Για έκτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στο ταξίδι. Ταξίδι είναι η γνωριμία με έναν καινούργιο τόπο, είτε στη χώρα μας είτε στο εξωτερικό. Αποτελεί μια διαφυγή, μια δραπέτευση από την καθημερινότητα. Ο ταξιδιώτης γνωρίζει μαθαίνει συνομιλεί με ανθρώπους μαθαίνει νέα πράγματα και ανοίγει τους ορίζοντες της ζωής του. Ανθρωποι που έχουν ταξιδέψει έχουν μεγαλύτερη πείρα στην επίλυση των προβλημάτων και είναι πιο ευέλικτοι στους χειρισμούς τους.
Κάποτε οι συγγραφείς έγραφαν κατά παραγγελία ανέκδοτα διηγήματα σε εφημερίδες, περιοδικά και διαβάζονταν με μεγάλη αγάπη. Μετά επικράτησε η μόδα να γράφονται νουβέλες και μυθιστορήματα που γίνονταν βιβλία και τα αποκαλούσαν ταξιδιωτικά βιβλία. Ακόμη και σήμερα, που από την οθόνη μαθαίνουμε τόσα πράγματα, δεν έχουμε τη σχέση με αυτά που γράφει ο συγγραφέας και μας διηγείται. Είναι η γλώσσα της ψυχής που γοητεύει την ψυχή και αγκαλιάζει τη θέρμη της ύπαρξής μας.
Τριάντα επτά σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν και μας δροσίζουν με την πένα τους. Οι περιγραφές των ταξιδιών μέσα από τη γραφή αποκτούν μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα.
Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Ο γδικιωμός

Προς το τέλος του Ιουλίου του 1996 ο κύβος ερρίφθη (λατινικά «alea jacta est») – ανάπαυλα και ολιγοήμερο οδοιπορικό στη Μάνη.
Φθάσαμε στην Καλαμάτα κατά τις 11 το πρωί, μπήκαμε γοργά στον δρόμο για την Αρεόπολη. Θα ταξιδεύαμε έως ότου βρούμε κατάλυμα και καλή παραλία για τα παιδιά. Πρώτα συναντήσαμε την Καρδαμύλη και έπειτα το εκεί άγαλμα του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, κατάντικρυ στον ήλιο, λες και αιώνια ήταν τιμωρημένος, δίπλα στο ερειπωμένο κάστρο του. Ηταν πρωθυπουργός την εποχή των φαύλων κυβερνητών. Ο ίδιος κράτησε κάποια προσχήματα, κάτι πάλεψε για το νεοσύστατο κράτος. Επειτα ακολούθησαν η Στούπα με το ανθρακωρυχείο της Πράστοβας του θρυλικού Αλέξη Ζορμπά και του Νίκου Καζαντζάκη, ο Αγιος Νικόλαος, το Λιμένι με τον πύργο του Πετρόμπεη, το ομηρικό Οίτυλο, η Αρεόπολη και, τέλος, το Γύθειο. Ο τόπος έχει πολλά βυζαντινά εκκλησάκια, πέτρινους πύργους και πυργόσπιτα.
Πήραμε μια ανάσα δροσιάς στο Γύθειο και ξεκινήσαμε αντίστροφα, μήπως βρούμε κάτι να μας αρέσει. Πέτρινοι βράχοι, λόφοι γυμνοί, ξερότοποι, λιθοδομές για σύνορα ανισόπεδων ιδιοκτησιών, λίγη βλάστηση παραλιακά, πύργοι, πυργόσπιτα και παραλίες ωραίες, αλλά απόκρημνες. Στο πάνω μέρος μιας απότομης κατηφόρας υπήρχε μία στέρφα βρύση, εκεί είχε σκιά και πέτρινα παγκάκια. Ηταν στο έμπα για το Οίτυλο. Σταματήσαμε να πιούμε νερό, να δροσιστούμε. Εννοείτε από τα θερμός. Κάποιος σταμάτησε, έχυσε ένα ποτήρι νερό που είχε στο θερμός του, παραπλανημένος ότι θα πιάσει νερό από τη βρύση. Οταν διαπίστωσε την έλλειψη νερού, άρχισε να μουρμουρίζει κάποια «γαλλικά». Τον φώναξα και του πρόσφερα λίγο νερό. «Εδώ για να έρθεις», μου αντιγυρίζει, «πρέπει να είσαι τρελός ή ερωτευμένος ή ποιητής».
