Μια έκθεση που δεν θα ήταν δυνατόν να διοργανωθεί χωρίς τις άοκνες προσπάθειες των επιστήθιων φίλων του ζωγράφου και γλύπτη Μίλτου Παπαστεργίου, του συλλέκτη Θανάση Μιχαηλίδη, των ζωγράφων Γιάννη Αδαμάκη, Αλέξη Βερούκα και Μίλτου Γκολέμα, καθώς και του γκαλερίστα Αλέξανδρου Σιώμου, που με ζέση συγκέντρωσαν τα έργα, ζωγραφικά και γλυπτά, που παρουσιάζονται στην έκθεση. Στα εγκαίνια της έκθεσης παρατηρήθηκε αληθινή κοσμοσυρροή φιλότεχνων και ζωγράφων που ήρθαν για να τον τιμήσουν. Ηταν ένας πολύ δυνατός καλλιτέχνης, που συνέχισε απτόητος και αμετακίνητος την καλλιτεχνική διαδρομή του, για να δημιουργήσει τόσο έργα ζωγραφικής και γλυπτικής όσο και μεγάλα δημόσια έργα, που βρίσκονται στην Αθήνα, στη Λάρισα, την πόλη όπου γεννήθηκε, και αλλού.
Μοντερνισμός
Με αφορμή αυτήν την έκθεση, απευθυνθήκαμε σε ανθρώπους της τέχνης που συνδέθηκαν μαζί του με ισχυρή και μακρόχρονη φιλία και μας μιλούν σήμερα για τον καλλιτέχνη Μίλτο Παπαστεργίου, αλλά και για την προσωπική σχέση τους. Ο συλλέκτης Θανάσης Μιχαηλίδης, πολλά από τα έργα της έκθεσης προέρχονται από την προσωπική συλλογή του, θυμάται πώς ξεκινούσαν συχνά οι κουβέντες τους:
«- Υπάρχει δημόσια γλυπτική στην Ελλάδα;
– Δυστυχώς, όχι. Εδώ η τέχνη είναι ιδιωτική υπόθεση. Αφορά λίγους.
Κάπως έτσι άρχιζε συνήθως η συζήτησή μας περί τέχνης με τον Μίλτο στις απογευματινές ή βραδινές συναντήσεις μας, στο σπίτι-εργαστήριό του ή σε κάποιο οικείο εστιατόριο.
Ο σπουδαίος Ελληνας γλύπτης, εφοδιασμένος με δυναμικό σχέδιο και μεγαλείο ψυχής, κάθε μέρα αναζητούσε την αλήθεια της δημιουργίας μέσα από την αμφισβήτηση, την αμφιβολία και την ανατροπή.
Ολη την ημέρα σχεδίαζε με πάθος σε ό,τι υλικό είχε μπροστά του και μελετούσε μικρές ή μεγάλες φόρμες. Εγώ, με το πάθος του φιλότεχνου συλλέκτη, τον προκαλούσα.
” Να πάρω αυτές τις φόρμες για το χυτήριο;”, ρωτούσα.
”Oχι ακόμα!”, απαντούσε ο Μίλτος.
Την άλλη ημέρα, είχε τεμαχίσει τη φόρμα και πάλι από την αρχή η σύνθεση. ”Τα θραύσματα πρέπει να γίνουν έργα πάλι, όχι μανιέρα”.
Μελετούσε πάντα τη σημερινή γλυπτική και ζωγραφική, στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Φυσικά, στο τέλος της ημέρας, ”έπρεπε” να σχολιάσουμε όλες αυτές τις πληροφορίες, με συμφωνία γνώμης ή διαφωνία για τον τάδε ζωγράφο ή τον δείνα γλύπτη.
Ελεγε πάντα έντονα ότι η τέχνη πρέπει να περιέχει τον βιταλισμό, ότι η σημερινή τέχνη δεν μπορεί να αγνοεί το κίνημα του μοντερνισμού, ότι πρέπει να βλέπεις το συγκεκριμένο με αφηρημένο μάτι.
Πάντα ο λόγος του είχε συνέχεια, αλλά και παύσεις, για να στοχαστεί ένα σχέδιο ή μία φόρμα, να μελετήσει το φως σαν βασικό στοιχείο της γλυπτικής.
