Για έκτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στο ταξίδι. Ταξίδι είναι η γνωριμία με έναν καινούργιο τόπο, είτε στη χώρα μας είτε στο εξωτερικό. Αποτελεί μια διαφυγή, μια δραπέτευση από την καθημερινότητα. Ο ταξιδιώτης γνωρίζει μαθαίνει συνομιλεί με ανθρώπους μαθαίνει νέα πράγματα και ανοίγει τους ορίζοντες της ζωής του. Ανθρωποι που έχουν ταξιδέψει έχουν μεγαλύτερη πείρα στην επίλυση των προβλημάτων και είναι πιο ευέλικτοι στους χειρισμούς τους.
Κάποτε οι συγγραφείς έγραφαν κατά παραγγελία ανέκδοτα διηγήματα σε εφημερίδες, περιοδικά και διαβάζονταν με μεγάλη αγάπη. Μετά επικράτησε η μόδα να γράφονται νουβέλες και μυθιστορήματα που γίνονταν βιβλία και τα αποκαλούσαν ταξιδιωτικά βιβλία. Ακόμη και σήμερα, που από την οθόνη μαθαίνουμε τόσα πράγματα, δεν έχουμε τη σχέση με αυτά που γράφει ο συγγραφέας και μας διηγείται. Είναι η γλώσσα της ψυχής που γοητεύει την ψυχή και αγκαλιάζει τη θέρμη της ύπαρξής μας.
Τριάντα επτά σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν και μας δροσίζουν με την πένα τους. Οι περιγραφές των ταξιδιών μέσα από τη γραφή αποκτούν μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα.
Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Ταξίδι στο λευκό νησί

Σύμφωνα με το «Ημερολόγιο 1970», στην Τήνο πήγαμε με το πλοίο «Καραϊσκάκης». Για το ταξίδι ήμασταν τέσσερις, αφού η φίλη της γιαγιάς, η Ζαμπέτα, θα έφερνε μαζί της την ανιψιά της, την εικοσάχρονη Γιώτα, μία όμορφη κοπέλα που είχε έρθει από τη Μανωλάδα της Ηλείας. Την κοπέλα τη βρήκε, δυστυχώς, μια τραγωδία πριν από τον γάμο της, αφού ο μνηστήρας της, ενώ επιδιόρθωνε τα καλώδια σε στύλο της ΔΕΗ, τον χτύπησε το ρεύμα και σωριάστηκε στο χώμα νεκρός.
Καθίσαμε στο κατάστρωμα. Δύο έφεδροι ναύτες, ο ένας πανύψηλος και μελαχρινός, ο άλλος λίγο πιο κοντός και κάτασπρος, σαν ξένος, παρέα με μία νεαρή με κοντά, ξανθά μαλλιά, ζιπ κιλότ και σακίδιο στην πλάτη, ήρθαν και κάθισαν στο παγκάκι απέναντί μας. Η κοπέλα έβγαλε από την ψάθινη τσάντα της ένα τρανζίστορ, απ’ όπου ακούστηκε δυνατά το τραγούδι «Τζίνι» με τους Βόρειους:
Με φωνάζουνε Τζίνι
(το Τζίνι, το Τζίνι)
γιατί σ’ όλα είμαι μέσα
(είμαι μέσα, είμαι μέσα)
κι έχω βάλει σκοπό ούτε μία φορά
να μην πω σ’ αγαπώ.
Η ίδια άρχισε να λικνίζεται στον ρυθμό του τραγουδιού και ο σύντροφός της ύψωσε με χαρά τη μία γροθιά του, ενώ ο μελαχρινός φίλος του σηκώθηκε, πήγε παράμερα, άναψε τσιγάρο και στήριξε τον αγκώνα του στο χείλος μιας σωσίβιας λέμβου.
«Τι θέλαμε οι βλάκηδες και κάτσαμε στο κατάστρωμα;», αναρωτήθηκε η γιαγιά. «Αυτοί απέναντι, παρέα με την ξεβράκωτη, για πάρτι το πάνε…».
Η ξανθιά άφησε το μαγνητόφωνο πάνω στο παγκάκι και πλησίασε τον ναύτη που κάπνιζε. Με μια κίνηση του άρπαξε το τσιγάρο από τα χείλη και το έφερε στο στόμα της. Αυτός την κυνήγησε, παίρνοντας οι δυο τους τρεις βόλτες γύρω από τις σωσίβιες λέμβους. Στο τέλος, αυτή με τον σύντροφό της, από τη σκάλα καθόδου, χάθηκαν στην τραπεζαρία, αφήνοντας μονάχο τον ναύτη, που ξανακάθισε στο παγκάκι.
Μετά τον έλεγχο των εισιτηρίων, πλησιάζαμε πια το Σούνιο, όταν η ξανθιά και ο φίλος της επέστρεψαν στο κατάστρωμα με δύο παγωτά πυραύλους.
«Α, θέλω κι εγώ!…», είπε η Γιώτα και σηκώθηκε όρθια.
«Να, πάρε ένα τάλιρο για να πάρεις παγωτό και του Μάκη», πρότεινε για μένα η θεία της.
«Ο χαχαβίας έχει τα λαιμά του», πετάχτηκε για μένα η γιαγιά.

