Απόσπασμα από το 19ο προτελευταίο κεφάλαιο της αυτοβιογραφίας του Διονύση Σαββόπουλου «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πατάκη» και παρουσιάστηκε στις 23 Ιανουαρίου 2025 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, παρουσία του δημιουργού του στην τελευταία του δημόσια εμφάνιση.
Μια κατάθεση ειλικρίνειας από τον κορυφαίο τραγουδοποιό σ’ ένα βαθιά ανθρώπινο βιβλίο. Σε αυτό ο Διονύσης Σαββόπουλος «φωτογραφίζει» τον εαυτό του, από τη γέννησή του στη Θεσσαλονίκη το σκληρό 1944 και τα πρώτα τραγούδια που σκάρωνε μικρός, την ώρα που ήταν υποχρεωμένος να μένει στο κρεβάτι του, και από τις πρώτες μουσικές επιρροές στην εν μια νυκτί απόφαση το 1963 να φύγει από τη Θεσσαλονίκη «για να πραγματοποιήσει τον εαυτό του».
Πορεία
Από τα 19 του χρόνια, τότε που ήταν «ένας ξένοιαστος και άπλυτος επαναστάτης» στην Αθήνα, στον πρώτο του δίσκο 45 στροφών το 1965, στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας το 1967, στο Παρίσι από το 1968 με την Ασπα, στο Μιλάνο και στην επιστροφή στην Αθήνα της δικτατορίας, για να γίνει πατέρας στα 24 του χρόνια. Από το «Ροντέο» και το θρυλικό «Κύτταρο» ( Ηπείρου και Αχαρνών), από το «Χάππυ Νταίη» του Παντελή Bούλγαρη και τους «Αχαρνής» το 1976 στην αποθέωση που έμελλε να γνωρίσει το 1983, αλλά και στη ρήξη με το κοινό του το 1989, με το «Κούρεμα». Από τη συστράτευση με την Αριστερά στην αποστασιοποίηση.
Από τον αγαπημένο του φιλόλογο στο Γυμνάσιο, Δημήτριο Βαφειάδη, στους δασκάλους του, Μάνο Χατζιδάκι, Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, Αλέξανδρο Αινιάν και Ντόρα Μπακοπούλου. Από την τέχνη της συνύπαρξης στις δυσκολίες του γάμου και του πατρικού ρόλου και από την οικογένεια στην ευρύτερη οικογένεια των μουσικών. Δεν λείπουν οι οφειλόμενες συγγνώμες αλλά, πάνω από όλα, το σάλπισμα της γιορτής, καθώς ο Διονύσης Σαββόπουλος γιορτάζει με αυτό το βιβλίο, που αφιερώνει στη σύντροφο της ζωής του, Ασπα, τα ογδόντα του χρόνια.

ΑΠΟ ΤΟ 19ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
«Αν καθίσω, θα γράψω, αλλά δεν θα είναι από την καρδιά μου»
Θα επιστρέψουμε στο 19ο κεφάλαιο του βιβλίου που έχει τίτλο «Δεν γράφω πια», όπου ο αγαπημένος τραγουδοποιός απαντάει σε αυτό που πολλοί του καταλογίζουν τα τελευταία χρόνια σημειώνοντας ακριβώς αυτήν την αποχή του από τη δημιουργία νέων τραγουδιών:
«Παλιά είχα ένα μπλοκάκι: μία σελίδα λευκή, μία σελίδα με πεντάγραμμα. Το κουβαλούσα επάνω μου και, όταν είχα κάποια ιδέα, κάποια έμπνευση, το έβγαζα από την τσέπη και σημείωνα είτε λίγες νότες στη σελίδα με τα πεντάγραμμα είτε κάποιο στιχάκι στη λευκή σελίδα. Καμιά φορά και τώρα, όταν μου κατεβαίνει μια ιδέα, απλώνω το χέρι να πιάσω το μπλοκάκι, αλλά το χέρι μένει στον αέρα, σαν να λέει: “Aσ’ το, δεν χρειάζεται”, σαν να είναι μάταιο. Πώς γίνεται αυτό;
O Σωκράτης έλεγε ότι μέσα μας κατοικεί ένα δαιμόνιο. Οταν θέλει, εμφανίζεται και τα λέει. Αφού πει ό,τι έχει να πει, αποσύρεται. Εκείνο αποφασίζει πότε βγαίνει, πότε κρύβεται.