Το θερμόμετρο της κούρασης και της ζέστης είχε σκαρφαλώσει στο κόκκινο. Για να εξαντληθεί, όμως, και η τελευταία ελπίδα μας, να βρούμε κατάλυμα για δέκα μέρες καλοκαιρινής ανάπαυλας, κατέβηκα τη μία από τις εισόδους της Στούπας, σε δρόμο που έφτανε μέχρι την παραλία. Σαράντα μέτρα πριν από το τέρμα του δρόμου, σε μία τσιμεντένια αυλή, με τεράστια μουριά να σκεπάζει το ένα τρίτο της, ρώτησα αν υπάρχει δωμάτιο. Αν δεν υπήρχε, θα γύριζα στην Καλαμάτα. Οσο έφεγγε, για να διανύσω με προσοχή τον φιδωτό δρόμο από όπου είχα περάσει το πρωί. Μεγάλη τύχη, η ελπίδα πραγματώθηκε.
Οταν ξεκινήσαμε να γνωρίσουμε τη Μάνη, έστω ένα μέρος της, η διάθεσή μας είχε εξοβελίσει την κούραση. Μας είχαν πει «μην ψάξετε να κλείσετε κατάλυμα, καλύτερα να πάτε εκεί και θα βρείτε. Ασε τα ψάρια που θα γευτείτε, επειδή είστε ψαροφάγοι».
Η επιθυμία να γνωρίσω τον αυθεντικό κόσμο της Μάνης μού είχε εξάψει τη φαντασία. Ο Πασαγιάννης, ο Κουγέας, ο Νιφάκης κ.ά., με τις συλλογές των μανιάτικων στιχουργημάτων, τα λεγόμενα μανιάτικα μοιρολόγια.
Κάθε βράδυ, στην αυλή της γκαρσονιέρας όπου μέναμε, κάτω από τη μουριά, στηνόταν κουβεντολόι για την τρέχουσα επικαιρότητα, αλλά και για τις παλιές τους ιστορίες. Με φώναζαν να καθίσω μαζί τους.
Εμαθα αρκετά για τις συνήθειες της ζωής τους, νέες και παλιές. Ολα, βέβαια, τα είχαν σκεπάσει η σύγχρονη τουριστική λαίλαπα και η δίψα για χρήμα και εύκολο πλουτισμό. Ανόθευτη ζωή δεν διέκρινες, μόνο στις ιστορίες ανθρώπων που δεν υπήρχαν πια, μέσα από τις αφηγήσεις των ζώντων.
Ο Ντίνος Μπαρμπετσέας και η κυρα-Μαρία, η γυναίκα του, ήταν φιλόξενοι άνθρωποι, δούλευαν στη βίλα μεγαλοβιομήχανου στην Αθήνα, πήραν τη σύνταξη και επέστρεψαν στη Στούπα.
