Για έκτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στο ταξίδι. Ταξίδι είναι η γνωριμία με έναν καινούργιο τόπο, είτε στη χώρα μας είτε στο εξωτερικό. Αποτελεί μια διαφυγή, μια δραπέτευση από την καθημερινότητα. Ο ταξιδιώτης γνωρίζει μαθαίνει συνομιλεί με ανθρώπους μαθαίνει νέα πράγματα και ανοίγει τους ορίζοντες της ζωής του. Ανθρωποι που έχουν ταξιδέψει έχουν μεγαλύτερη πείρα στην επίλυση των προβλημάτων και είναι πιο ευέλικτοι στους χειρισμούς τους.
Κάποτε οι συγγραφείς έγραφαν κατά παραγγελία ανέκδοτα διηγήματα σε εφημερίδες, περιοδικά και διαβάζονταν με μεγάλη αγάπη. Μετά επικράτησε η μόδα να γράφονται νουβέλες και μυθιστορήματα που γίνονταν βιβλία και τα αποκαλούσαν ταξιδιωτικά βιβλία. Ακόμη και σήμερα, που από την οθόνη μαθαίνουμε τόσα πράγματα, δεν έχουμε τη σχέση με αυτά που γράφει ο συγγραφέας και μας διηγείται. Είναι η γλώσσα της ψυχής που γοητεύει την ψυχή και αγκαλιάζει τη θέρμη της ύπαρξής μας.
Τριάντα επτά σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν και μας δροσίζουν με την πένα τους. Οι περιγραφές των ταξιδιών μέσα από τη γραφή αποκτούν μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα.
Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Τσίχλες ταξιδίου

Τα ταξίδια ήταν για τη μητέρα μου τεράστια ταλαιπωρία: ζαλάδες, πονοκέφαλοι, υπνηλία – έφτανε πάντα στον προορισμό της εξαντλημένη. Γι’ αυτό και τα απέφευγε συστηματικά. Hταν γυναίκα νταλικέρη, επί τριάντα χρόνια ετοίμαζε τα ρούχα και τα φαγητά για τον πατέρα μου κι όμως δεν πήγε ούτε μια φορά μαζί του σε κάποιο δρομολόγιο για Ευρώπη. Κι ας της το είχε προτείνει εκείνος επανειλημμένως. Τις δύο φορές που συμμετείχε στις προσκυνηματικές εκδρομές της εκκλησίας, σε γειτονικούς νομούς, το μετάνιωσε – οι δραμαμίνες δεν τη βοήθησαν ποτέ.
Αυτός ήταν ο λόγος που μέσα σε τριάντα χρόνια κατέβηκε μόνο τρεις φορές στην Αθήνα. Τις δύο πρώτες για να δει την αδελφή μου κι εμένα και να μείνει λίγες μέρες κοντά μας. Την τρίτη -στα εβδομήντα δύο της πια- την έφεραν λόγοι υγείας: Ηρθε για να βάλει βηματοδότη. Λίγους μήνες πριν -επτά χρόνια από τον θάνατο του πατέρα μου και έξι μετά την ορθοπλαστική στο γόνατό της- διαγνώστηκε με μεγαλοκαρδία. Απευθυνθήκαμε σε τέσσερις κορυφαίους γιατρούς. Η λύση που πρότειναν όλοι ήταν ο βηματοδότης. Κανονίσαμε να την αναλάβει ένας εξαιρετικός αρρυθμιολόγος, διευθυντής κλινικής στον «Ευαγγελισμό».
Της είπαμε, για να μην ταλαιπωρηθεί, να έρθει με το αεροπλάνο, αλλά και μόνο η σκέψη τής προκάλεσε τρόμο. Πήγα λοιπόν, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, με το αυτοκίνητο και την πήρα. Δεν έτρεχα καθόλου στον δρόμο και το παράθυρο του συνοδηγού ήταν διαρκώς μισάνοιχτο για να την χτυπάει ο αέρας. Μόλις αισθανόταν άσχημα σταματούσαμε. Οταν φτάσαμε στο σπίτι, Κυριακή απόγευμα, ήταν κομμάτια – πήγε κατευθείαν για ύπνο. Δευτέρα πρωί ξύπνησε καλά και κάναμε την εισαγωγή στο νοσοκομείο. Τρίτη έγινε η τοποθέτηση – όλα πήγαν θαυμάσια. Τετάρτη πήραμε εξιτήριο.
Μετά από λίγες μέρες τής έκανε ο γιατρός τον πρώτο έλεγχο. Τη βρήκε σε εξαιρετική κατάσταση. Γυρίσαμε καταχαρούμενοι στο σπίτι.
Περάσαμε μαζί τρεις εξαιρετικούς μήνες. Ηταν η πρώτη φορά που μετά την εγκατάστασή μας στην Αθήνα βρισκόμασταν για τόσο μεγάλο διάστημα εκείνη, η αδελφή μου κι εγώ, αλλά και ο γαμπρός μας, που τον είχε σαν γιο της.
Στον τελευταίο έλεγχο ο γιατρός τη βρήκε και πάλι μια χαρά και της είπε πως μπορεί πια να γυρίσει στο χωριό. Μας έφερε σε επαφή με έναν καλό του συνάδελφο στη Θεσσαλονίκη, που θα την αναλάμβανε από δω και πέρα.
Πήγα στην Ειρήνη τη φαρμακοποιό μας και τη ρώτησα αν υπάρχει κάτι για τη δύσκολη περίπτωσή της. «Τσίχλες ταξιδίου, στις δίνω εγγυημένα». Εφυγε το πρωί της επομένης. Τηλεφώνησε αμέσως μόλις προσγειώθηκε. Ηταν ενθουσιασμένη: «Δεν κατάλαβα τίποτα!».
«Δεν ζαλίστηκες καθόλου δηλαδή;».
«Καθόλου. Ηταν λες και κάναμε δύο χιλιόμετρα!».
Είχε βρεθεί η λύση.
Η υγεία της πήγαινε από το καλό στο καλύτερο. Ξυπνούσε ευδιάθετη και αισιόδοξη – ήταν σαν να ξαναγεννήθηκε. Το διαπιστώναμε καθημερινά, που την ακούγαμε στο τηλέφωνο: το πρωί η αδελφή μου, το βράδυ εγώ. Δεν πολυέβγαινε απ’ το σπίτι γιατί το γόνατό της την πονούσε στο ανεβοκατέβασμα των σκαλιών, αλλά είχε καθημερινή συντροφιά της την αγαπημένη της φίλη και γειτόνισσα Δέσποινα. Μαζί έπιναν τον πρωινό καφέ, μαζί και τον απογευματινό – τις κρύες μέρες στο καθιστικό και τις καλές στη μεγάλη βεράντα με την ωραία θέα στο κέντρο του χωριού.
Οταν η Δέσποινα πήγε στα παιδιά της στη Σουηδία, έμεινε για τρεις μήνες μόνη. Η αδελφή της συνέχισε την παλιά της τακτική: ερχόταν να τη δει μία φορά μόνο την εβδομάδα. Της έλεγε «θέλω να έρχομαι πιο συχνά αλλά δεν μπορώ, τα πόδια μου πονάνε», όμως εκείνη μάθαινε πως έκανε συνέχεια επισκέψεις στις φίλες της και πήγαινε συχνά στην εκκλησία, που ήταν μακριά από το σπίτι της. Το ίδιο συνέβαινε και με τους αδελφούς της. Κατηφόριζαν δυο-τρεις φορές την ημέρα στο καφενείο και δεν έμπαιναν στον κόπο να περπατήσουν άλλα εκατό μέτρα για να πάνε να τη δουν. Της προκαλούσε μεγάλη στεναχώρια γιατί νοιαζόταν για όλους τους – πάντα ήταν στο πλάι τους σε ό,τι κι αν τους συνέβαινε…
«Έλα σ’ εμάς», της λέγαμε. «Οχι τώρα, να τελειώσετε τα ταξίδια σας και το φθινόπωρο θα κατεβώ για μείνω 2-3 μήνες μαζί σας. Θέλω να με πάτε στον Αγιο Εφραίμ, στον Αγιο Νεκτάριο, στον Αϊ-Γιάννη τον Ρώσσο και στην Παναγία τη Μαλεβή, τώρα που μπορώ».