Αν καθίσω, θα γράψω -την ξέρω τη δουλειά-, αλλά δεν θα είναι από την καρδιά μου. Δεν κάνει. Το δοκίμασα, πιστέψτε με…
Μετά τον “Χρονοποιό”, τον τελευταίο μου δίσκο στο έμπα του καινούργιου αιώνα, άρχισε να μ’ αρέσει ιδιαιτέρως να φτιάχνω προγράμματα και να τα παρουσιάζω μόνος μου ή με φίλους ομοτέχνους. Και μάλιστα, από τη στιγμή που σώπασε μέσα μου ο συνθέτης, άρχισα να τραγουδώ καλύτερα, γιατί πριν με ζάλιζε, μια “όχι έτσι”, μια “όχι αλλιώς”. Με ψάρωνε.
Κάνω ένα είδος “θεάτρου τραγουδιών”. Αυτό κάνω. Διαλέγω κάθε φορά τραγούδια ανάλογα με την εποχή και το κλίμα της. Τα βάζω σε μια σειρά, ώστε να δημιουργείται ένας κοινός τόπος του αισθήματος. Σαν έργο…».
«O τραγουδοποιός πρέπει να πλάθει τον κόσμο του. Να πραγματοποιεί με τον μουσικό του τρόπο το δικό του θέατρο του ενός και χαίρομαι που οι νεότεροί μας το έχουν πιάσει αυτό και το παλεύουν επιτυχώς: ο Μουζουράκης, ο Μαραβέγιας, η Καρακώστα, αλλά και, πολύ πιο πριν, η Τσανακλίδου, ο Δεληβοριάς…
Eτσι δουλεύουμε. Και όταν το έργο απαιτεί και άλλους συμπρωταγωνιστές στη σκηνή, μου δίνουν τα τραγούδια που θέλουν να πουν, διαλέγω, τα βάζω σε μια σειρά και το συζητάμε.
Eτσι δουλέψαμε με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου στη “Σφεντόνα”, έτσι δουλέψαμε με τον Νίκο Παπάζογλου στον “Κεραμεικό”, με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου στο “Πόλις” και στην “Ακτή Πειραιώς” με τον αξέχαστο Λαυρέντη μου, τον Μαχαιρίτσα. Hταν και ο Σάκης μας ο Μπουλάς και ο Γιαννάκης ο Ζουγανέλης…
Eν τω μεταξύ, καταπιάστηκα πάλι με την κωμωδία του Αριστοφάνη “Πλούτος” για την Επίδαυρο, για το Φεστιβάλ Αθηνών. Είχα ξαναπιάσει τον “Πλούτο” το 1985 για το Εθνικό θέατρο, με σκηνοθέτη τον Λούκα Ρονκόνι. Είχα γράψει τη μουσική και τα χορικά τότε, ενώ τώρα, το καλοκαίρι του 2013, ξανάγραψα και συμπλήρωσα τη μουσική, μετέφρασα το έργο και ανέλαβα τη σκηνοθεσία, γιατί το είχα μεγάλη όρεξη. Με βοήθησαν, όμως, και οι ηθοποιοί… Τους αγαπώ τους ηθοποιούς, πολύ τους αγαπώ. Eνα μεγάλο φωτεινό καλοκαίρι πέρασα μαζί τους, τότε…».
«Τα λέω τώρα όλα αυτά για να μη νομίζετε ότι τα μούντζωσα και ότι έπαψα να ζω “σμιλεύοντας τον χρόνο”, όπως έλεγε ο μέγας Ταρκόφσκι και θα μπορούσε να το λέει κάθε μαΐστωρ, κάθε μάστορας. Μικρός ή μεγάλος, δεν έχει σημασία. Χρονοποιοί είναι οι μάστορες. Καθένας έχει τα εργαλεία του για να σμιλεύει τον χρόνο.
