
Η συγγραφέας, με πυκνή αλλά καθαρή γραφή, δημιουργεί ένα μυθιστόρημα που μοιάζει με ανασκαφή μέσα στην ίδια την έννοια της μνήμης. Κάθε κεφάλαιο είναι ένα αποτύπωμα, ένας κόκκος ιστορίας που συνδέει επιστήμονες, κυνηγούς, συντηρητές, ανθρώπους με πάθη και φόβους, με ένα πλάσμα που δεν υπάρχει πια. Κι όμως, η θαλάσσια αγελάδα του Στέλερ – αυτό το τεράστιο, ειρηνικό ζώο των παγωμένων νερών – καταφέρνει μέσα από τις σελίδες να αναπνεύσει ξανά. Να αποκτήσει παρουσία, να γεννήσει συγκίνηση, να επιβληθεί με τη σιωπηλή της αξιοπρέπεια.
Δεν είναι εύκολο να γράψεις για την εξαφάνιση χωρίς να γίνεις διδακτικός. Κι όμως, η Turpeinen πετυχαίνει κάτι εξαιρετικό: κάνει την επιστήμη ποίηση. Δεν μας κουνά το δάχτυλο. Δεν μας φωνάζει για το οικολογικό αποτύπωμα. Αντίθετα, στήνει μπροστά μας μια αλήθεια που δεν χρειάζεται παύλες, διαγράμματα και ηθικές υπερβολές. Η απουσία της αγελάδας -η κυριολεκτική απώλεια της ύπαρξής της- είναι από μόνη της αρκετή για να μας νουθετήσει.
Το μυθιστόρημα κινείται μέσα σε τρεις διαφορετικές εποχές, αλλά η ραχοκοκαλιά του είναι σταθερή: η ανθρώπινη επιθυμία να κατακτήσεις, να γνωρίσεις, να κατονομάσεις το άγνωστο. Μια επιθυμία που πολλές φορές καταλήγει στην καταστροφή αυτού ακριβώς που αγαπάμε να ανακαλύπτουμε. Οι ήρωες του βιβλίου δεν παρουσιάζονται ως τέρατα ή άγιοι. Είναι άνθρωποι μέσα σε ένα πλαίσιο ιστορικών και κοινωνικών περιορισμών. Κάνουν λάθη και το βιβλίο επιτρέπει στον αναγνώστη να τους κοιτάξει στα μάτια και να δει τη δική του ευθύνη αντανακλαστικά.

Η Turpeinen αγγίζει, επίσης, με ευαισθησία το ζήτημα της γυναικείας παρουσίας στις φυσικές επιστήμες. Γυναίκες που κουβαλούν τα σχέδια, τις παρατηρήσεις, την ίδια τη γνώση, αλλά σπάνια την υπογραφή. Σαν τις θαλάσσιες αγελάδες: παρούσες, ζωτικές, αλλά αόρατες στην επίσημη αφήγηση. Είναι μια λεπτή αλλά δυνατή θεματική που χαρίζει στο έργο μία επιπλέον πολιτισμική και κοινωνική διάσταση.
Η αφήγηση κυλάει με έναν ρυθμό σχεδόν υποβρύχιο. Ηρεμη στην επιφάνεια, αλλά γεμάτη ένταση από κάτω. Οσο προχωράς, έχεις την αίσθηση ότι κάτι ανατέλλει: μια συνειδητοποίηση για την ιστορική μας ευθύνη, μια τρυφερότητα για το παρελθόν που χάθηκε, μια αγωνία για το παρόν που απειλείται. Το βιβλίο σού αφήνει ένα αίσθημα μεταμελημένης αγάπης: αγαπήσαμε, αλλά πολύ αργά.

Το «Εμβια όντα» δεν είναι απλώς ένα ντεμπούτο που εντυπωσιάζει για την ερευνητική του δεινότητα ή την αφηγηματική του αρτιότητα. Είναι ένα έργο που νοιάζεται. Που καταφέρνει να συνδέσει το βλέμμα του αναγνώστη με την παραμικρή ύπαρξη που χάθηκε χωρίς να προλάβει να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Ενα μυθιστόρημα που υπενθυμίζει πως μπορεί να ξεχάσαμε τα ζώα, αλλά αυτά έχουν αφήσει μέσα μας το ίχνος τους. Αρκεί να σκύψουμε και να το δούμε.
Κι αν τελικά το βιβλίο αυτό μιλάει για κάτι ακόμη βαθύτερο, είναι για την αναζήτηση εκείνης της λεπτεπίλεπτης ισορροπίας μεταξύ ανθρώπου και κόσμου: για το τι σημαίνει να είσαι «έμβιο ον» σε έναν πλανήτη που δεν μας ανήκει, απλώς μας φιλοξενεί.

