Πρόλαβε τουλάχιστον να εμφανισθεί φέτος το καλοκαίρι (14 Ιουνίου) στο Rockwave Festival, στη Μαλακάσα, εκείνος, ο πιο ροκ από όλους τους ροκάδες μαζί, για να κάνει για άλλη μϊα φορά τα πλήθη να ουρλιάζουν στις κερκίδες. «Επρεπε να φτάσω ογδόντα χρόνων για να με καλέσουν στο Rockwave», είχε δηλώσει τότε, με το γνωστό του χιούμορ. Και συμπλήρωσε: «Πολύ γέρος για ροκ, αλλά παιδάκι ακόμα για να πεθάνει».
Πρόλαβε επίσης να κυκλοφορήσει την αυτοβιογραφία του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (εκδόσεις Πατάκη), που παρουσιάστηκε τον φετινό Ιανουάριο στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, παρουσία του ίδιου του δημιουργού, ο οποίος ήταν λαλίστατος και γεμάτος χιούμορ, όπως πάντα.
Δύναμη ζωής, αυτό τον χαρακτήριζε ως το τέλος. Προσπάθησε, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο αγαπημένος τραγουδοποιός νοσηλευόταν τις τελευταίες ημέρες, καθώς η υγεία του είχε επιδεινωθεί, ενώ έδινε μάχη με τον καρκίνο από το 2021. Το νήμα της ζωής του κόπηκε στις 21:10 από ανακοπή καρδιάς στο νοσηλευτήριο «Υγεία». Μπορεί να έφυγε, αλλά είναι σίγουρο ότι, όπως μας προέτρεψε, οι χοροί θα κρατήσουν και θα είναι για εκείνον.
Με μία λιτή ανάρτηση, η οικογένειά του ενημέρωσε για τον θάνατό του στη σελίδα του στο facebook: «Ο πολυαγαπημένος μας σύζυγος, πατέρας, παππούς και τραγουδοποιός έφυγε απόψε, Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025. Λεπτομέρειες για τον αποχαιρετισμό του θα ανακοινωθούν τις επόμενες ώρες. Η σύζυγός του: Ασπα Τα τέκνα: Κορνήλιος, Ρωμανός και Αγγέλα, Τα εγγόνια: Διονύσης και Ανδρέας».
Στο έργο του ο Σαββόπουλος συνδύασε μοναδικά τα λαϊκά, τα παραδοσιακά με τα ροκ στοιχεία, με τις επιρροές από τον Μπομπ Ντίλαν και τον Φρανκ Ζάπα να δίνουν το «παρών». Η μουσική του είχε ισχυρή προσωπικότητα, χαρακτήρα, όπως και ο ίδιος άλλωστε, και ήταν αναγνωρίσιμη και μοναδική. Το στίγμα του Σαββόπουλου στο ελληνικό τραγούδι είναι ανεξίτηλο. Ο στίχος του εμπεριείχε συχνά πολιτικούς και κοινωνικούς στίχους, χωρίς ποτέ να χάνει την ευαισθησία του. Ο Σαββόπουλος μπορούσε να γράψει ένα ερωτικό τραγούδι, αλλά και ένα επαναστατικό μανιφέστο. Ηταν σκωπτικός, θαρραλέος, με άποψη που τη διατύπωνε με τόλμη.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 2 Δεκεμβρίου 1944. Το 1963 μετακόμισε στην Αθήνα και εγκατέλειψε τη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης προκειμένου να ασχοληθεί με το τραγούδι. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία από τις πρώτες ημέρες του ως μουσικός και έγινε δημοφιλής στην Ελλάδα.
Αρχισε τη σταδιοδρομία του το 1964 και ήταν πολιτικά ενεργός σε όλη τη σταδιοδρομία του στη μουσική, με εμφανίσεις σε νυχτερινά κέντρα μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Μάνο Λοΐζο. Κατά τη διάρκεια της χούντας φυλακίστηκε δύο φορές για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1967.
Εγραψε τραγούδια με πολιτικό, ρομαντικό, αλλά και σκωπτικό περιεχόμενο. Εχει παρουσιάσει το 1986-1987 την ιστορική τηλεοπτική εκπομπή με τίτλο «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι», μέσα από την οποία στήριξε ενεργά και με το δικό του προσωπικό, μοναδικό τρόπο τους συναδέλφους του και αυτό το ίδιο το ελληνικό τραγούδι.
Τα περισσότερα από τα τραγούδια του είναι γραμμένα από τον ίδιο σε στίχους και μουσική. Εξέδωσε δισκογραφικά 14 κύκλους τραγουδιών του, καθώς και ζωντανές ηχογραφήσεις έξι συναυλιών και παραστάσεών του. Φυλακίστηκε και βασανίστηκε από τη χούντα το 1967. Εδωσε συναυλίες στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο. Εγραψε μουσική για παραστάσεις σε θέατρα της Αθήνας και στην Επίδαυρο, και για τον κινηματογράφο.
