Στην τακτοποίηση των λογαριασμών είναι κανείς έτοιμος να βάλει σε μία τάξη το γραφείο, για παράδειγμα, που για τους δικούς του λόγους άφησε άνω κάτω κι έφυγε. Και, φυσικά, να αναγνωρίσει τι δεν έκανε και για ποιους λόγους.
Στο ξεκαθάρισμα, αντιθέτως, είναι έτοιμος να ρίξει την ευθύνη στον έναν γιατί παράτησε την κούπα με τον καφέ χυμένο πάνω σε χαρτιά, άφησε ανοιχτό το φωτιστικό και οι επόμενοι πλήρωναν τσάμπα ρεύμα, να κατηγορήσει τον άνθρωπο που καθαρίζει ότι δεν έκανε καλά τη δουλειά του, τον τύπο από το διπλανό γραφείο ότι πετούσε τα σκουπίδια στο δικό του, ότι ξεχνούσε τα τσαλακωμένα χαρτιά από τις τυρόπιτες και βρόμιζε τον χώρο.
Ξέρουμε, βέβαια, ότι η πιο άνιση αναμέτρηση –χαμένη από χέρι, δηλαδή– είναι η αναμέτρηση με το παρελθόν. Οχι για κανέναν άλλον λόγο, αλλά για έναν πολύ απλό: δεν έχεις την παραμικρή δυνατότητα να αλλάξεις κάτι, έστω και στο ελάχιστο. Και ιδίως αν στη συλλογική μνήμη έχει καταχωριστεί η αποτυχία σου, είναι σχεδόν αδύνατον τα πράγματα να αλλάξουν, εκτός αν συμβεί κάτι που μόνο οι κρυφοί νόμοι της μοίρας μπορούν να εξηγήσουν.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, όσο περισσότερο ανοίγεις μέτωπα με ανθρώπους του παρελθόντος τόσο περισσότερο απομακρύνεται η οποιαδήποτε αισιοδοξία για το μέλλον. Η ενασχόληση με το παρελθόν μόνο ως εργαλείο αυτογνωσίας, εξαγωγής συμπερασμάτων και κατάρτισης βελτιωτικών μεθόδων για το μέλλον είναι χρήσιμη. Αν χρησιμοποιείται ως κολυμβήθρα κάθαρσης για τις δικές σου αμαρτίες, ώστε να μετατεθούν σε άλλους, το παιχνίδι είναι χαμένο.
Στην παρούσα φάση, λοιπόν, η απροσδιοριστία στρατηγικής στόχευσης του Αλέξη Τσίπρα λειτουργεί προς όφελος της Ν.Δ. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι για ένα σημαντικό –πιθανώς και το πιο κρίσιμο– κομμάτι της κοινής γνώμης, αυτό που μετράει είναι το μέλλον. Ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή, από αυτό που σε αυτή τη φάση αφορά τον Αλέξη Τσίπρα, το παρελθόν και πιθανώς το κόψιμο του ομφάλιου λώρου από τη μήτρα του ΣΥΡΙΖΑ και της εμμονικής – φανατικής Αριστεράς.
Με δεδομένο, όμως, το πρόβλημα ότι ο ίδιος καλλιέργησε την εμμονή και τον φανατισμό, επενδύοντας στο μίσος και τον διχασμό. Τώρα προσπαθεί να πείσει ότι άλλαξε, ο καθένας έχει το δικαίωμα να το κάνει. Αλλωστε, το ουσιαστικότερο χαρακτηριστικό του προοδευτικού ανθρώπου δεν είναι να επαναλαμβάνει μονότονα «εγώ είμαι προοδευτικός», με μία θολή πασοκική εσάνς βγαλμένη από τα ’80s. Είναι να κατανοεί πώς αλλάζει ο κόσμος και πώς πρέπει να αλλάζει ο ίδιος.
Αυτός είναι ο πραγματικός αντίπαλος της σημερινής κυβέρνησης. Ούτε ο Νίκος Ανδρουλάκης, ούτε και ο Αλέξης Τσίπρας, ούτε κάποιος άλλος. Αυτό ορίζει και τους όρους του στοιχήματος που έχει να δώσει, καθώς μπήκαμε ήδη στη μακρά προεκλογική περίοδο εν όψει, πιθανώς, της άνοιξης του ’27.