Αν και το ζήτημα έχει επιστρέψει στη δημόσια συζήτηση, δεν έχει ακόμα λάβει σαφείς τάσεις ακραίας διχοτόμησης του πολιτικού σκηνικού, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες της Ε.Ε.
Οσον αφορά στη στάση της ελληνικής κυβέρνησης, θα πρέπει να συνυπολογιστούν και δύο επιπλέον προτερήματα που έχει αποκτήσει στην πορεία και τα οποία λειτουργούν ως επιβαρυντικοί παράγοντες για τα κόμματα της εξ αριστερών αντιπολίτευσης.
Η βαριά κριτική που ασκήθηκε σε ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ επί μακρόν για την άκριτη υιοθέτηση και αναπαραγωγή της fake υπόθεσης της «μικρής Μαρίας στον Εβρο» που μπορεί να εξέθεσε τη χώρα μέχρι να ζητήσει δημόσια συγγνώμη το «Der Spiegel», αλλά εξέθεσε και τα ίδια στα μάτια της ελληνικής κοινής γνώμης και των ψηφοφόρων.
Επίσης, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει εισπράξει ένα μεγάλο και σημαντικό παράσημο, όπως τουλάχιστον έχει εκτιμηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, από την άκρως αποτελεσματική διαχείριση της μεταναστευτικής κρίσης στον Εβρο το 2020. Το ίδιο μοντέλο επιχειρεί και τώρα να εφαρμόσει, για την αντιμετώπιση του προβλήματος από τη Λιβύη.
Βάσει αυτού, η κυβέρνηση εμφανίζεται «θωρακισμένη» απέναντι σε κατηγορίες περί επιείκειας, προβάλλοντας μια πιο σκληρή ρητορική. Αντίθετα, η Κεντροαριστερά φαίνεται να αποφεύγει το θέμα, ακριβώς επειδή δεν συνιστά πρόσφορο πεδίο αντιπαράθεσης για την εκλογική της βάση που να υπόσχεται δημοσκοπικά κέρδη. Τα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας κόμματα (Φωνή Λογικής, Ελληνική Λύση, Νίκη) επιχειρούν να κεφαλαιοποιήσουν την ανησυχία των πολιτών.
Ωστόσο δεν πείθουν, καθώς δεν διαθέτουν κάποιο προσγειωμένο σχέδιο αντιμετώπισης πέραν των ακροτήτων που εκφράζουν. Προσπερνούν αδιάφορα τα ζητήματα ανθρωπισμού, που προκύπτουν στην αντιμετώπιση του Μεταναστευτικού. Φλερτάρουν, με λίγα λόγια, με ακροδεξιές λογικές, που σε καμία περίπτωση δεν τέμνονται με την παραδοσιακή ευρωπαϊκή λογική, ακόμα και αν αυτή βρίσκεται σε φάση επαναπροσδιορισμού προς το σκληρότερο.
Το Μεταναστευτικό παραμένει λοιπόν ένα ζήτημα με ειδικό πολιτικό βάρος, αλλά όχι -προς το παρόν- αρκετό για να ανατρέψει τις κυρίαρχα πολιτικά και δημοσκοπικά δεδομένα. Αυτό που μετράει στην παρούσα φάση της πολιτικής σκακιέρας, όπως φαίνεται, δεν είναι οι αριθμοί, αλλά η ικανότητα να διαχειρίζεται κανείς τις προκλήσεις με σοβαρότητα. Και κυρίως, αποτελεσματικότητα, χωρίς ακρότητες και λαϊκισμούς.