
Από τις πρώτες ενδείξεις τοξικότητας μέχρι την κακοποιητική συμπεριφορά που «ντύνεται» με ενδιαφέρον, η ειδικός εξηγεί πώς να ξεχωρίζουμε την αγάπη από τον έλεγχο και πώς να προστατεύουμε την ψυχική μας υγεία πριν να είναι αργά.
1.Πώς ορίζετε εσείς, ως επαγγελματίας ψυχικής υγείας, τον όρο “red flag” σε μια σχέση;
– Όταν μιλάμε για “red flag” σε μια σχέση, αναφερόμαστε σε ένα σημάδι προειδοποίησης, μια συμπεριφορά ή ένα μοτίβο που δείχνει ότι κάτι στη δυναμική της σχέσης δεν είναι υγιές. Ως ψυχολόγος, θα το όριζα ως ένα επαναλαμβανόμενο ή έντονο δείγμα δυσλειτουργίας, που μπορεί να αφορά την επικοινωνία, τα όρια, ή τον σεβασμό των αναγκών του άλλου.
Δεν χρειάζεται πάντα να συμβαίνει κάτι έντονο ή δραματικό για να μιλήσουμε για red flag.
Πολύ συχνά, είναι μικρά αλλά επαναλαμβανόμενα σημάδια όπως όταν ο άλλος δεν είναι συνεπής, υποτιμά ό,τι λες, προσπαθεί να σε ελέγχει υπερβολικά ή δυσκολεύεται να αναλάβει την ευθύνη των πράξεών του.
Αυτές οι συμπεριφορές, αν τις αγνοήσουμε, συνήθως μεγαλώνουν με τον χρόνο και δημιουργούν πιο σοβαρά προβλήματα στη σχέση.
Με πιο απλά λόγια, θα έλεγα πως ένα red flag είναι εκείνη η στιγμή που η διαίσθησή σου σε προειδοποιεί, αλλά η καρδιά σου προσπαθεί να βρει δικαιολογίες. Και εκεί είναι που χρειάζεται επίγνωση και ψυχραιμία να παρατηρήσεις, πριν επενδύσεις.
2. Υπάρχουν “καμουφλαρισμένα” red flags που συχνά περνούν απαρατήρητα;
-Ναι, υπάρχουν red flags που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά τα λεγόμενα “καμουφλαρισμένα” red flags. Πρόκειται για συμπεριφορές που στην αρχή φαίνονται φυσιολογικές ή ακόμα και ελκυστικές, αλλά με τον καιρό αποδεικνύεται ότι δεν είναι υγιείς και αρχίζουν να δημιουργούν πίεση ή ανισορροπία στη σχέση.
Για παράδειγμα:
Η υπερβολική προσοχή και ενδιαφέρον στην αρχή μιας σχέσης μπορεί να μοιάζει με πάθος, αλλά μερικές φορές κρύβει ανάγκη για έλεγχο ή εξάρτηση
Η συνεχής ανάγκη του άλλου να σε προστατεύει ή να “ξέρει τι είναι καλύτερο για σένα” μπορεί να φαίνεται τρυφερή, αλλά μπορεί να υποδηλώνει έλλειψη σεβασμού στην αυτονομία σου.
Επίσης, η “χιουμοριστική” απαξίωση, τα αστεία εις βάρος σου ή οι ειρωνείες, μπορεί να παρουσιάζονται ως παιχνιδιάρικες, αλλά στην ουσία σε κάνουν να αρχίζεις να αμφιβάλεις για τον εαυτό σου.
Αυτά τα “καμουφλαρισμένα” σημάδια περνούν εύκολα απαρατήρητα, γιατί συχνά ντύνονται με το ένδυμα του ενδιαφέροντος ή της φροντίδας. Το κλειδί είναι η συναισθηματική επίγνωση, να παρατηρούμε πώς νιώθουμε δίπλα στον άλλον, όχι μόνο τι λέει ή τι δείχνει. Αν κάτι μας κάνει να νιώθουμε μικρότεροι, ελεγχόμενοι ή αγχωμένοι, αξίζει να το προσέξουμε.

