Η ειδυλλιακή ζωή μιας αγαπημένης οικογένειας βρίσκει πρόωρο τέλος όταν ένα φρικτό σεξουαλικό έγκλημα πυροδοτεί μια αλυσιδωτή σειρά γεγονότων και σημαδεύει τη ζωή και τη μοίρα των ηρώων του έργου. Η Ρέκια στηλιτεύει τον επιφανειακό τρόπο που τέτοιου είδους υποθέσεις διερευνώνται συχνά από τις βαθιά προκατειλημμένες Αρχές επιβολής του νόμου, εστιάζει στον αντίκτυπό τους στην ψυχική ισορροπία των θυμάτων και του περίγυρού τους, ενώ δε διστάζει να θίξει το ζήτημα της αυτοδικίας. Το λογοτεχνικό ντεμπούτο της Ιταλίδας λογοτέχνιδας που κέρδισε το κοινό είναι ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα με πολλούς υπέροχους χαρακτήρες που διεξάγουν το δικό τους προσωπικό ταξίδι ωρίμανσης ως τη λύτρωση.
_ Μιλήστε μας λίγο για τη σχέση σας με τη γραφή. Από πού πηγάζει η ανάγκη σας να αφηγείστε ιστορίες και τι ήταν αυτό που σας έκανε να πάρετε την απόφαση να τις «φέρετε στο φως»;
Η ανάγκη μου να επινοώ ιστορίες γεννήθηκε όταν ήμουν πολύ μικρή, προτού καν μάθω να γράφω. Τόσο ως παιδί όσο και στην εφηβεία μου, είχα πάντοτε μια σχετική δυσκολία να ενταχθώ στο σύνολο, να συναναστραφώ με συνομηλίκους μου. Μου φαινόταν δύσκολο να βρω τη θέση μου στον κόσμο. Η φαντασία ήταν η διέξοδός μου από αυτό το αίσθημα ανεπάρκειας και δυσφορίας, επειδή μου επέτρεπε να είμαι κάτι άλλο, να βρίσκω καταφύγιο αλλού. Οι ήρωές μου μού κρατούσαν συντροφιά. Η γραφή κατέληξε να είναι το πιο άμεσο και αποτελεσματικό εργαλείο για να εκφράσω τη δημιουργικότητά μου. Οι ιστορίες μου άρχισαν να παίρνουν μορφή στις σελίδες, κι αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος που είχα για να τις φυλάω. Επειτα άρχισα να τις χαρίζω στην αδελφή μου,·το έκανα αυτό για πάρα πολλά χρόνια. Στα πενήντα μου κατάλαβα ότι δεν χρειαζόμουν πια να θεωρώ τη γραφή ως καταφύγιο, ότι ήμουν έτοιμη να υποβάλω το τελευταίο μου μυθιστόρημα «Ο,τι απομένει απ’ τη ζωή», στην κρίση ενός ειδικού. Το «έφερα στο φως», επειδή είχα καταλάβει ότι, επιτέλους, η ιδέα μιας ενδεχόμενης απόρριψης δεν με φόβιζε πια.
_Το κομβικό γεγονός της ιστορίας, το αποτρόπαιο έγκλημα εις βάρος των δυο κοριτσιών, έχει, δυστυχώς, πολλά κοινά σημεία με παρόμοιες εγκληματικές ενέργειες για τις οποίες διαβάζουμε, βλέπουμε και ακούμε στα ΜΜΕ. Πώς επιλέξατε να μιλήσετε για αυτό το θέμα; Εμπνευστήκατε από αληθινά περιστατικά;
Επέλεξα να αφηγηθώ αυτό το τόσο δραματικό θέμα με τη μέγιστη δυνατή λεπτότητα, από σεβασμό απέναντι στους χαρακτήρες των οποίων αφηγούμαι την ιστορία. Δεν εμπνεύστηκα από κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, όμως, όταν ολοκλήρωσα το μυθιστόρημα, συνειδητοποίησα ότι η ιστορία της Μπέτα Ανσάλντο είχε κοινά στοιχεία με γνωστά περιστατικά της επικαιρότητας, όπως η σφαγή του Τσιρτσέο (ΣτΣ: Σεξουαλικό αποτρόπαιο έγκλημα που έγινε στην περιφέρεια του Λάτσιο, το 1975, και συγκλόνισε την Ιταλία). Η αλήθεια είναι ότι, δυστυχώς, τα εγκλήματα αυτού του τύπου τείνουν κάποιες φορές να μοιάζουν μεταξύ τους· ακολουθούν το ίδιο μοτίβο, επειδή πηγάζουν από τις ίδιες παθογένειες που υπάρχουν στην κοινωνία, χθες και σήμερα.