Εγώ διάλεξα τις λέξεις. Τις λέξεις και τη μουσική τους. Είναι το δικό μου καλέμι “η χρονοποιός λέξη”. O Σκαμπαρδώνης μού έλεγε προχθές: “Πασχίζουμε, όσο μπορεί ο καθένας, να δώσουμε φως και νόημα στον χρόνο που μας χαρίστηκε”. Το λέω κι εγώ στο “Πρωτοχρονιές του Ραδιοφώνου”: Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα. Κι εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα…».

Τα λόγια για τη γυναίκα της ζωής του
Ο Διονύσης Σαββόπουλος μαζί με την σύζυγό του, Ασπα, ήταν αχώριστοι για έξι σχεδόν δεκαετίες. Πρόσφατα, στο βιβλίο του με τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», περιέγραψε και τη γνωριμία του την σύζυγό του με ποιητική διάθεση.
«Ήταν μια περίοδος ταλαιπωρίας, αλλά κάθε εμπόδιο σε καλό. Γιατί έτσι γνώρισα την γυναίκα που θα γινόταν η γυναίκα της ζωής μου. Ήταν μαθήτρια της τρίτης λυκείου τότε. Αμίλητη και κλειστή σαν όστρακο. Και τόσο όμορφη, που το βράδυ φωσφόριζε. Αλλά εγώ τότε τρέκλιζα ακόμη και μια με τους μπάφους, μια με τις απογοητεύσεις, δεν καταλάβαινα τον ρόλο που θα έπαιζε στη ζωή μου αυτό το πλάσμα», γράφει στο βιβλίο.
«Ηταν το 1967 όταν ήμουν σε μια φάση ανασφάλειας και εσωτερικών αναζητήσεων. Αποφάσισα ότι ο κάλος στη φωνή δεν θα φύγει ποτέ. “Θα φύγω από τα τραγούδια”, σκεφτόμουν, δεν με ενδιαφέρουν πια. Θα βγάλω ναυτικό να μπαρκάρω, να θαλασσοπνιγώ». Ηταν η χρονιά που τελικά την παντρεύτηκε.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Διονύσης Σαββόπουλος: Η συνταρακτική του εξομολόγηση για την μάχη με τον καρκίνο -«Μου αφαίρεσαν μισό πνευμόνι…»
Ο Διονύσης Σαββόπουλος διηγήθηκε πριν από λίγους μήνες την μάχη που έδωσε ενάντια στον καρκίνο και τις δυσκολίες αυτής της περιόδου στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα».
Τον Μάρτιο του 2020 (την εποχή της πρώτης καραντίνας) ήταν που έλαβε τη διάγνωση:
«Μια και είχα χρόνο στη διάθεσή μου, πήγα να δω τους γιατρούς, γιατί είχα κάτι ενοχλήσεις. Στις εξετάσεις διαπιστώθηκε καρκίνος στον πνεύμονα. Έτσι ξαφνικά; Όχι και τόσο ξαφνικά. Όλο γκούχου-γκούχου ήμουν το τελευταίο διάστημα, πάνω από πενήντα χρόνια καπνίζω, και σάς το λέω αυτό για προσέχετε, να ‘χετε το νου σας, κι αν -ο μη γένοιτο- σάς συμβεί, μη φοβηθείτε, αντιμετωπίστε το, κι έχει ο Θεός. Μού αφαίρεσαν μισό πνευμόνι, κι ύστερα μπήκα σε κάποιες θεραπείες, που όσο να ΄ναι έχουν τις παρενέργειές τους. Κόπωση βασικά. Μια αίσθηση μεγάλη αδυναμία» εξομολογείται ο ίδιος στο βιβλίο.
«Παραμέρισα τη σκιά της αρρώστιας» περιγράφει, καθώς συνέχισε κανονικά στους καλλιτεχνικούς ρυθμούς που είχε συνηθίσει.