3. Ποια είναι τα πιο συχνά red flags που βλέπετε να αγνοούνται από ανθρώπους στις πρώτες φάσεις μιας σχέσης;
Στις πρώτες φάσεις μιας σχέσης, οι άνθρωποι συχνά παραβλέπουν ορισμένα red flags, κυρίως γιατί υπάρχει η ανάγκη για σύνδεση και στην αρχή της σχέσης κυριαρχούν έντονα συναισθήματα, που συχνά θολώνουν την κρίση και μειώνουν την ικανότητα ρεαλιστικής αξιολόγησης
Κάποια από τα πιο συχνά που βλέπω είναι:
Η έλλειψη συνέπειας όταν τα λόγια δεν ταιριάζουν με τις πράξεις, αλλά το άτομο επιλέγει να το αγνοήσει “γιατί στην αρχή είναι όλα λίγο ρευστά”.
Η υπερβολική ένταση στην αρχή πολύ συναίσθημα, πολύ χρόνο, πολλές υποσχέσεις από τις πρώτες μέρες. Αυτό μπορεί να φαίνεται σαν πάθος, αλλά συχνά υποδηλώνει ανωριμότητα ή εξάρτηση.
Η απαξίωση με “χιούμορ” μικρά σχόλια ή πειράγματα που μειώνουν τον άλλον, αλλά καλύπτονται πίσω από τη φράση “πλάκα έκανα”.
Η απουσία ορίων όταν ο ένας δεν σέβεται τον προσωπικό χώρο, τον χρόνο ή τις επιλογές του άλλου.
Η δυσκολία ανάληψης ευθύνης όταν κάποιος δικαιολογεί συνεχώς τη συμπεριφορά του, χωρίς να αναγνωρίζει το δικό του μερίδιο.
Το κοινό στοιχείο σε όλα αυτά είναι ότι στην αρχή φαίνονται “μικρά” ή “λογικά εξηγήσιμα”, αλλά στην πορεία γίνονται το θεμέλιο μιας ανισόρροπης σχέσης.
Το πιο σημαντικό είναι να ακούμε πώς νιώθουμε, όχι μόνο τι πιστεύουμε ότι “θα έπρεπε” να νιώθουμε. Το σώμα και η διαίσθηση συχνά αντιλαμβάνονται τα red flags πολύ πριν το μυαλό τα παραδεχτεί.
4. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα red flags και τα “καμπανάκια” που προέρχονται από προσωπικά τραύματα ή φόβους;
Ναι, υπάρχει διαφορά· όμως δεν είναι πάντα εύκολο να ξεχωρίσουμε αν μας προειδοποιεί η διαίσθησή μας ή ο φόβος μας. Τα red flags αποτελούν σαφή και επαναλαμβανόμενα μοτίβα συμπεριφοράς που παραβιάζουν τα προσωπικά όρια, δημιουργούν αστάθεια στη σχέση και μαρτυρούν έλλειψη συναισθηματικής ωριμότητας.
Αντίθετα, τα “καμπανάκια” που προέρχονται από προσωπικά τραύματα ή φόβους, σχετίζονται περισσότερο με εσωτερικά βιώματα και ευαισθησίες. Για παράδειγμα, κάποιος που έχει βιώσει εγκατάλειψη μπορεί να ανησυχεί υπερβολικά όταν ο άλλος αργεί να απαντήσει σε ένα μήνυμα χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι υπάρχει red flag.
Η διάκριση έρχεται μέσα από την αυτοπαρατήρηση και την ψυχολογική επίγνωση. Αν μια συμπεριφορά του άλλου μας ενεργοποιεί έντονα, αξίζει να ρωτήσουμε τον εαυτό μας:
«Αντιδρώ σε κάτι που πραγματικά συμβαίνει τώρα ή σε κάτι που έχει συμβεί στο παρελθόν;»
Με απλά λόγια:
Το red flag δείχνει κάτι δυσλειτουργικό στον άλλον.
Το καμπανάκι δείχνει κάτι που χρειάζεται φροντίδα μέσα σε εμάς.