Ενωνε δύο φόρμες για να δημιουργήσει χώρο, όπως έλεγε.
Μελετούσε όλα τα σύγχρονα υλικά, όπως το αλουμίνιο, το τσιμέντο, το πώς μπορούν αυτά να δώσουν στη σημερινή γλυπτική μία άλλη διάσταση, ένα νέο περιεχόμενο.
Με ένα δυνατό, καθαρό, μεγάλης έντασης σχέδιο, αναζητούσε τις προκλήσεις, με αποτέλεσμα πάντα να δημιουργεί κορυφαία έργα γλυπτικής, γεμάτα ενέργεια, όπως λαχταρούσε!
Ετσι, έγιναν πολλά έργα, όπως η προτομή η δική μου ή του Μίλτου Σαχτούρη, από ιδέα του φίλου μας Αλέξη Βερούκα.
Οι σοβαρές, όμως, προκλήσεις συνυπήρχαν με τις διασκεδαστικές, όπως αυτή που είχα επινοήσει όταν τα βράδια πηγαίναμε για φαγητό, ακούγοντας αμερικανική ή ευρωπαϊκή μουσική.
Εκεί άρχιζε ένα παιχνίδι, όπου, πάνω στα σουπλά που είχαμε μπροστά μας, άρχιζε να σχεδιάζει από μνήμης όποιον τραγουδιστή ακούγαμε. Από Frank Sinatra έως Joe Dassin. Κάπως έτσι έγιναν πολλά σχέδια από τον Μίλτο, με μεγάλη χαρά και αστείρευτα γέλια, γέλια, γέλια…
Ο Μίλτος Παπαστεργίου άφησε ένα μεγάλο έργο δημόσιας γλυπτικής-ζωγραφικής στην Αθήνα, στη Λάρισα, στα Χανιά, στην Υδρα και αλλού.
Ενα εξαίρετο ταλέντο με μια αιρετική σκέψη, με πνεύμα, με χιούμορ, με δύναμη και, κυρίως, με πάθος για την τέχνη και τη χαρά της ζωής. Πιο σημαντικό, όμως, απ’ όλα ήταν η αγάπη που πήραμε εμείς οι φίλοι του. Ισως περισσότερη από αυτήν που έλαβε…».
Τα έργα του με ένα φύσημα κέρδιζαν ζωή…
Ο ζωγράφος Γιάννης Αδαμάκης θυμάται για τη συνάντησή του με τον Μίλτο Παπαστεργίου:
«Με τον Μίλτο Παπαστεργίου γνωριστήκαμε ένα βράδυ στο Νέο Ψυχικό. Οι πρώτες συναντήσεις είναι πάντα αναγνωριστικές. Οι συναντήσεις που θέτουν διάφορα ερωτήματα. Συναντήσεις που εδραιώνουν ή αποδομούν μια σχέση… Συχνά οι καλλιτέχνες, υπονοώντας ιδέες, κουβεντιάζουν έμμεσα.
Μέσα από αστεία, ιστορίες από το παρελθόν, σχέδια σε εξέλιξη, διαμορφώνουν το πλαίσιο του διαλόγου. Συναντήσεις που αναζητούν περιεχόμενο. Επιβάλλουν θετικές ή αρνητικές εντάσεις. Αυτοορίζονται μεσολαβητές μιας δημιουργικής βραδιάς.
Οι κοινές παρέες βοηθούν… Κι εμείς είχαμε τη χαρά και την τύχη να τις μοιραζόμαστε.
Στους αποχωρισμούς, μένει πάντα η αίσθηση πως κάτι κερδίσαμε. Ενα κέρδος ουσίας και ας μην αγγίξαμε ευαίσθητες χορδές και ας αποφύγαμε συγκρούσεις, γιατί η τέχνη είναι μια σύγκρουση, μια σύγκρουση με τον εαυτό μας, με τους ομοτέχνους μας, με τους γύρω μας.
Καταφέραμε με τον Μίλτο να κερδίσουμε ενέργεια από τις κοινές μας επιδιώξεις. Και αυτό συνέβη γιατί ο Μίλτος, πέρα από τη βαθιά του γνώση γύρω από το αντικείμενό του, κατάφερνε, με το χιούμορ του, την οξυδέρκειά του και την αγάπη του, να ενώνει τους ανθρώπους, να οργανώνει την κουβέντα.
