Ο Ρώσος πρόεδρος δεν αγωνίζεται για τα ουκρανικά εδάφη και την κατοχή του Ντονμπάς. Αγωνίζεται για να σβήσει εντελώς την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, ακόμα και αν ποτέ προχωρούσε στις μεγαλύτερες παραχωρήσεις.
Οποιος επιθυμεί πραγματικά να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, πρέπει πρώτα να αναλύσει την τεράστια κλίμακα των αρρωστημένων φιλοδοξιών του Πούτιν. Ο Ντόναλντ Τραμπ απέχει πολύ από το να καταλάβει γιατί ο «τσάρος» πήγε σε πόλεμο. Ακόμα και τώρα, περισσότερο από τρεισήμισι χρόνια από το ξέσπασμα των εχθροπραξιών, πολλοί στη Δύση εξακολουθούν να αγωνίζονται να καταλάβουν τον κυρίαρχο ρόλο που διαδραματίζει το ιστορικό των όποιων διαχρονικών «παραπόνων».
Προκειμένου να κατανοήσουμε τα πραγματικά κίνητρα της Μόσχας, είναι ζωτικής σημασίας να αποκολληθεί κανείς από τη δυτική προοπτική και να δούμε την εισβολή μέσα από το πρίσμα της σύγχρονης ρωσικής ιστορίας. Για τον Πούτιν και εκατομμύρια συμπατριώτες του, ο σημερινός πόλεμος συνδέεται άρρηκτα με τους εξευτελισμούς της σοβιετικής κατάρρευσης. Το γεγονός αυτό συχνά αγνοείται στο δυτικό ακροατήριο, το οποίο τείνει να υποθέσει ότι οι περισσότεροι Ρώσοι χαιρέτησαν την κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Στην πραγματικότητα, η διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης ήταν μια εξαιρετικά τραυματική εμπειρία για τη συντριπτική πλειοψηφία του ρωσικού πληθυσμού, η οποία είδε τη χώρα τους να συρρικνώνεται σχεδόν εν μία νυκτί από παγκόσμια υπερδύναμη σε… μπανανία. Μεταξύ των τελών της δεκαετίας του 1980 και των αρχών της δεκαετίας του 1990, η ρωσική αυτοκρατορία στη σοβιετική μορφή της έχασε περίπου το ένα τρίτο της επικράτειάς της και σχεδόν τα δύο τρίτα του πληθυσμού της.
Ως αξιωματικός της διαβόητης KGB στην αλήστου μνήμης Ανατολική Γερμανία, ο Πούτιν είχε μια θέση στην πρώτη σειρά εντοπισμού των πρώτων σταδίων αυτής της κατάρρευσης. Ηταν στη Δρέσδη όταν το Τείχος του Βερολίνου γκρεμίστηκε το 1989 και θυμόταν πικρά την σοβιετική παράλυση. «Η Μόσχα σιωπά», είπε τότε ο νεαρός πράκτορας, καθώς αναζητούσε οδηγίες στη διάρκεια εκείνων των ταραχωδών ημερών. Αυτή η καταστροφή έχει στοιχειώσει τον Ρώσο δικτάτορα από τότε, διαμορφώνοντας την κοσμοθεωρία του.
Το τραύμα της σοβιετικής κατάρρευσης βοηθά να εξηγηθεί η εμμονή του Πούτιν με την Ουκρανία, την οποία θεωρούσε πάντα μέρος των ιστορικών ενδοχώρων της Ρωσίας και ποτέ δεν αποδέχθηκε πραγματικά την ανεξαρτησία της. Ωστόσο, το ταξίδι οικοδόμησης του ουκρανικού έθνους, που άρχισε να αποκτά δυναμική το 2000, και οι προσπάθειες της χώρας να αγκαλιάσει μια δημοκρατική ευρωπαϊκή ταυτότητα άμεσα, την τοποθέτησαν σε μια πορεία σύγκρουσης με τον Πούτιν.
