και Ηπείρου στο θερινό θέατρο και κινηματογράφο «Δελφοί», που λειτουργούσε εκεί, για να καταλήξει λίγα μέτρα παρακάτω στην παλιά αθηναϊκή ταβέρνα «Μονμάρτη».
Πολλά ήταν τα απρόβλεπτα που συνέβαιναν κατά τη διάρκεια των ανατρεπτικών παραστάσεων της «Μάντρας», τα περισσότερα εκ των οποίων χιουμοριστικά, όπως επέβαλε η ανάλαφρη πρόθεση του ίδιου του Αττίκ, αλλά και κάποια δραματικά, όπως η εναντίον του επίθεση το 1935.
Η Κατοχή βρίσκει τον Αττίκ σωματικά και ψυχολογικά εξαντλημένο, καλλιτεχνικά λησμονημένο, ενώ οικονομικά επιβιώνει πολύ δύσκολα και χρειάζεται να δίνει κάποιες μικρές παραστάσεις απλώς για τα προς το ζην. Το 1943 ο Γιώργος Τζαβέλας τον χρίζει πρωταγωνιστή στην αυτοβιογραφική ταινία «Χειροκροτήματα», διασώζοντας έτσι τη σκηνική του παρουσία. Λίγους μήνες μετά, ένας Γερμανός στρατιώτης πετά τον γηραιό Αττίκ στον δρόμο, κάτι που επηρεάζει την έτσι κι αλλιώς επιβαρυμένη ψυχολογική κατάσταση του ευαίσθητου καλλιτέχνη, με αποτέλεσμα την αυτοκτονία του στις 29 Αυγούστου 1944, όταν φεύγει από τη ζωή παίρνοντας μεγάλη δόση χαπιών.
Ειδήσεις Σήμερα
- Βαλερί Αγγέλου: Ταξίδι στα σκονισμένα σοκάκια της Ιστορίας
- Αλεξάνδρα Νικολαΐδου: Την Τρίτη η κηδεία της – Το μήνυμα της οικογένειάς της
- 13ος και 14ος μισθός: Ξεκάθαρες κουβέντες!
- Πέθανε ο δημοσιογράφος Δημήτρης Κωνσταντάρας σε ηλικία 79 χρόνων – Συγκινεί η ανάρτηση του γιου του
- Αλεξάνδρα Νικολαΐδου: Η τελευταία της ανάρτηση πριν τον θάνατό της – Η μάχη με τον καρκίνο και η σχέση με τον Ντέμη Νικολαΐδη