Και τα δύο είναι σημαντικά. Το πρώτο μας προστατεύει από τοξικές σχέσεις, το δεύτερο μας καθοδηγεί στην προσωπική μας εξέλιξη.

5. Τι ρόλο παίζει η αυτοεκτίμηση στην ικανότητα κάποιου να αναγνωρίζει τα red flags;
Η αυτοεκτίμηση παίζει σημαντικό ρόλο στο πώς ένα άτομο αναγνωρίζει τα «red flags» στις σχέσεις του. Όταν κάποιος έχει καλή αυτοεκτίμηση, έχει μεγαλύτερη αυτογνωσία και εμπιστοσύνη στον εαυτό του, κάτι που τον βοηθά να βλέπει πιο ξεκάθαρα όταν κάτι δεν πάει καλά ή όταν κάποιος φέρεται αρνητικά. Αντίθετα, όταν η αυτοεκτίμηση είναι χαμηλή, το άτομο μπορεί να δυσκολεύεται να αντιληφθεί αυτές τις προειδοποιήσεις ή να τις αγνοεί, συχνά επειδή φοβάται την απόρριψη ή νιώθει ότι δεν αξίζει καλύτερη συμπεριφορά. Έτσι, η αυτοεκτίμηση βοηθά το άτομο να θέτει όρια και να προστατεύει τον εαυτό του από επιβλαβείς σχέσεις.
6. Ποια είναι τα πρώτα σημάδια μιας κακοποιητικής σχέσης; Πώς διαφέρουν από τις συνηθισμένες εντάσεις που μπορεί να έχει ένα ζευγάρι;
Τα πρώτα σημάδια μιας κακοποιητικής σχέσης μπορεί να περιλαμβάνουν τον έλεγχο της συμπεριφοράς, τη ζήλια που ξεπερνά τα φυσιολογικά όρια, την απομόνωση από φίλους και οικογένεια, τις συνεχείς κριτικές και την υποτίμηση του συντρόφου. Αυτά τα σημάδια συχνά συνοδεύονται από μια αίσθηση φόβου ή άγχους στη σχέση.
Η βασική διαφορά από τις συνηθισμένες εντάσεις που εμφανίζονται σε ένα ζευγάρι είναι ότι οι εντάσεις αυτές είναι προσωρινές, σχετίζονται με συγκεκριμένα προβλήματα και συνήθως επιλύονται μέσω επικοινωνίας και αμοιβαίας κατανόησης.
Αντίθετα, τα σημάδια κακοποίησης είναι επαναλαμβανόμενα, μονομερή και συχνά προκαλούν συναισθηματική ή σωματική βλάβη. Η κακοποιητική σχέση χαρακτηρίζεται από ανισορροπία δύναμης και έλλειψη σεβασμού, κάτι που δεν συμβαίνει στις υγιείς σχέσεις όπου οι διαφωνίες μπορούν να επιλυθούν με σεβασμό και ισότητα.
7. Μπορεί μια κακοποιητική σχέση να ξεκινήσει “φυσιολογικά” και να γίνει τοξική στην πορεία; Ποια είναι τα στάδια αυτής της εξέλιξης;
Ναι, μια κακοποιητική σχέση μπορεί να ξεκινήσει με φαινομενικά φυσιολογικό τρόπο και να γίνει τοξική σταδιακά. Η εξέλιξη αυτή συχνά ακολουθεί συγκεκριμένα στάδια. Στην αρχή, το ζευγάρι βιώνει συνήθως μια φάση όπου όλα φαίνονται ιδανικά, σχέση γεμάτη αγάπη και προσοχή. Στη συνέχεια, αρχίζουν να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια ελέγχου ή μικρής κριτικής, που μπορεί να δικαιολογούνται ή να παραβλέπονται από το θύμα. Με την πάροδο του χρόνου, η συμπεριφορά αυτή γίνεται πιο έντονη και επαναλαμβανόμενη, συνοδευόμενη από ψυχολογική πίεση, απομόνωση και κακοποίηση (συναισθηματική, λεκτική ή και σωματική). Τέλος, η σχέση μπορεί να φτάσει σε σημείο όπου η δυναμική εξουσίας είναι σαφώς ανισόρροπη και η κακοποίηση καθίσταται μόνιμο και επικίνδυνο φαινόμενο.
8. Ποιοι είναι οι ψυχολογικοί μηχανισμοί που κάνουν κάποιον να παραμένει σε μια κακοποιητική σχέση;
Οι ψυχολογικοί μηχανισμοί που κάνουν κάποιον να παραμένει σε μια κακοποιητική σχέση είναι πολυδιάστατοι και συχνά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Ένας βασικός μηχανισμός είναι η συναισθηματική εξάρτηση (emotional dependency), όπου το άτομο νιώθει ότι δεν μπορεί να ζήσει ή να λειτουργήσει χωρίς τον σύντροφό του, παρά τις αρνητικές συνέπειες που του επιφέρει.
Επιπλέον, η εσωτερίκευση της ενοχής (self-blame) οδηγεί το θύμα να πιστεύει πως ευθύνεται εκείνο για τα προβλήματα ή για την κακοποιητική συμπεριφορά, μειώνοντας την ικανότητά του να αναζητήσει βοήθεια ή να απομακρυνθεί.
Η αναστολή της αντίληψης της βλάβης (denial) λειτουργεί ως ψυχολογικός μηχανισμός άμυνας, βοηθώντας το άτομο να αγνοεί ή να υποτιμά τη σοβαρότητα της κατάστασης για να προστατεύσει τον εαυτό του από το άμεσο ψυχικό πόνο. Παράλληλα, η φοβία της εγκατάλειψης προκαλεί το άτομο να φοβάται ότι αν φύγει θα μείνει μόνο ή χωρίς στήριξη, κάτι που μπορεί να είναι ιδιαίτερα έντονο όταν υπάρχουν ισχυροί κοινωνικοί ή οικογενειακοί δεσμοί.
Τέλος, η οικονομική ή κοινωνική εξάρτηση περιορίζει συχνά την ελευθερία επιλογής, καθώς το άτομο μπορεί να νιώθει ότι δεν έχει τη δυνατότητα να ανεξαρτητοποιηθεί οικονομικά ή κοινωνικά από τον σύντροφο. Συνολικά, αυτοί οι μηχανισμοί συμβάλλουν στην παγίδευση του ατόμου σε μια τοξική σχέση, παρά την αρνητική της φύση.

9. Τι ρόλο παίζουν ο φόβος, η ενοχή ή η συναισθηματική εξάρτηση στην παραμονή με έναν κακοποιητικό σύντροφο;
Ο φόβος, η ενοχή και η συναισθηματική εξάρτηση αποτελούν κεντρικούς ψυχολογικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην παραμονή ενός ατόμου σε μια κακοποιητική σχέση. Ο φόβος συχνά αφορά την ασφάλεια του ατόμου, είτε πρόκειται για φόβο σωματικής βίας, κοινωνικής απόρριψης ή οικονομικής ανασφάλειας, και λειτουργεί ως ανασταλτικός παράγοντας στην απόφαση απομάκρυνσης.
Η ενοχή συχνά προκαλείται από την εσωτερίκευση της ευθύνης για την κακοποιητική συμπεριφορά, με το θύμα να πιστεύει ότι φταίει το ίδιο ή ότι μπορεί να αλλάξει τον σύντροφό του. Αυτό μειώνει την αυτοπεποίθηση και καθιστά δυσκολότερη την αναζήτηση βοήθειας.
Η συναισθηματική εξάρτηση δημιουργεί μια έντονη ψυχολογική ανάγκη για την παρουσία και αποδοχή του κακοποιητή, παρόλο που η σχέση είναι επιβλαβής. Αυτή η εξάρτηση δυσκολεύει το άτομο να αποδεσμευτεί, καθώς φοβάται την απώλεια της σύνδεσης ή την μοναξιά.
