Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους και ο νέος πρόεδρος της Πολωνίας, Κάρολ Ναβρότσκι, το είχε ξεκαθαρίσει εγκαίρως πριν από τον πρώτο γύρο στις 18 Μαΐου.
Θεωρητικά η οικονομική προσαρμογή με στόχο την ένταξη στην ευρωζώνη συνιστά υποχρέωση για όλα τα κράτη-μέλη. Η Πολωνία όμως, ποτέ δεν έκρυψε την απροθυμία της. Το πάθημα της Ελλάδας -που αν είχε τη δραχμή θα μπορούσε να διαχειριστεί αλλιώς την κρίση, όχι φυσικά χωρίς κόστος, αλλά με πολλά συγκριτικά πλεονεκτήματα- έπεισε την Ουγγαρία και την Πολωνία πως η απεμπόληση του νομισματικού τους εργαλείου δεν είναι η σοφότερη επιλογή. Η Βαρσοβία δεν άλλαξε στάση ούτε μετά την εκλογή του ευρωπαϊστή Ντόναλντ Τουσκ στην πρωθυπουργία το 2023. Η κυβέρνησή του δήλωσε ξεκάθαρα πως «δεν είναι έτοιμη» να ενταχθεί στην Ευρωζώνη, κάτι με το οποίο συμφωνεί το 70% των Πολωνών.
Η «έλλειψη ετοιμότητας» είναι καταφανώς πολιτικής και όχι οικονομικής φύσεως. Εδώ και τρεις δεκαετίες η Πολωνία έχει σταθερή οικονομική ανάπτυξη, το χρηματιστήριο ανθεί και το ΔΝΤ πρόβλεψε για φέτος αύξηση του ΑΕΠ 3,2%. Εντούτοις οι Πολωνοί αποφεύγουν το ευρώ όπως ο διάβολος το λιβάνι. Εδώ και χρόνια ο κεντρικός τραπεζίτης, Ανταμ Γκλαπίνσκι, αντιτίθενται στο ευρώ και τον Ιούνιο του 2027 ο πρόεδρος Ναβρότσκι θα έχει τη δυνατότητα να ορίσει τον διάδοχό του, «τσιμεντάροντας» την εθνική θέση.
Από την άλλη πλευρά, η φτωχότερη χώρα της ευρωζώνης πήρε το πράσινο φως από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς να γίνει το 21ο μέλος του κλαμπ από το 2026, μολονότι είναι κοινό μυστικό ότι η οικονομία της δεν πληροί βασικές προϋποθέσεις (όπως δεν πληρούσε και της Ελλάδας το 2000). Για τη Βουλγαρία η ένταξη στο ευρώ ήταν πολιτική απόφαση. Συνέδεσε το λέβα με το ευρωπαϊκό νόμισμα από το 1999 και εντάχθηκε στην τραπεζική ένωση το 2020, παρά την αντίθεση της κοινωνικής πλειοψηφίας.