Η εργασία, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Monthly Notices της Βασιλικής Αστρονομικής Εταιρείας, παρουσιάζει δεδομένα ότι η ισχυρή συσχέτιση μεταξύ υπεριώδους ακτινοβολίας, που εκπέμπεται από τον θερμό περιστρεφόμενο δίσκο γύρω από τη μαύρη τρύπα, και της ακτινοβολίας στις ακτίνες Χ, η οποία αποδίδεται σε μια περιοχή θερμού πλάσματος πολύ κοντά στη μαύρη τρύπα που ονομάζεται «κορώνα», δεν είναι σταθερή σε όλη την κοσμική ιστορία. Ο περιστρεφόμενος δίσκος είναι τόσο φωτεινός που στην ακτινοβολία του παράγει 100 έως 1.000 φορές περισσότερο φως από έναν ολόκληρο γαλαξία που περιέχει 100 δισεκατομμύρια αστέρια, γεγονός που καθιστά ιδιαίτερα σημαντική τη βαθύτερη κατανόηση της σχέσης δίσκου–κορώνας και της εξάρτησής της από τον κοσμικό χρόνο.
Η μελέτη συνδύασε νέες παρατηρήσεις ακτίνων Χ από το τηλεσκόπιο eROSITA/SRG και αρχειακά δεδομένα από το τηλεσκόπιο XMM-Newton του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος με έναν οπτικό κατάλογο κβάζαρ από το πρόγραμμα SDSS. Το τελικό δείγμα περιλαμβάνει 136.745 ενεργές υπερμεγέθεις μαύρες τρύπες με εύρος αποστάσεων που φτάνει από το κοντινό στο πρώιμο Σύμπαν. Οι συγγραφείς επέλεξαν ιεραρχική Μπεϋζιανή μεθοδολογία για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της μικρής έκθεσης του eROSITA ανά αντικείμενο και να εξάγουν στατιστικά ισχυρά συμπεράσματα για τον συνολικό πληθυσμό. «Η αντίληψη ότι οι ενεργές μαύρες τρύπες μεγαλώνουν ρουφώντας ύλη παραμένει. Αυτό που αλλάζει με την έρευνα και είναι ένα πολύ παράξενο αποτέλεσμα και για εμάς που το είδαμε και δεν είμαστε σίγουροι πώς να το εξηγήσουμε, είναι ότι φαίνεται να αλλάζει με τον κοσμικό χρόνο ο τρόπος αλληλεπίδρασης μεταξύ της περιοχής που παράγει την υπεριώδη ακτινοβολία και της περιοχής που παράγει τις ακτίνες Χ», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η μεταδιδακτορική ερευνήτρια του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και κύρια συγγραφέας της μελέτης, Μαρία Χήρα.
Τα ευρήματα δείχνουν ότι στο πρώιμο Σύμπαν η συσχέτιση υπεριώδους–ακτίνων Χ ήταν σημαντικά διαφορετική από ό,τι παρατηρείται σήμερα, με αποτέλεσμα οι μεταβολές στην υπεριώδη ένταση να συνδέονται διαφορετικά με τις μεταβολές στις ακτίνες Χ ανάλογα με την εποχή. Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η παρατήρηση δεν αντικρούει την κλασική εικόνα της συσσώρευσης ύλης, αλλά υποδεικνύει μεταβολή στους μηχανισμούς μεταφοράς ενέργειας ή στην δομή της κορώνας και του δίσκου με την πάροδο του κοσμικού χρόνου. Ως επόμενο βήμα ανακοινώθηκε η στόχευση σε ακόμη πιο μακρινούς και αμυδρούς πυρήνες, μεγαλύτερη έκθεση και συνδυαστική χρήση πρόσθετων τηλεσκοπικών δεδομένων ώστε να διακριβωθούν κατά πόσον οι παρατηρούμενες τάσεις οφείλονται σε φυσικές παραμέτρους όπως μάζα και ρυθμός τροφοδοσίας ή σε συστηματικές επιδράσεις των παρατηρήσεων.