Συνολικά, αυτοί οι παράγοντες αλληλεπιδρούν και δημιουργούν μια δυναμική που παγιδεύει το θύμα στη σχέση, καθιστώντας την έξοδο δύσκολη και ψυχολογικά επώδυνη.
10. Μπορεί ένας κακοποιητικός άνθρωπος να αλλάξει μέσα από θεραπεία; Αν ναι, πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις;
Η αλλαγή ενός κακοποιητικού ατόμου μέσω θεραπείας είναι θεωρητικά εφικτή, αλλά εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Καταρχάς, το άτομο πρέπει να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί ότι η συμπεριφορά του είναι προβληματική και να έχει εσωτερικό κίνητρο για αλλαγή. Η θεραπεία που στοχεύει στην κακοποιητική συμπεριφορά συχνά περιλαμβάνει ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις όπως η γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία (CBT), που βοηθούν στην αναγνώριση αρνητικών μοτίβων σκέψης και στην ανάπτυξη πιο υγιών τρόπων επικοινωνίας και διαχείρισης θυμού.
Η αλλαγή γίνεται πιο εύκολη όταν το άτομο είναι πραγματικά πρόθυμο να δουλέψει με τον θεραπευτή, έχει υποστήριξη από το οικογενειακό ή φιλικό του περιβάλλον και παράλληλα ασχολείται με την προσωπική του ανάπτυξη και την ωρίμανση των συναισθημάτων του. Παρόλα αυτά, η διαδικασία μπορεί να πάρει χρόνο και να υπάρξουν δυσκολίες, ειδικά όταν η βίαιη συμπεριφορά έχει βαθιές ρίζες σε προσωπικά ή κοινωνικά προβλήματα.
Επομένως, η θεραπεία μπορεί να είναι αποτελεσματική υπό προϋποθέσεις, αλλά δεν αποτελεί εγγύηση και απαιτεί σοβαρή δέσμευση και υποστήριξη.
Θέματα πρόληψης & αποκατάστασης:
11. Πώς μπορούμε να μάθουμε να εμπιστευόμαστε ξανά αφού έχουμε βγει από μια κακοποιητική σχέση;
Η επανόρθωση της εμπιστοσύνης μετά από μια κακοποιητική σχέση είναι μια σύνθετη και βαθιά προσωπική διαδικασία που απαιτεί χρόνο και υπομονή. Καταρχάς, είναι σημαντικό το άτομο να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα τραύματα που έχει υποστεί, ώστε να μπορέσει να εργαστεί στην ψυχική του αποκατάσταση. Η ψυχοθεραπεία μπορεί να παίξει κρίσιμο ρόλο, προσφέροντας ένα ασφαλές πλαίσιο για να εξερευνήσει και να επεξεργαστεί τα συναισθήματά του.
Επιπλέον, η ανάπτυξη υγιών ορίων στις νέες σχέσεις είναι ουσιώδης για την πρόληψη επαναλαμβανόμενων κακοποιητικών καταστάσεων. Μαθαίνοντας να αναγνωρίζει σημάδια κακοποίησης και να θέτει όρια, το άτομο ενισχύει την αυτοεκτίμησή του και την αίσθηση ασφάλειας. Τέλος, η στήριξη από δίκτυα φιλίας, οικογένειας ή ομάδων υποστήριξης μπορεί να βοηθήσει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης στους άλλους και στον εαυτό.
Συνολικά, η εμπιστοσύνη ξανακτίζεται μέσα από μια συνειδητή διαδικασία αυτοφροντίδας, ψυχολογικής ενδυνάμωσης και θετικών εμπειριών σχέσεων.
12. Υπάρχουν “red flags” που δείχνουν πως κάποιος είναι πιο ευάλωτος στο να μπει σε μια κακοποιητική σχέση;
Ναι, υπάρχουν συγκεκριμένα «red flags» ή προειδοποιητικά σημάδια που μπορεί να δείχνουν ότι ένα άτομο είναι πιο ευάλωτο στο να εισέλθει σε μια κακοποιητική σχέση. Τέτοια σημάδια περιλαμβάνουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, αυξημένη ανάγκη για αποδοχή και έγκριση, καθώς και δυσκολίες στο να θέτει όρια στις διαπροσωπικές σχέσεις. Επιπλέον, άτομα που έχουν βιώσει προηγούμενες κακοποιητικές εμπειρίες ή έχουν παρακολουθήσει τέτοια πρότυπα στην οικογένειά τους, είναι συχνά πιο επιρρεπή.
