
Στο μυθιστόρημα «Οι Σειρήνες του Βοσπόρου», η συγγραφέας Μαίρη Μαγουλά μάς ταξιδεύει σε μια εποχή που δεν είναι απλώς ιστορία αλλά συλλογικό τραύμα, ζωγραφίζοντας πρόσωπα που ζουν ανάμεσα στην ελπίδα και την απώλεια. Σε αυτή τη συνέντευξη, η Μαίρη μας αποκαλύπτει πώς η αφήγηση γίνεται φωνή μνήμης και πόνος που δεν σβήνει.
_Η Κωνσταντινούπολη του 1955 ζωντανεύει μέσα από τις σελίδες σας με έναν τρόπο σχεδόν απτικό, σαν να ακούει ο αναγνώστης τον παλμό της πόλης. Ποια ήταν η προσωπική σας σχέση με αυτή την εποχή και την πόλη και τι σας συγκίνησε περισσότερο ώστε να την αποδώσετε τόσο ζωντανά;
Ενιωσα την ανάγκη πως, πρώτα εγώ, έπρεπε να αφουγκραστώ τον παλμό της Πόλης, μιας πόλης που είχα γεννηθεί αλλά δεν είχα προλάβει να ζήσω, μια και οι γονείς μου αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν με τις απελάσεις του 1964. Οπως αποδείχτηκε δεν είχα κατορθώσει να ξεφύγω από τις ρίζες μου. Μια γραμμή ζωής λες και με τραβούσε πίσω στον τόπο μου. Κάποια κομμάτια μου είχαν μείνει πίσω, στα σοκάκια του Μπεμπεκιού, του χωριού μου, στα βαποράκια του Βοσπόρου, στους γλάρους που πετούσαν κρώζοντας. Περιδιαβαίνοντάς την, απ’ τη μια άκρη ως την άλλη, μαγεμένη, οριοθέτησα την εποχή στην οποία ήθελα να αναφερθώ και αφοσιώθηκα στη γραφή. Το 1955, -συμπληρώνονται φέτος 70 χρόνια από τα «Σεπτεμβριανά»- ήμουν αγέννητη, μεγάλωσα όμως μέσα από τις οδυνηρές μνήμες των γονιών μου που με τα χρόνια είχαν γίνει και δικές μου. Ετσι ξεκίνησε αυτή η εσωτερική διαδρομή. Χρησιμοποιώντας με ενσυναίσθηση τα εργαλεία της κοινωνικής ανθρωπολογίας, ερευνώντας σχετική βιβλιογραφία, άρθρα εφημερίδων και μαρτυρίες ανθρώπων που τα έζησαν, ευτύχησα να ολοκληρώσω, παρ’ όλη τη συναισθηματική φόρτιση, αυτό το βιβλίο.
__Οι ήρωες του βιβλίου μοιάζουν να ακολουθούν έναν εσωτερικό ήχο -το τραγούδι των Σειρήνων που δίνετε στον τίτλο- που άλλοτε τους οδηγεί σε λύτρωση κι άλλοτε στην πλάνη. Πώς διαχειριστήκατε την ψυχολογία τους, και πώς ερμηνεύετε τον ρόλο της σιωπής που κουβαλούν μέσα τους; Είναι καταφύγιο, φυλακή ή μήπως κάτι άλλο;
Ποτέ δεν ξεκινώ με προδιαγεγραμμένο σχέδιο για την πορεία και την εξέλιξη των ηρώων μου. Το καλό με την τέχνη είναι η ελευθερία που σου επιτρέπεται να έχεις. Το τι θα κάνεις με τους ήρωές σου είναι καθαρά δικό σου αποκλειστικό δικαίωμα. Πάντα υπάρχει κάτι βιωματικό που σε σπρώχνει να το χρησιμοποιήσεις. Κάποιοι, είναι πρόσωπα αληθινά, κάποιοι άλλοι, προϊόν φαντασίας που πρέπει να συμπορευτούν για να εξυπηρετήσουν τον σκοπό αυτού του βιβλίου. Ο καθοριστικός ρόλος της μητέρας στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού, οι σχέσεις ανάμεσα στα φύλα, η ανατομία της ανθρώπινης μοναξιάς, η αδυναμία επικοινωνίας ανάμεσα στα ζευγάρια, η σύγκρουση του «πρέπει» και του «επιθυμώ», είναι μερικά από τα θέματα που θίγονται μέσα στο βιβλίο μου. Ξεδιπλώνοντας μέσα από τη γραφή τους χαρακτήρες τους, ψάχνω αυτό που κινεί τις συμπεριφορές τους κι αυτό που κρύβουν βαθιά μέσα τους. Καταφύγιο, φυλακή ή κάτι άλλο η σιωπή τους; Ας αφήσουμε τους αναγνώστες να το κρίνουν.