Ο Σαββόπουλος των αντιφάσεων δεν δίστασε να βγάλει μέσα από μία τούρτα την Καλομοίρα όταν γιόρτασε τα 60 του χρόνια στο Ηρώδειο το 2004. Αυτός ήταν ο Σαββόπουλος.
Ηταν παντρεμένος με την Ασπασία Αραπίδoυ (γνωστή με το χαϊδευτικό της, Ασπα, από τα τραγούδια και τις παραστάσεις του) και είχε δύο γιους, τoν Κoρνήλιo και τoν Ρωμανό, και δύο εγγονούς, τον Διονύση και τον Ανδρέα.
Ως αναγνώριση της τεράστιας προσφοράς του στον πολιτισμό και τα ελληνικά γράμματα, το Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ τον ανακήρυξε επίτιμο διδάκτορά του στις 24 Νοεμβρίου 2017.
Αυτοβιογραφία
Στην αυτοβιογραφία του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», έκανε μια αληθινή και εντελώς προσωπική κατάθεση ειλικρίνειας: «Δεν γράφω πια. Τραγούδια πια δεν φτιάχνω. Δεν νιώθω καθόλου την ανάγκη, δεν μου λείπει. Μερικές φορές νομίζω ότι όλα αυτά τα τραγούδια τα έχει γράψει κάποιος άλλος…», έγραψε στο 19ο και προτελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, όπου διηγείται ο ίδιος τα της ζωής και δημιουργίας του.
Από τα 19 του χρόνια, τότε που ήταν «ένας ξένοιαστος και άπλυτος επαναστάτης» στην Αθήνα, στον πρώτο του δίσκο 45 στροφών το 1965, στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας το ’67, στο Παρίσι από το ’68 με την Ασπα, στο Μιλάνο και στην επιστροφή στην Αθήνα της δικτατορίας, για να γίνει πατέρας στα 24 του χρόνια. Από το «Ροντέο» και το θρυλικό «Κύτταρο», Ηπείρου και Αχαρνών, από το «Χάπυ Νταίη» του Παντελή Bούλγαρη και τους Αχαρνής το ’76 στην αποθέωση που έμελλε να γνωρίσει το 1983, αλλά και στη ρήξη με το κοινό του το ’89, με το «Κούρεμα». Από τη συστράτευση με την Αριστερά στην αποστασιοποίηση. Από τον αγαπημένο του φιλόλογο στο Γυμνάσιο Δημήτριο Βαφειάδη στους δασκάλους του Μάνο Χατζιδάκι, Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, Αλέξανδρο Αινιάν και Ντόρα Μπακοπούλου. Από την τέχνη της συνύπαρξης στις δυσκολίες του γάμου και του πατρικού ρόλου, κι από την οικογένεια στην ευρύτερη οικογένεια των μουσικών. Δεν έλειψαν οι οφειλόμενες συγγνώμες, αλλά πάνω από όλα το σάλπισμα της γιορτής, καθώς ο Διονύσης Σαββόπουλος γιόρτασε με αυτό το βιβλίο, που αφιέρωσε στη σύντροφο της ζωής του Ασπα, τα ογδόντα του χρόνια.
Ο δρόμος του μέτρησε έναν ακόμα μόνο χρόνο ζωής. Θα μας λείψει ο «Χρονοποιός» Σαββόπουλος, είναι γεγονός. Εκείνος που έγραψε για «τον χρόνο τον αληθινό» θα λείψει στο ελληνικό τραγούδι, στον ελληνικό πολιτισμό… Καλό ταξίδι συνονόματε…
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ
Τον αποχαιρετώ με οδύνη
Με ένα προσωπικό μήνυμα αποχαιρέτησε τον Διονύση Σαββόπουλο ο πρωθυπουργός. «Δεν θέλω να το πιστέψω, αλλά ο Διονύσης μας δεν είναι πια εδώ. (…..) Με τίμησε με τη φιλία του. Και μέσα από αυτήν μπόρεσα να γνωρίσω μία ευγενική μορφή, που είχε ένα μοναδικό χάρισμα: να παρακολουθεί τις εποχές που αλλάζουν. Και, ταυτόχρονα, να αλλάζει και ο ίδιος. Κρατώντας μόνο την αυθεντικότητά του».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης σημείωσε την αυθεντικότητα που αποπνέει το τελευταίο βιβλίο του, «ένα ντοκιμαντέρ για την Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών, που τη διηγείται με την ίδια ζωντάνια, αλλά και ευθύτητα που είχαν τα λόγια και οι νότες του. (….) Τον αποχαιρετώ με οδύνη με τη σκέψη μου στην αγαπημένη του Ασπα και στους δύο τους γιους, Κορνήλιο και Ρωμανό. Τη φυσική του συνέχεια αναλαμβάνουν τα εγγόνια του, Διονύσης και Αντρέας. Και όλοι εμείς τη διατήρηση της φωτεινής μνήμης του».