Άλλα «red flags» είναι η κοινωνική απομόνωση, η εξάρτηση από τον σύντροφο για συναισθηματική ή οικονομική υποστήριξη, και η δυσκολία στη διαχείριση συναισθημάτων όπως ο φόβος ή η ενοχή. Η αναγνώριση αυτών των σημείων είναι σημαντική για την πρόληψη και την έγκαιρη παρέμβαση.

13. Ποια είναι η σημασία της ψυχοθεραπείας για άτομα που έχουν βιώσει συναισθηματική ή σωματική κακοποίηση;
Η ψυχοθεραπεία παίζει κρίσιμο ρόλο για άτομα που έχουν βιώσει συναισθηματική ή σωματική κακοποίηση. Προσφέρει ένα ασφαλές και υποστηρικτικό περιβάλλον όπου το άτομο μπορεί να εκφράσει τα τραύματά του, να επεξεργαστεί τα συναισθήματά του και να κατανοήσει καλύτερα την εμπειρία του. Μέσω της θεραπευτικής διαδικασίας, αναπτύσσεται η αυτογνωσία και ενισχύεται η αυτοεκτίμηση, στοιχεία που είναι ουσιώδη για την ψυχική αποκατάσταση.
Επιπλέον, η ψυχοθεραπεία βοηθά στην αναγνώριση και αλλαγή αρνητικών μοτίβων σκέψης και συμπεριφοράς που μπορεί να έχουν δημιουργηθεί εξαιτίας της κακοποίησης. Συχνά περιλαμβάνει τεχνικές για τη διαχείριση του άγχους, της κατάθλιψης και των τραυματικών αναμνήσεων, ενώ παράλληλα προωθεί την ανάπτυξη υγιών σχέσεων στο μέλλον.
14. Τι συμβουλές θα δίνατε σε νέους ανθρώπους ώστε να χτίσουν σχέσεις με υγιή θεμέλια και να αναγνωρίζουν έγκαιρα τους κινδύνους;
Για να χτίσουν υγιείς σχέσεις, οι νέοι άνθρωποι καλό είναι να ξεκινούν από την καλλιέργεια της αυτογνωσίας και της αυτοεκτίμησης. Είναι σημαντικό να γνωρίζουν τις προσωπικές τους ανάγκες και όρια και να νιώθουν άνετα να τα εκφράζουν με σαφήνεια και σεβασμό. Η ανοιχτή και ειλικρινής επικοινωνία αποτελεί θεμέλιο για την εμπιστοσύνη και την κατανόηση.
Επίσης, πρέπει να μαθαίνουν να αναγνωρίζουν τα «red flags», όπως ο έλεγχος, η ζήλια που ξεφεύγει από τα όρια, η απομόνωση από φίλους και οικογένεια, και η συνεχής κριτική ή υποτίμηση. Η εκπαίδευση και η ενημέρωση γύρω από τη σημασία των υγιών ορίων και της αμοιβαίας στήριξης βοηθούν στην πρόληψη τοξικών καταστάσεων.
Τέλος, η αναζήτηση βοήθειας από ειδικούς όταν νιώθουν ότι μια σχέση γίνεται επιβλαβής είναι κρίσιμη, καθώς και η δημιουργία δικτύου υποστήριξης με φίλους και οικογένεια.