_Η ακουστική μνήμη -οι ήχοι της πόλης, οι φωνές, οι προσευχές, ακόμα και τα κρωξίματα των γλάρων- λειτουργούν ως ένας ζωντανός καμβάς στην αφήγησή σας. Ποιο ρόλο πιστεύετε ότι παίζουν οι ήχοι της μνήμης σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα; Είναι ίσως πιο ανθεκτικοί και συγκινητικοί από τις εικόνες;
Πιστεύω πως υπάρχει ισχυρή σύνδεση ανάμεσα σε ήχους και αναμνήσεις. Αν και έφυγα πολύ μικρή από την Πόλη, κάποιοι ήχοι, όπως η μελωδία από ένα τραγούδι που άκουγε ο παππούς μου, ο παφλασμός των κυμάτων που έσκαγαν στην αποβάθρα στο Μπεμπέκι, αλλά και τα μετέπειτα ακούσματα από αφηγήσεις των γονιών μου για τα γεγονότα, έρχονται να ξυπνήσουν κάθε φορά αναμνήσεις και συναισθήματα μέσα μου. Ολα αυτά, σε συνδυασμό με τις εικόνες που λέξη-λέξη ζωγραφίζω στο κείμενό μου, βοήθησαν στην ανάπλαση της εποχής.
Καταλήγοντας θα πω πως οι ανθεκτικοί και συγκινητικοί ήχοι μνήμης τοποθετημένοι αρμονικά πάνω σε ζωντανές εικόνες παίζουν σημαντικό ρόλο στη σύνθεση ενός ιστορικού μυθιστορήματος.
_Αν έπρεπε να ξεχωρίσετε μια στιγμή από το βιβλίο -μια σκηνή σιωπής, σύγκρουσης ή αποκάλυψης- που για εσάς ήταν πιο συγκινητική ή σημαντική κατά τη διάρκεια της γραφής, ποια θα ήταν αυτή και γιατί;
Πιστεύω πως για να γίνεις συγγραφέας χρειάζεται να έχεις ευαισθησία. Αυτή την ευαισθησία μου νιώθω καθημερινά να την αγγίζει η βιωματική σχέση με τους γύρω μου. ολες οι σκηνές με συγκινούν γιατί έχουν κάτι από εμένα, αυτή όμως που θα ξεχώριζα είναι η σκηνή σιωπής του μοναχικού συγγραφέα Ντιντιέ Μορέλ στην αποβάθρα του σταθμού του Σίρκετζι.
_Το μυθιστόρημά σας αγγίζει μια ιστορική πληγή, τα «Σεπτεμβριανά» του 1955, με τρυφερότητα αλλά και καθαρό βλέμμα. Πόσο δύσκολο ήταν να ισορροπήσετε ανάμεσα στην προσωπική αφήγηση και τη συλλογική μνήμη;
Με βαθιά ευαισθησία επιδίωξα να συνδυάσω την προσωπική αφήγηση με τη συλλογική ιστορική μνήμη για τα γεγονότα του ΄55 αλλά και τις απελάσεις του ΄64, να τοποθετήσω στον τόπο και στον χρόνο τους ήρωές μου, υπογραμμίζοντας τον κώδικα αξιών που καθορίζει τον καθένα ξεχωριστά, και ξεπερνώντας τη συναισθηματική φόρτιση να τα ισορροπήσω και να τα καταγράψω όσο πιο «έντιμα» μπορούσα, έτσι όπως χαράχτηκαν μέσα μου ύστερα από την έρευνα και τα ακούσματα των δικών μου ανθρώπων.
Ειδήσεις Σήμερα
- Βόλος: Σοβαρό επεισόδιο μεταξύ νεαρών τα ξημερώματα στη Νέα Ιωνία – Τραυματίστηκε 18χρονος
- Αθηνά Οικονομάκου: Ρομαντικές στιγμές στο Γύθειο με τον Μπρούνο Τσερέλα και τα παιδιά της [εικόνες – βίντεο]
- Ιός Δυτικού Νείλου: Οι δύο πρώτοι θάνατοι στην Ελλάδα – Σε ποιες περιοχές έχουν καταγραφεί κρούσματα
- Άγρια επεισόδια στην Αργεντινή: Τρεις νεκροί και δέκα τραυματίες σε ποδοσφαιρικό αγώνα [εικόνες – βίντεο]