Θαυμάζαμε το πάθος του. Θαυμάζαμε το κουράγιο του. Θαυμάζαμε την τέχνη του, τις προθέσεις του, τον τρόπο προσέγγισης της δουλειάς του, την αναδόμηση μικρών πραγμάτων σε ένα αποτέλεσμα υψηλής αισθητικής.
Τα έργα του ενεργοί-ζωντανοί οργανισμοί, που εμπεριέχουν φλέβες, κόκαλα, μυς. Τα έπλαθε με τα χέρια, σαν από κομμάτι πηλό, που με ένα φύσημα κέρδιζαν τη ζωή. Μια μέθεξη, πίσω από ανεξιχνίαστα βλέμματα, πονηρά χαμόγελα, έξυπνους διαλογισμούς. Εκκρεμείς ιδέες.
Ετσι χτίζονται οι φιλίες. Ετσι χτίζονται οι σκέψεις. Δύσκολο πράγμα στις μέρες μας να νιώσουμε την ανάγκη άλλων ανθρώπων, που απαλύνουν τις αγωνίες μας, που μας ξεκουράζουν από το βάρος των αστοχιών μας, των σκοτεινών μας βεβαιοτήτων…».
Σχεδίασε, δούλεψε, σπούδασε, έπλασε
Από την πλευρά του ο Αλέξης Βερούκας, στη δική του ποιητική αποτίμηση ζωής για τον Μίλτο Παπαστεργίου, σημειώνει: «Ο Μίλτος σάρωνε πάντα τον χώρο κοντά και μακριά σαν να ήταν η πρώτη μέρα που έβλεπε. Επεφτε σε χαμηλό βαρομετρικό και τα μάτια του, σηματοδότες κρυφών συναισθημάτων, σε εστίαζαν υπό γωνία και μιλούσαν με λίγη αγανάκτηση και γλυκόπικρη μελαγχολία για τις άλλες, τις όμορφες μέρες που θα έρθουν… κοιτούσε μετά ξανά, μακριά το υπέροχο πουθενά.
Ο ωραίος με τα αχτένιστα μαλλιά σχεδίασε, δούλεψε, σπούδασε, έπλασε, ταξίδεψε, θαύμασε τον Ντονατέλο, υποψιάστηκε νωρίς την υπεροχή των αλόγων. Μια μέρα, χωρίς καμία προειδοποίηση, τον ξέβρασε η τρικυμία στην ακτή της Λιλιπούτ. Οταν έκανε μούσκεμα να σηκωθεί, κατάλαβε πως ήταν Κένταυρος και έμοιαζε πιο πολύ στα πλάσματα που αγαπούσε παρά στους υπόλοιπους ανόητους Γιαχού, που τον είχαν κλειδωμένο στη μεγάλη πόλη της φυλής τους. Μόνο που όταν πήγε στους στάβλους να τα συναντήσει, όπως συνήθιζε να γεμίζει τον ελεύθερο χρόνο στην προηγούμενη ζωή του, αντιλήφθηκε ότι είχε περάσει από την άλλη πλευρά του φακού. Αυτές οι ασύγκριτες μυοσκελετικές και διανοητικές υπερμηχανές ήταν τώρα πολύ μικρότερες και γυρόφερναν πάνω στα γόνατά του, σκαρφάλωναν στα μπράτσα του, κούρνιαζαν στην αγκαλιά του. Τα αράδιασε σαν νέος Χείρωνας, μάστορας αυτός, πάνω σε μια μεγάλη τάβλα να τα μερέψει. Και έφτιαξε τόσα όσα βρήκε και άλλα τόσα και τόσο πολλά, ένα ιππικό ολόκληρο. Γίγαντας ανάμεσά τους. Για πολλά χρόνια. Ο δημιουργός τους. Πριν ξημερώσει, έβαλε πάλι τα γάντια του, όπως κάθε μέρα, μήπως γυρίσει το αετοπούλι του, που σουλατσάριζε στους ουρανούς. Βέβαιος ότι δεν ήταν λόγος πια να το περιμένει, δέθηκε πίσω από το ιππικό του και όρμησε και αυτός στο μπλε του σύμπαντος κόσμου του».