«Εκεί κατά την άνοιξη (2022), φαίνεται πως την πάτησα. Ενώ έκανα τις ανοσοθεραπείες μου κανονικά στο νοσοκομείο, μού ζήτησαν απ’ την Κύπρο να δώσω μερικές συναυλίες για τα εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Δεν μού ήταν δυνατό ν΄ αρνηθώ. Πήραμε όλες τις προφυλάξεις και κατεβήκαμε με τον Γιώτη Κιουρτσόγλου στο νησί. Εγώ πάντα μάσκα φορούσα… Και μόλις γύρισα, έπεσα στο κρεβάτι με υψηλό πυρετό. Φωνάξαμε γιατρό. ”Γρήγορα στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο!” διέταξε. Είχα φορτωθεί με κορωνοϊό. Ήμουν που ήμουν αδύναμος απ’ τις θεραπείες, άρπαξα και τον ιό στο αεροπλάνο, διότι τα αεροπλάνα είναι θάλαμοι αερίων, και να το αποτέλεσμα.»
Σε άλλο σημείο του βιβλίου ο σπουδαίος καλλιτέχνης διηγήθηκε: «Κάναν σύσκεψη από πάνω μου οι γιατροί, μήπως πρέπει να μπω στην εντατική λόγω δύσπνοιας, Μεγάλη Εβδομάδα ήταν. Αποφάσισαν να περιμένουν λίγο. Μού βάλαν ορό στη φλέβα, μάσκα οξυγόνου, και με πλάκωσαν στα φάρμακα, με μεγάλες δόσεις Lasix.Ξυπνώ ένα βράδυ μούσκεμα. Είχα βρέξει εσώρουχα πιτζάμες, σεντόνια, χάλια τα ‘χα κάνει. Τώρα; Πρέπει να φωνάξω τις νοσοκόμες; Πρέπει να με δουν έτσι; Είμαι ο… ο Σαββόπουλος. Δεν γίνεται.
Γίνεται! Τι άλλο να έκανα, χτύπησα το κουδούνι. Κατέφθασε πρώτα η μία, είδε τί έγινε και φώναξε και τις άλλες. Ανέκφραστες και άψογες όλες τους:
Σηκωθείτε, κύριε Σαββόπουλε.
Να γδυθώ; Έβγαλα αμήχανος τις πυτζάμες. Με ελέγξανε:
Βγάλτε και τα εσώρουχά σας.
Τα ‘βγαλα και στάθηκα στη γωνιά ντροπιασμένος, κρύβοντας με τις παλάμες μου ό,τι μπορούσα. Ένας γυμνοσάλιαγκας ήμουν, ένα τίποτα.
Κι όπως ήμουν έτσι ν΄ ανοίξει η γη να με καταπιεί, ένιωσα ξάφνου σαν να μην έχει σημασία πια, σα ‘να φυγε ένα βάρος από πάνω μου, ανάσανα, κι αφέθηκα στα χέρια των γυναικών. Με πλύνανε, μού βγάλαν να φορέσω καινούργιες πιτζάμες, με ξάπλωσαν στα καθαρά σεντόνια και με σκέπασαν.
Χρόνια πολλά, μού είπαν φεύγοντας οι αδελφές. Είχε έρθει το Πάσχα».
ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
«…ο Σαββόπουλος μιλάει για τον Νιόνιο»
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε: «Αυτό που λέμε “Σαββόπουλος” δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρογγυλά γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο “Σάββο”, όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός.
Τώρα, όμως, τον χρειάζομαι, γιατί μεγάλωσα και θα ’θελα να δω πώς ήμουν πιτσιρίκος, πώς φέρθηκα στον επαγγελματικό μου βίο, πώς ήμουν σαν σύζυγος, πατέρας και παππούς, κι ακόμα πώς ήμουν σαν πολίτης, σαν φίλος και σαν γιος. Σ’ αυτά είναι καλός ο Σάββο. Το ’χει. Σαν ρόλος, και σουξέ είχε και πείρα διαθέτει.
Τώρα ο ρόλος θα μιλήσει για τον δημιουργό του. Ενα παιχνίδι είναι. Ενα κόλπο. Ελπίζω να το βρείτε διασκεδαστικό. Σε αυτό το βιβλίο ο Σαββόπουλος μιλάει για τον Νιόνιο. Αυτόν ντύνεται.
Καλή ακρόαση, αγαπητοί μου, καλή ανάγνωση. Δ.Σ.».