Ο Ντίνος ήταν χωρατατζής, διακωμωδούσε τα μανιάτικα καμώματα. Ενα βράδυ, μας προϊδέασε ότι θα μας πει μια ιστορία που κάθε άλλο παρά ανέκδοτο ήταν. Και άρχισε να αφηγείται:
«Ο αδελφός της μάνας μου ήταν αρεοπαγίτης. Ετσι με βόλεψε να υπηρετήσω στο Λιμενικό. Γι’ αυτό μετά τη σύνταξή μου παίρνω τη βάρκα και ψαρεύω, την ξέρω τη θάλασσα. Ο μπάρμπας ήταν αυστηρός. Οπότε, σε κάθε επίσκεψή μου στο σπίτι του, να του δίνω το “παρών”, έπρεπε να είμαι ατσαλάκωτος. Εβαλα το παντελόνι το βράδυ κάτω από στρώμα και βγήκε κολλαριστό. Την επόμενη μέρα θα πήγαινα στον μπάρμπα. Ημουν άφραγκος. Βγήκα στον δρόμο μήπως βρω τίποτα να με πάει στην Αθήνα, όπου έμενε ο μπάρμπας. Πού λεφτά. Πράγματι, ένας φορτηγατζής σταμάτησε. Μου λέει “στην καρότσα μπορώ να σε πάρω, φίλε, αλλά υπάρχει ένα φέρετρο άδειο”. Το συζητάς, του λέω, υπηρετώ την πατρίδα τι να φοβηθώ. Ανέβηκα και κάποια στιγμή άρχισε να βρέχει. Σκέφτηκα, αν τσαλάκωνα τα ρούχα, πώς θα πήγαινα στον μπάρμπα; Τι να κάνω; μπαίνω μέσα στο φέρετρο. Είχε και τζάμι, έβλεπα τον ουρανό και μόλις σταματούσε θα έβγαινα. Μετά από δέκα λεπτά σταμάτησε η βροχή. Ο φορτηγατζής έκανε στάσεις. Σταμάτησε κάποια στιγμή. Ερχεται πίσω, με βλέπει και έντρομος μου λέει: “Πού είναι οι άλλοι τρεις;”. Ποιοι τρεις; του λέω. “Εσύ πού ήσουν;”. Μέσα το φέρετρο, γιατί έβρεχε. Eπιασε το κεφάλι του ο άνθρωπος με τα δυο χέρια.
“Τι μου έκανες; Ανέβα να πάμε πίσω να τους βρούμε”. Γυρίζουμε, ο ένας είχε σπάσει το χέρι του, ο άλλος είχε στραμπουλήξει το πόδι του και ο τρίτος, ευτυχώς, είχε μόνο μώλωπες. Τρομαγμένοι, είπαν ότι άχνιζε το τζάμι και φοβήθηκαν ότι ξύπνησε ο πεθαμένος και πήδηξαν. Εξήγησα στον φορτηγατζή. “Με βασάνισες, ρε άνθρωπε, τους σακάτεψες τους ανθρώπους, άντε να τους πάμε στον “Ερυθρό Σταυρό”, για να σε πάω έπειτα στον μπάρμπα σου, τον μπαμπούλα αρεοπαγίτη».
Μη φανταστεί κανείς τη Μάνη του γδικιωμού, δεν υπάρχει πια – και σωστά. Ο γδικιωμός, αντίστοιχος της κρητικής βεντέτας, έσβησε στα νεότερα χρόνια.
Τα μοιρολόγια είναι από τα διαμαντικά του μανιάτικου πολιτισμού.
Εχει καταγραφεί το μανιάτικο δημοτικό δίστιχο:
Γλώσσα, δε σ᾽ έχω για σπαθί, δε σ᾽ έχω για ντουφέκι,
Σ᾽ έχω να κλαις το δίκιο σου, να κλαις το μερτικό σου.
Οσο για τα ψάρια, μόνο ένα πιάτο ψιλόψαρα τηγανισμένα μας πρόσφερε ο Ντίνος, γιατί ό,τι έπιανε τα έδινε στις ψαροταβέρνες. Οταν έπιασε ο Αύγουστος, ξυπνήσαμε ένα πρωί κι είδαμε στον δρόμο να κοιμούνται στα αυτοκίνητα οι επιβάτες τους. Κάποιοι, φαίνεται, τους είπαν «να πάτε και θα βρείτε κατάλυμα».
Θεριστής 2025