Η κρίσιμη στιγμή ήρθε το 2004, όταν ένα σχέδιο που υποστηριζόταν από τη Ρωσία για να νοθεύσει τις προεδρικές εκλογές της Ουκρανίας και να εγκαταστήσει έναν υποψήφιο φιλικό προς το Κρεμλίνο γύρισε μπούμερανγκ και προκάλεσε μαζικές διαδηλώσεις γνωστές ως «Πορτοκαλί Επανάσταση». Μεταξύ των διεθνών ακροατηρίων, η δημοκρατική ανακάλυψη της Ουκρανίας θεωρήθηκε ως συνέχεια του κύματος ελευθερίας που είχε σαρώσει την Ανατολική Ευρώπη μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.
Ο Πούτιν έγινε ολοένα και πιο παρανοϊκός σχετικά με την προοπτική μιας παρόμοιας λαϊκής εξέγερσης στη Μόσχα και άρχισε να κατηγορεί τη Δύση ότι προσπαθεί να υποδαυλίσει «έγχρωμες επαναστάσεις» εναντίον του. Από αυτό το σημείο και μετά, η εχθρότητα του Πούτιν προς την Ουκρανία μόνο αυξανόταν, καθώς έβλεπε τον δημοκρατικό μετασχηματισμό της χώρας ως άμεση απειλή για το δικό του αυταρχικό καθεστώς.
ΑΠΟ ΤΟ 2004 ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ
Η «Πορτοκαλί Επανάσταση» και η Κριμαία

Εχοντας ήδη γίνει μάρτυρας της δυναμικής των δημοκρατικών εξεγέρσεων της βάσης στα τέλη του 1980, ο Βλαντιμίρ Πούτιν δεν είχε καμία πρόθεση να διακινδυνεύσει μια επανάληψη. Καθ’ όλη τη δεκαετία μετά την «Πορτοκαλί Επανάσταση» του 2004, ο Ρώσος πρόεδρος προσπάθησε να υπονομεύσει την ουκρανική ανεξαρτησία μέσω μαζικών εκστρατειών πολιτικής και οικονομικής παρέμβασης.
Οταν οι Ουκρανοί αψήφησαν το Κρεμλίνο και βγήκαν στους δρόμους για άλλη μια φορά στην «Επανάσταση της Αξιοπρέπειας» του 2014, ο Πούτιν απάντησε καταλαμβάνοντας την Κριμαία και εισβάλλοντας στο Ντονμπάς. Προς μεγάλη του απογοήτευση, αυτή η περιορισμένη στρατιωτική επέμβαση απέτυχε να εκτροχιάσει την ευρωατλαντική ολοκλήρωση της Ουκρανίας. Αντιθέτως, την ένωσε και ενίσχυσε θεαματικά την ουκρανική εθνική ταυτότητα.
Αντιμέτωπος με την προοπτική να χάσει εντελώς την Ουκρανία, ο Πούτιν πήρε στη συνέχεια τη μοιραία απόφαση για μία πλήρους κλίμακας εισβολή τον Φεβρουάριο του 2022. Στο 20% της Ουκρανίας που βρίσκεται επί του παρόντος υπό τον έλεγχο του Κρεμλίνου, όλα τα ίχνη ουκρανικής ταυτότητας διαγράφονται αδίστακτα εν μέσω μιας πουτινικής βασιλείας του τρόμου.
Η αποσχιστική ατζέντα του Κρεμλίνου στην κατεχόμενη Ουκρανία αντικατοπτρίζει τη λυσσαλέα αντιουκρανική ρητορική που κυριαρχεί στον σύγχρονο ρωσικό πολιτικό λόγο. Ο ίδιος ο Πούτιν επιμένει συστηματικά ότι οι Ουκρανοί είναι Ρώσοι («ένας λαός») και αμφισβητεί ανοιχτά το δικαίωμα της Ουκρανίας να υπάρχει.
Δεν χρειάζεται πολλή φαντασία για να προβλέψουμε τι σκοπεύει να κάνει ο Πούτιν, αν η Ουκρανία καταστεί ανυπεράσπιστη. Εξάλλου, δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστικός συμβιβασμός μεταξύ των γενοκτονικών στόχων της Ρωσίας και της εθνικής επιβίωσης της Ουκρανίας.