_Ηταν οι προσωπικότητες των ηρώων σας, ή έστω κάποιων από αυτούς, εκείνες που καθοδήγησαν την πορεία της ιστορίας ή προχωρήσατε στην ανάπτυξη της αφήγησης βάσει προκαθορισμένου σχεδιαγράμματος εξέλιξης της πλοκής; Με άλλα λόγια, σας παρέσυραν οι ήρωες ή εσείς είχατε «το πάνω χέρι»;
Οι ήρωές μου είναι κυριολεκτικά προικισμένοι με τη δική τους ζωή, αδάμαστοι. Θα ήταν αδύνατο για μένα να ακολουθήσω κάποιο σχήμα ή προσχέδιο. Εκείνοι παίρνουν τον «έλεγχο της πένας», αλλά και του μυαλού μου. Αλίμονο αν τους αναγκάσω να κάνουν κάτι: η αφήγηση μπλοκάρει, κι εγώ νιώθω βαλτωμένη μέχρι να καταφέρω να τους ακολουθήσω. Αυτό είναι, όμως, το σωστό: τους βιώνω και τους αντιμετωπίζω ως αληθινά πρόσωπα, επομένως δεν μπορώ παρά να τους ακούω και να ζω μαζί τους τα συναισθήματα της ιστορίας. Καταλαβαίνω ότι το μυθιστόρημα έχει τελειώσει όταν νιώσω ότι σωπαίνουν, ότι όλα έχουν ολοκληρωθεί, ότι εκείνοι έχουν βρει τη γαλήνη, και μαζί τους κι εγώ. Είναι η πιο έντονη και συγκινητική στιγμή στη διαδρομή της γραφής μου. Ισως, σήμερα, γράφω κυρίως για αυτήν τη μοναδική, συγκλονιστική στιγμή.
«Ενιωσα πως πέταγα στα ουράνια»
_ Οι κινηματογραφικές περιγραφές και η σκηνοθεσία του μυθιστορήματος, οι θεματικές του έργου που απασχολούν έντονα τις σημερινές δυτικές και όχι μόνο κοινωνίες, οι ζωντανοί χαρακτήρες, το ιστορικό παρασκήνιο, κρίνω πως αποτελούν βασικά συστατικά για μια επιτυχημένη κινηματογραφική ή τηλεοπτική μεταφορά του έργου. Ηταν κάτι που είχατε κατά νου καθώς η πένα άγγιζε το χαρτί ή που σας απασχόλησε μετά την έκδοση του έργου; Θα δούμε τη Μαρίζα και τη Μίριαμ, τον Λέο και τον Στέλβιο να παίρνουν ζωή στη μικρή ή τη μεγάλη οθόνη;
Οταν άρχισα να γράφω το «Ο,τι απομένει απ’ τη ζωή», δεν είχα καν εξετάσει το ενδεχόμενο ότι θα μπορούσε να εκδοθεί. Εγραφα μόνο για μένα και για την αδελφή μου, όπως πάντα, επομένως ούτε λόγος να σκεφτώ την πιθανότητα μιας ταινίας. Μετά την κυκλοφορία του μυθιστορήματος, βλέποντας τον ενθουσιασμό με τον οποίο έγινε δεκτό, ομολογώ ότι άρχισε σιγά σιγά να περνάει από το μυαλό μου η πιθανότητα της μεταφοράς του στην οθόνη. Ωσπου ένα απόγευμα, με παίρνει τηλέφωνο η ατζέντισσά μου και μου λέει ότι ένας από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες θέλει να γυρίσει μια ταινία, ή ίσως μια τηλεοπτική σειρά, βασισμένη στο μυθιστόρημά μου. Περιττό να πω ότι ένιωσα πως πέταγα στα ουράνια.
Προχωρεί και τρίτο βιβλίο
_ Την έκδοση του πρώτου σας μυθιστορήματος ακολούθησε πολύ σύντομα, μόλις ένα χρόνο μετά, η κυκλοφορία του δεύτερου, με τίτλο Io che ti ho voluto così bene (Εγώ που σε αγάπησα τόσο πολύ), που θα κυκλοφορήσει το 2026 κι αυτό από τις Εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση Δήμητρας Δότση) στο οποίο το κοινό επιφύλαξε, επίσης, θερμή υποδοχή. Να τολμήσω να ρωτήσω αν ετοιμάζετε το τρίτο βιβλίο και αν ναι, τι πραγματεύεται, ή είναι ακόμη νωρίς;
Η συγγραφή του τρίτου βιβλίου προχωρά με γρήγορους ρυθμούς. Υπολογίζω να το ολοκληρώσω στο τέλος της χρονιάς. Για την ιστορία δεν θα αποκαλύψω τίποτε, και αυτό γιατί, από δεισιδαιμονία, δεν μιλώ ποτέ για ένα μυθιστόρημα προτού τελειώσει. Μπορώ μόνο να πω ότι ελπίζω οι πρωταγωνίστριες να κερδίσουν την καρδιά των αναγνωστών, όπως ακριβώς κέρδισαν και τη δική μου.
INFO:Ρομπέρτα Ρέκια, Ο,τι απομένει από τη ζωή, μετάφραση Δήμητρα Δότση, Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα, 2025, 480 σελ.