15. Στην πορεία σας ως ψυχολόγος, ποια ήταν η πιο δύσκολη περίπτωση κακοποιητικής σχέσης που αντιμετωπίσατε;
Στην πορεία μου ως ψυχολόγος, έχω συναντήσει αρκετές περιπτώσεις κακοποιητικών σχέσεων, καθεμία με τη δική της πολυπλοκότητα. Οι πιο δύσκολες είναι συνήθως εκείνες όπου το άτομο έχει βιώσει μακροχρόνια κακοποίηση και έχει αναπτύξει έντονη συναισθηματική εξάρτηση από τον θύτη. Μία από τις πιο δύσκολες περιπτώσεις που έχω αντιμετωπίσει ήταν όταν δούλευα με ένα άτομο που βρισκόταν σε μια κακοποιητική σχέση για πολλά χρόνια και είχε αναπτύξει έντονη συναισθηματική εξάρτηση, καθώς και βαθιά χαμηλή αυτοεκτίμηση. Το άτομο δυσκολευόταν να αναγνωρίσει τη βλάβη που του προκαλούσε η σχέση και φοβόταν να αποχωρήσει, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες βελτίωσης.
Η θεραπευτική διαδικασία απαιτούσε συστηματική δουλειά για την ενδυνάμωση της αυτοεκτίμησης, την ανάπτυξη ασφαλών ορίων και την υποστήριξη στη διαδικασία αποδέσμευσης από τον θύτη. Παρά τις πολλές προκλήσεις, η πρόοδος ήταν σταδιακή και βασίστηκε στην εμπιστοσύνη που δημιουργήθηκε μέσα στο θεραπευτικό πλαίσιο, καθώς και στη συνεχή ενθάρρυνση για αλλαγή

16. Πιστεύετε ότι η κοινωνία έχει βελτιωθεί στον εντοπισμό και την αντιμετώπιση της κακοποίησης ή ακόμα κυριαρχεί η σιωπή;
Η κοινωνία έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στον εντοπισμό και την αντιμετώπιση της κακοποίησης τα τελευταία χρόνια, κυρίως μέσω της ευαισθητοποίησης, της πληροφόρησης και της δημιουργίας υποστηρικτικών δομών. Υπάρχουν πλέον περισσότερες πρωτοβουλίες ενημέρωσης, νομικά πλαίσια και οργανώσεις που εργάζονται για την προστασία των θυμάτων και την πρόληψη της κακοποίησης.
Ωστόσο, παρά αυτές τις βελτιώσεις, σε πολλές περιπτώσεις εξακολουθεί να κυριαρχεί η σιωπή, που οφείλεται σε παράγοντες όπως ο κοινωνικός στιγματισμός, ο φόβος, οι πολιτισμικές αντιλήψεις και η έλλειψη επαρκούς εκπαίδευσης και υποστήριξης. Η αντιμετώπιση αυτών των εμποδίων παραμένει αναγκαία για να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον όπου τα θύματα θα νιώθουν ασφαλή να μιλήσουν και να ζητήσουν βοήθεια.
Συνολικά, η πρόοδος υπάρχει, αλλά η κοινωνία καλείται να συνεχίσει να εργάζεται για την πλήρη εξάλειψη της σιωπής γύρω από το ζήτημα της κακοποίησης.
* Η Ευαγγελία Γκιόλια είναι ψυχολόγος, πτυχιούχος Ψυχολογίας με άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και ψυχοθεραπεύτρια, με εξειδίκευση στη Γνωσιακή-Συμπεριφορική Θεραπεία (CBT) — μια προσέγγιση με ισχυρή επιστημονική τεκμηρίωση, που εστιάζει στην αναδόμηση δυσλειτουργικών γνωσιακών σχημάτων και στη βελτίωση της συμπεριφορικής λειτουργικότητας και στην ατομική και ομαδική ψυχοθεραπεία.
Είναι κάτοχος διδακτορικού τίτλου, με ερευνητική εξειδίκευση στην επίδραση της διατροφής και της φυσικής άσκησης στην ψυχοσωματική υγεία του εργαζόμενου πληθυσμού, ενώ έχει ολοκληρώσει μεταπτυχιακές σπουδές στην Εκπαιδευτική Ψυχολογία και στη Διαχείριση Ψυχολογίας. Επιπλέον είναι σχολική και αθλητική ψυχολόγος με δεύτερο πτυχίο στο Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού ενώ γράφει και στο healthmind.gr

