Αν μάλιστα το χαστούκι είχε πέσει το 2020, θα συνέπιπτε με την ανάληψη της πρωθυπουργίας της Φινλανδίας από τη Σάνα Μαρίν. Μίας πολιτικού που όχι μόνο ήταν 35 χρόνων, αλλά φορούσε πέτσινο σακάκι με τζιν σορτσάκι, αφού αυτή πρέπει να ήταν η στολή της πολιτικού του μέλλοντος. Μπορεί όχι της ίδιας της ΠτΔ Κατερίνας Σακελλαροπούλου, αλλά τέλος πάντων κάποιας που θα προέβλεπε τις εξελίξεις και θα εμφανιζόταν με ανάλογο ανσάμπλ στο Προεδρικό για τη Γιορτή της Δημοκρατίας.
Μόνο που οι εποχές αλλάζουν. Μετά από θριαμβευτικές εμφανίσεις σε πάρτι και μία εκλογική ήττα, η Σάνα Μαρίν εγκατέλειψε την πολιτική και τα τζιν για να φοράει μακριές τουαλέτες και 16ποντες γόβες στο Παρίσι. Η νεολαία που θα έδειχνε μπορεί να μην έδειξε τον δρόμο της προόδου στις μεγάλες ηλικίες, αλλά έστειλε τον Φειδία στο Παρίσι. Οι Νέμο της Γιουροβίζιον δείχνουν να έχουν τελειώσει.
Για να αντιληφθεί κάποιος τις αλλαγές δεν χρειάζεται άλλωστε παρά να παρακολουθήσει τις αλλαγές στο Μαξίμου. Οχι μόνο την αντικατάσταση της Σακελλαροπούλου από τον Τασούλα, αλλά και την περί φύλων ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Στην οποία τα έβγαζε δύο, αρσενικό και θηλυκό, ενώ πριν από πέντε χρόνια θα έβγαιναν μέχρι και δέκα.
Το χαστούκι της Μπριζίτ στον Μακρόν δείχνει το λάθος που έγινε με την εγκατάλειψη των δύο βασικών στοιχείων που πρέπει να έχει ένας πολιτικός. Του βάρους και της αξιοπρέπειας στη συμπεριφορά, που μπορεί να του περιορίζει την ελευθερία στην έκφραση, αλλά είναι τόσο απαραίτητα όσο το σχήμα στον μοναχό. Κανένας δεν θα ζητήσει τίποτα το μοναδικό. Σε άλλες χώρες είναι αυτονόητο.
Θα μπορούσε ο πρόεδρος της Κίνας να βγαίνει από το αεροπλάνο και η σύζυγός του Πενγκ Λιγουάν να του δώσει χαστούκι; Και δεν είναι ότι «αυτοί είναι άλλοι άνθρωπο». Πριν από μερικές δεκαετίες έτσι ήμασταν και εμείς. Και μπορούμε να ξαναγίνουμε.
Φτάνει να αποδαιμονοποιήσουμε τον συντηρητισμό. Αλλωστε ο συντηρητισμός για αυτό υπάρχει. Για να διαχωρίζει την ήρα από το στάρι. Τις Μαρίν και τους Φειδίες από τους πραγματικούς πολιτικούς. Η Ευρώπη θα τους χρειαστεί περισσότερο από ποτέ και θα τους βρει. Φτάνει οι πολίτες να τους επιλέξουν, όχι επειδή έχουν ανέμελη ζωή, αλλά επειδή θα θυσιάσουν την ανέμελη ζωή τους για τον κοινό σκοπό.
Μπορεί να μην ενδιαφερόταν να φτάσει παραπάνω…
Την εβδομάδα που πέρασε, ο Στέφανος Τσιτσιπάς, μετά τον αποκλεισμό του στο Ρολάν Γκαρός, έμεινε για πρώτη φορά μετά το 2018 έξω από την 20άδα των καλύτερων τενιστών στον κόσμο. Ακολούθησαν οι προβλεπόμενες θρηνωδίες, αφού ο Ιταλός Ματέο Τζιγκάντε, που τον απέκλεισε, είναι 167ος στον κόσμο και ελάχιστα «δεν πειράζει, Στέφανε».
Αλλωστε τα «δεν πειράζει» μετά από ήττες υπάρχουν για τους «αθλητές που παρά την αδιαφορία της πολιτείας, ανεβάζουν τη σημαία στον υψηλότερο ιστό» και όχι για κάποιον που όχι μόνο βγάζει λεφτά, αλλά και δεν έχει πρόβλημα να τα χαλάει.
Ο Στέφανος Τσιτσιπάς είναι απίθανο να γίνει το Νο1. Πόσω μάλλον the Goat, δηλαδή The Greater of All Time. Oι αθλητές όμως σηκώνουν τα βάρη των ονείρων των φιλάθλων του καναπέ. Οι οποίοι όσο τους αρέσει να θεοποιούν άλλο τόσο λατρεύουν να αποκαθηλώνουν. «Δεν δικαίωσε τις προσδοκίες». Μόνο που οι προσδοκίες είναι των δημοσιογράφων και των φιλάθλων.
Ισχύει ό,τι και για τον χαρισματικό Βρετανό καλλιτέχνη Πίτερ Κουκ. Οταν πέθανε το 1995 και όλοι έλεγαν «δεν έφτασε εκεί που μπορούσε», ένας συνάδελφός του είχε πει: «Μπορεί να μην ενδιαφερόταν να φτάσει παραπάνω».
ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΤΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ
Πριν από λίγο καιρό είχα πάει να πάρω γυαλιά με τα λεφτά που δίνει κάθε δύο χρόνια το Ταμείο. Δοκίμασα ένα ζευγάρι, ρώτησα την τιμή και επειδή μου φάνηκε ακριβή, ζήτησα να δω και άλλα. «Γιατί σας ενδιαφέρει η τιμή; Αφού τα πληρώνει το Ταμείο», είπε η πωλήτρια. «Οποιος και να τα πληρώνει είναι ακριβά. Να δούμε κάτι φτηνότερο;».
Αμα ενδιαφερόμασταν για τα λεφτά των Ταμείων, δεν θα είχαμε συνομιλίες όπως με τον γιατρό από τον Ασπρόπυργο και τον φαρμακοποιό. Στις οποίες, αντί να παραγγέλνει ο γιατρός τα φάρμακα, του λέει τι να γράψει σε συνταγές ο φαρμακοποιός. Νοοτροπία που έχει κάνει την Ελλάδα πρωταθλήτρια στην υπερσυνταγογράφηση.
Είναι η νοοτροπία «Δεν τα πληρώνουμε εμείς, αλλά το κράτος». Μόνο που εμείς τα πληρώνουμε. Ακόμα και τις εποχές που το κράτος τύπωνε δραχμές, τα πληρώναμε με πληθωρισμό. Με το ευρώ τα πληρώνουμε με ανάπτυξη. Ευρωπαϊκά λεφτά, που θα έπρεπε να διατίθενται στην ανασυγκρότηση της αγροτικής παραγωγής, γίνονται τούρμπο ναβάρες και χαρτούρες για τα κλαρίνα στα πανηγύρια.
Αναφέρομαι φυσικά στον έλεγχο που έγινε στον ΟΠΕΚΕΠΕ και τα χρήματα που φαγώθηκαν από την Ε.Ε. για ανύπαρκτες καλλιέργειες και κοπάδια με ζώα και παραπέμπουν σε άλλες εποχές. Στις εποχές του «μαζί τα φάγαμε». Τότε όμως άλλοι έτρωγαν δεκάρικα και άλλοι εκατομμύρια.