Ενα απόγευμα μας τηλεφώνησε ο αδελφός μου και μας πει πως της έκαναν εισαγωγή στο νοσοκομείο των Γιαννιτσών. «Μην ανησυχείτε, ο γιατρός είπε πως δεν είναι η καρδιά της, έπαθε βαριά ψύξη». Παρ’ όλα αυτά ανεβήκαμε. Χάρηκε πολύ που μας είδε. Περνούσαμε τις περισσότερες ώρες μαζί της. Την πέμπτη μέρα ήταν εντελώς καλά και ευδιάθετη. Πεθύμησε μπουγάτσα με τυρί. Πήγαμε να της πάρουμε απ’ το κέντρο της πόλης, αλλά όταν γυρίσαμε δεν τη βρήκαμε στο δωμάτιο. Την είχαν βάλει, δέκα λεπτά πριν, εσπευσμένα στην Εντατική. Τρέξαμε στην καρδιολόγο.
«Σταμάτησε να λειτουργεί ο βηματοδότης κι αμέσως εμφανίστηκε οργανική ανεπάρκεια…».
«Μα πώς έγινε;».
«Δεν μπορώ να το εξηγήσω».
Πήραμε στους δύο γιατρούς της – κι εκείνοι δεν είχαν κάποια απάντηση.
Την επόμενη μέρα η κατάσταση παρέμενε ίδια. Απευθύνθηκα σε μια παλιά συμμαθήτρια, που δούλευε στο Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης, και της εξασφάλισε θέση. Το είπαμε στους γιατρούς και του νοσοκομείου και τους δικούς της. Η απάντηση όλων ήταν «Οχι! Δεν πρέπει επ’ ουδενί να μετακινηθεί – δεν θα αντέξει!»
Από ώρα σε ώρα η κατάσταση επιδεινωνόταν. Την κρατούσαν στη ζωή μόνο τα μηχανήματα. Ξημερώματα Πέμπτης έφυγε, Παρασκευή την κηδέψαμε. Μας φαινόταν αδιανόητο…
Προσπάθησα να είμαι ψύχραιμος. Δεν έκλαψα. Υπήρχαν πολλά πρακτικά θέματα που έπρεπε να τακτοποιηθούν – επικεντρώθηκα σ’ αυτά. Ψάξαμε για την ταυτότητά της, αλλά δεν ήταν πουθενά. Ωσπου θυμήθηκα την κρυμμένη τσάντα για την οποία μας μίλησε στο νοσοκομείο. Τη βρήκα κι άδειασα το περιεχόμενο πάνω στο κρεβάτι: ήταν εκεί η ταυτότητα. Μαζί με το πορτοφόλι, τα δύο βιβλιάρια καταθέσεων, τη βέρα και τα υπόλοιπα χρυσαφικά της. Κι ένα χάρτινο κουτί. Το πήρα στα χέρια μου. Είχε γράψει πάνω με κόκκινο στιλό «Τσίχλες ταξιδίου για Αθήνα». Το έφερα στο μέρος της καρδιάς. «Αχ, μαμά μου», είπα και ξέσπασα.
Ειδήσεις Σήμερα
- Ανείπωτη θλίψη στην κηδεία της Αλεξάνδρας Νικολαΐδου -Αυτή την ώρα το τελευταίο αντίο
- Οδηγός εργασίας από τον ΕΤ και το Eleftherostypos.gr: Αιτήσεις τώρα για 1254 προσλήψεις μονίμων και εποχικών στο δημόσιο – Οι ειδικότητες και οι προθεσμίες
- Πακέτο ΔΕΘ: Ανοιχτό το ενδεχόμενο περαιτέρω μειώσεων φόρων – Έμφαση σε οικογένεια και στέγη
- Άλιμος: Μαθητές πήγαν να παίξουν σε προαύλιο σχολείου και ανακάλυψαν ένα όπλο
- Η δυσανεξία τη λακτόζη μπορεί να προκαλεί εφιάλτες
- «Θαυματουργή» Φανουρόπιτα: Μικρασιάτικη συνταγή με 9 υλικά