Η Γιώτα, πριν κατεβεί τη σκάλα, κοίταξε επίμονα τον ναύτη, που είχε στο μεταξύ καθίσει μόνος σε παγκάκι δίπλα στην παρέα του. Βάζοντας τον δείχτη στο εσωτερικό του καπέλου του, το στριφογύριζε, έως ότου αυτό πέσει χάμω ανάποδα και φανεί η ναυτική του ταυτότητα, που συγκρατούσε μια μαύρη ταινία.
Μόλις το «Καραϊσκάκης» έπιασε το λιμάνι της Ερμούπολης, η κοπέλα και ο φίλος της σηκώθηκαν. Ο άλλος ναύτης τούς χαιρέτησε σηκώνοντας νωχελικά το χέρι του. Απ’ το τρανζίστορ ακούστηκε δυνατά πάλι η φωνή της Ελενας, της τραγουδίστριας του Sover Group:
Το δικό σου μυστικό,
αγοράκι μου μικρό,
η καρδούλα μου χτυπά
που δεν ξέρει ν’ αγαπά.
Σ’ αγαπώ και σε λατρεύω,
σου τ’ ορκίζομαι ξανά
στ’ αστεράκι που τη νύχτα
την αγάπη μας κοιτά.
«Δόξα τω Θεώ, ξεκουμπίζονται!», είπε με ανακούφιση η Ζαμπέτα.
Η ξανθιά όμως, πριν κατέβει τη σκάλα, άρχιζε να χορεύει. «Στην Μπαρμπαριά να σε πουλήσουν!», την καταράστηκε η γιαγιά.
Ηδη πλέαμε για την Τήνο. Οταν η Ζαμπέτα σηκώθηκε κι άρχισε να περιφέρεται στο κατάστρωμα, η γιαγιά στράφηκε στη Γιώτα:
«Δεν ξέρω, αλλά πρόσεξα -πες μου αν κάνω λάθος- πως ενδιαφέρεσαι για τον ναύτη που κάθεται απέναντι… Κατανοώ το μεγάλο κακό που σε βρήκε… Την τύχη μας ο Θεός την ορίζει και όχι εμείς…», συμπλήρωσε, χωρίς να κάνει τον σταυρό της, που συνήθιζε σε στιγμιαία θρησκευτική έξαρση. «Κοίταξε, όμως, από δω και στο εξής να σ’ ενδιαφέρει μόνο ο άντρας που διαθέτει παρά και όχι να ξεπέσεις σε ναυτάκια, που ούτε δουλειά δεν έχουν ακόμη και είναι και αδημιούργητα. Και ο ναύτης απέναντι δεν νομίζω πως είναι για σένα, μάλλον κανένας ρεμπεσκές θα είναι, που ζητά σαν το παράσιτο από όλους αγύριστα λεφτά για τσιγάρα και ποτά…».
«Ε, όχι δα και μ’ αυτόνα!…», έκανε η Γιώτα περιφρονητικά.
Στον Ναό της Μεγαλόχαρης πήγαμε αρκετή ώρα πριν από τον Εσπερινό. Οι προσκυνητές ήταν ελάχιστοι. Ασπαστήκαμε την εικόνα της Παναγίας κι ύστερα καθίσαμε στα στασίδια του δεξιού κλίτους. Η Ζαμπέτα, θυμάμαι, είχε πάει στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, όπου παλιά είχε βαπτισθεί ο γιος της.
Ενας νεαρός άντρας, ωθώντας το αναπηρικό καροτσάκι ενός παιδιού, πέρασε από την κεντρική πόρτα της εκκλησίας και στάθηκε δίπλα στο εικονοστάσι της Παναγίας. Από τη δεξιά πόρτα του Ιερού βγήκε ένας ιερέας και κατευθύνθηκε προς το μέρος τους.
«Νωρίς ήρθατε, Λουκά…», σχολίασε.
Το πρόσωπο του ανάπηρου αγοριού ήταν κίτρινο και από το πάνω χείλος εξείχαν τα δόντια της άνω σιαγόνας. Οι παλάμες του ήταν στραμμένες προς τα μέσα και στα πόδια φορούσε ορθοπεδικά μποτίνια, με δεμένα κορδόνια ίσαμε ψηλά τα γόνατα.
Ο Λουκάς ήταν ο ναύτης στο «Καραϊσκάκης», που έτσι ντυμένος με πολιτικά ήταν δύσκολο να τον αναγνωρίσεις.
«Το ότι μπορεί και κουνάει τα χέρια του και καταλαβαίνει κάποιες κουβέντες θα πει πως ήταν θέλημα της Παναγίας μας. Για να γίνει όμως το θαύμα που όλοι αναμένουμε, απαιτούνται νηστεία, προσευχή, Θεία Κοινωνία και τακτικός εκκλησιασμός… Για την ψυχική μας σωτηρία να γίνονται θαύματα και μετά να αποστατούμε και να ξεχνάμε τα πάντα δεν είναι τίμιο…», είπε ο ιερέας πριν κατευθυνθεί και πάλι στο Ιερό.
Είδα τη γιαγιά που ήταν σκυμμένη, λες και ήθελε να κρύψει το πρόσωπό της από τη σκηνή που είχε μόλις αντικρίσει. Δεν ξέρω αν δίπλα της η Γιώτα, που κοιτούσε τον Λουκά με έκπληξη, παραδεχόταν πως ένα σημαντικό γεγονός πάντα μας ξεπερνά και μας απογειώνει, χαρίζοντάς μας, έστω και προσωρινά, μια σπάνια γνώση για τα ανθρώπινα.

