Η απόλυτη και με ταχύτητα-ρεκόρ εξιχνίαση της τραγικής υπόθεσης με το κοριτσάκι που ξεβράστηκε στην παραλία του Παλαιού Φαλήρου ήταν η τελειωτική απάντηση της λογικής προς τους πολλούς ιδεολογικόπληκτους αρνητές των καμερών. Πλάνο πλάνο αυτή η τεχνολογία και η ειδική εκπαίδευση των χειριστών της έδωσε την απάντηση με όλες τις διαστάσεις στο σύνολο του ελληνικού λαού, που παρακολουθούσε με σοκ και δέος αυτή την ιστορία.
Η αποδοχή της λύσης του «προβλήματος» μέσω των καμερών ασφαλείας ήταν καθολική και δεν χρειάστηκε καμία κάθοδος στο γήπεδο των αντιπάλων γιατί το γκολ μπήκε από τα αποδυτήρια. Η διαχρονική προπαγάνδα με τη σφραγίδα πολιτικών, διανοουμένων και νομικών πρώτης γραμμής ύφανε έναν αδιαπέραστο ιστό, εγκλωβίζοντας τους επικεφαλής των αρμοδίων Ανεξάρτητων Αρχών, που με αναλύσεις αποτρεπτικές δεν επέτρεπαν τη χρήση τους ακόμη και σε δρόμους-λαιμητόμους. Μόλις τα τελευταία χρόνια άνοιξε και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα τις πόρτες της στη λογική και δόθηκε το «πράσινο φως» για την εγκατάσταση κυκλοφοριακών καμερών.
Επισημαίνεται πως, και από την πλευρά τους, ειδικά οι κεντροδεξιές κυβερνήσεις επί δεκαετίες, υπό το βάρος φοβικών συνδρόμων μήπως «παρεξηγηθούν», υποχωρούσαν. Αρχής γενομένης από το 2004, όταν η κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή δέχθηκε αμαχητί -αν και ήταν πολύ μεγάλο το κόστος αγοράς και εγκατάστασης των καμερών για τους Ολυμπιακούς Αγώνες -την κρίση της Αρχής Προσωπικών Δεδομένων πως η λειτουργία των καμερών παραβιάζει το Σύνταγμα και τις κατάργησε. Απόφαση της Αρχής το 2007 ανέφερε πως η μόνιμη παρακολούθηση δημόσιων χώρων χωρίς σοβαρό λόγο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί σε καιρό ειρήνης. Ηταν η περίοδος που πολλοί πολίτες, οργανώσεις αλλά κυρίως πολιτικοί ξιφουλκούσαν, με κάθε ευκαιρία κατά των καμερών, ίσως γιατί εκείνη τη μακρινή εποχή θεωρούσαν πως ζούσαμε σε μία περίοδο ειρήνης, αν και η εγκληματικότητα, απόρροια σε μεγάλο βαθμό της μετανάστευσης, άλλο καταδείκνυε. Την έζησα η ίδια εκείνη την εποχή -ως βουλευτής της πληγείσας από εγκληματικότητα Α’ Αθηνών Ν.Δ.- όταν εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ αμφισβητούσε ακόμη και την εγκατάσταση εντός Βουλής, για την παρακολούθηση θεσμικών διαδικασιών, τονίζοντας πως θα δικαιωθεί από το ΣτΕ, ενώ αργότερα ο Τάσος Κουράκης χαρακτήριζε την τοποθέτηση καμερών σε λεωφόρους αντιδημοκρατική ενέργεια, ενώ ακραίες ήταν και οι αρνητικές τοποθετήσεις των τομεαρχών Παιδείας, Φίλη και Τζούφη, επί μέτρων στην πανδημία για την διά καμερών και Διαδικτύου διδασκαλία ώστε να μη χαθεί η σχολική χρονιά. Μόλις «προχθές», το 2024, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, Θ. Ξανθόπουλος, χαρακτήρισε ολισθηρή, που οδηγεί στην περιστολή δικαιωμάτων, την πρωτοβουλία της κυβέρνησης για κάμερες στους δρόμους.
Με την πλάτη στον τοίχο τώρα πια όλοι αυτοί, καθώς η τεχνολογία αδιαφορεί για τις γραφικότητες, καιρός είναι να το ξεφορτωθούν το παραμύθι τους κρατώντας μόνο μία σελίδα που από τότε τους προειδοποιούσε πως θα χάσουν από τα αποδυτήρια. Εκείνη την τραγελαφική σκηνή, όταν ο πρωθιερέας του πολέμου κατά των καμερών και της αστυνομικής παρουσίας, Δ. Στρατούλης με το όνομα, βουλευτής και ολίγον υπουργός αργότερα είχε δεχθεί, έξω από το ΟΑΚΑ, αποδοκιμασίες και αγανακτισμένος αμέσως μετά δήλωνε στα κανάλια πως κατά τη διάρκεια της επίθεσης δεν υπήρχε επαρκής αστυνομική παρουσία ή κάμερες ασφαλείας! Αυτός το είχε από τότε σκίσει το παραμύθι του ΣΥΡΙΖΑ και των λοιπών και πήγε σπίτι του. Οπως και οι υπόλοιποι, τώρα πια, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση.