Αν και εκ πρώτης όψεως διαφορετικές, οι δύο περιπτώσεις φωτίζουν κοινούς μηχανισμούς: τη σιωπή των μικρών κοινωνιών, την τοξική πρόσληψη της τιμής και του ανδρισμού, αλλά και την οργή που εκτρέφεται μέσα σε κλειστά περιβάλλοντα — είτε αυτά είναι μια αγροτική κοινότητα είτε μια οπαδική ομάδα.
Πίσω από τα πρωτοσέλιδα και τις στιγμιαίες αντιδράσεις, αναδεικνύεται μια βαθύτερη κρίση σχέσεων, ταυτότητας και εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Πώς ερμηνεύονται τέτοια φαινόμενα εγκληματολογικά; Ποιοι κοινωνικοί και ψυχολογικοί παράγοντες τα συντηρούν; Και κυρίως, πώς μπορεί να «σπάσει» ο φαύλος κύκλος της σιωπής και της βίας;
Για όλα αυτά μιλά ο κ.Ευάγγελος Ι. Χαϊνάς Κοινωνιολόγος – Εγκληματολόγος, Εντεταλμένος Περιφερειακός Σύμβουλος Κοινωνικής Μέριμνας Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας ο οποίος επιχειρεί να διαβάσει πίσω από τα γεγονότα και να εξηγήσει τι αποκαλύπτουν αυτές οι υποθέσεις για τη σημερινή ελληνική κοινωνία – από τα Βορίζια της Κρήτης έως τις εξέδρες της Χαλκίδας.
Κύριε Χαϊνά , πώς ερμηνεύετε εγκληματολογικά ένα περιστατικό βίας σε μια μικρή, «κλειστή» κοινωνία όπως αυτή των Βοριζίων;
Η ερμηνεία ενός περιστατικού βίας μέσα σε μια μικρή, «κλειστή» κοινωνία, όπως αυτή των Βοριζίων (ή οποιασδήποτε άλλης αγροτικής ή ορεινής κοινότητας με ισχυρούς τοπικούς δεσμούς), απαιτεί μια ολιστική εγκληματολογική προσέγγιση, που συνδυάζει κοινωνιολογικά, ψυχολογικά και πολιτισμικά δεδομένα. Από εγκληματολογική σκοπιά, ένα τέτοιο περιστατικό μπορεί να ιδωθεί ως:
-Έκφραση της τοπικής πολιτισμικής λογικής (π.χ. βία για την αποκατάσταση της τιμής ή της δικαιοσύνης).
-Σύμπτωμα κοινωνικής δυσλειτουργίας (όταν οι παραδοσιακοί μηχανισμοί ελέγχου ή εκτόνωσης αποτυγχάνουν).
-Αντίδραση στην κοινωνική αλλαγή (π.χ. εισροή εξωτερικών επιρροών, οικονομικές πιέσεις, αλλοίωση των αξιών).
Εν κατακλείδι, εγκληματολογικά, ένα περιστατικό βίας σε μια μικρή κοινωνία όπως των Βοριζίων δεν μπορεί να ερμηνευθεί απλώς ως μεμονωμένη πράξη, αλλά πρέπει να ειδωθεί μέσα στο πλέγμα:
-των τοπικών αξιών,
-των κοινωνικών σχέσεων και
-και των πολιτισμικών αντιλήψεων περί τιμής, δικαιοσύνης και ανδρισμού.
Η ανάλυση και η προσέγγιση επομένως είναι κοινωνικο-πολιτισμική όσο και ψυχολογική.
Ποιος είναι ο ρόλος της κουλτούρας της σιωπής ή της τοπικής συνενοχής σε τέτοια περιστατικά;
Η έκφραση «κουλτούρα της σιωπής» περιγράφει μια κοινωνική ή τοπική νοοτροπία όπου τα άτομα αποφεύγουν να μιλήσουν — για φόβο, για προστασία της «τιμής» της κοινότητας, ή από δισταγμό να συνεργαστούν με τις αρχές. Η «τοπική συνενοχή» μπορεί να σημαίνει ότι ένα σύνολο κατοίκων ή μία μικρή κοινωνία συν tacit permission (άγραφη συγκατάθεση) σιωπά, είτε για να μην «χαλάσει» η κοινότητα, είτε επειδή υπάρχουν ισχυρά δίκτυα δεσμών, συγγενειών ή έχθρας που παραμένουν ανεξάρτητα από τη δικαιοσύνη. Στην περίπτωση των Βοριζίων, όπως αναφέρεται σχετικό ρεπορτάζ, «όπως συχνά συμβαίνει … τα στόματα έμειναν κλειστά και επικράτησε ο -νόμος της σιωπής».

Σε ποιο βαθμό η τοπική κοινωνική συνοχή μπορεί να λειτουργήσει ως μηχανισμός συγκάλυψης;
Η τοπική κοινωνική συνοχή μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις και κάτω από κάποιες συνθήκες, να λειτουργήσει ως μηχανισμός συγκάλυψης ενός εγκλήματος. Όταν τα μέλη μιας τοπικής κοινότητας δίνουν προτεραιότητα στη διατήρηση της «καλής φήμης» ή των εσωτερικών δεσμών, μπορεί να επιλέξουν τη σιωπή αντί για τη δικαιοσύνη. Ο φόβος του κοινωνικού στιγματισμού ή η αλληλεγγύη προς τον δράστη ενισχύουν αυτή τη στάση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η συνοχή μετατρέπεται από στοιχείο ενότητας σε μέσο συγκάλυψης. Η κοινωνική σιωπή γίνεται τότε συνένοχη της αδικίας και του εγκλήματος.
Ποια χαρακτηριστικά ξεχωρίζουν τις ενδοοικογενειακές συγκρούσεις που εξελίσσονται σε εγκλήματα;
Οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις που εξελίσσονται σε εγκλήματα διακρίνονται από την έντονη και παρατεταμένη συναισθηματική φόρτιση μεταξύ των μελών τους. Αρκετές φορές συνοδεύονται από ανισορροπίες ισχύος, ψυχολογική ή σωματική κακοποίηση και αδυναμία ουσιαστικής επικοινωνίας. Παράγοντες όπως η κοινωνική απομόνωση, η οικονομική πίεση, τα κοινωνικά προβλήματα εν γένει και η κατάχρηση ουσιών εντείνουν τα περιστατικά βίας. Η έλλειψη πρόσβασης σε υποστηρικτικούς μηχανισμούς ή η απουσία δομών πρόληψης συμβάλλουν στην κλιμάκωση. Τελικά, τα εγκλήματα αυτά αντικατοπτρίζουν τη διάρρηξη των προστατευτικών δεσμών και τη μετατροπή της οικειότητας σε πεδίο επιβολής και καταστροφής.

Θεωρείτε ότι υπάρχει επαρκής κρατική και ψυχοκοινωνική υποστήριξη στις απομονωμένες περιοχές για την πρόληψη τέτοιων φαινομένων;
Η επάρκεια κρατικής και ψυχοκοινωνικής υποστήριξης στις απομονωμένες περιοχές της χώρας σύμφωνα και με την καταγραφή των φορέων και δομών που δραστηριοποιούνται είναι περιορισμένη, γεγονός που συμβάλλει στη διαιώνιση φαινομένων κοινωνικής βίας, όπως οι βεντέτες και το βίαιο έγκλημα. Η απουσία συστηματικής παρουσίας θεσμών πρόληψης, ψυχικής υγείας και κοινωνικής διαμεσολάβησης οδηγεί σε αυτοδικία και ενίσχυση πατριαρχικών αντιλήψεων τιμής. Παρά τις κατά τόπους πρωτοβουλίες, η έλλειψη επαρκούς υποδομής και εκπαιδευμένων επαγγελματιών δυσχεραίνει την αποτελεσματική παρέμβαση. Η ψυχοκοινωνική στήριξη οφείλει να ενταχθεί σε ένα συνολικό πλαίσιο κοινωνικής συνοχής και εκπαίδευσης στην ειρηνική επίλυση διαφορών. Μόνο έτσι μπορεί να επιτευχθεί βιώσιμη πρόληψη βίαιων συγκρούσεων και ανθρωποκτονιών στις τοπικές κοινωνίες. Είναι ζήτημα κουλτούρας και νοοτροπίας.
Τι δείχνουν τέτοιες υποθέσεις για την αντίληψη της τιμής, του ανδρισμού και της εξουσίας στις αγροτικές κοινωνίες;
Αναντίρρητα, στις παραδοσιακές αγροτικές κοινωνίες, η τιμή, ο ανδρισμός και η εξουσία αποτελούν αλληλένδετες κοινωνικές αξίες που συγκροτούν τον ηθικό και συμβολικό πυρήνα της κοινότητας. Η τιμή λειτουργεί ως μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου και αξιολόγησης της ατομικής συμπεριφοράς. Συνδέεται δε, με τη φήμη, την οικογενειακή υπόληψη και την τήρηση των εθιμικών κανόνων. Η ανδρική ταυτότητα (ανδρισμός) αναδεικνύεται μέσα από τη σωματική δύναμη, την ικανότητα προστασίας της οικογένειας και της περιουσίας, αλλά και την επιβολή σε κοινωνικές ή συγκρουσιακές καταστάσεις. Επιπλέον, η εξουσία, αν και αρκετά συχνά συνδέεται με θεσμικές μορφές (όπως η γη ή η οικογενειακή ιεραρχία), θεμελιώνεται σε συμβολικά κεφάλαια όπως η φήμη και η τιμή. Συμπερασματικά, στις αγροτικές κοινωνίες η τιμή δεν είναι απλώς ατομική ιδιότητα, αλλά συλλογικό αγαθό, άμεσα συνδεδεμένο με τη δομή της εξουσίας και τις έμφυλες σχέσεις. Οι τρεις αυτές έννοιες λειτουργούν ως βασικοί άξονες διαμόρφωσης κοινωνικής τάξης και ταυτότητας.

Πώς μπορούν να «σπάσουν» τα κοινωνικά στερεότυπα που κρατούν ανθρώπους σιωπηλούς;
Η διάρρηξη των κοινωνικών στερεοτύπων που επιβάλλουν τη σιωπή απαιτεί συλλογική ευαισθητοποίηση, ενεργοποίηση, εκπαίδευση και ψυχοκοινωνική ενδυνάμωση των ατόμων. Μέσα από την κριτική σκέψη και την προώθηση της ουσιαστικής ισότητας στις κοινωνικές δομές, δημιουργείται χώρος για την ελεύθερη έκφραση όλων των φωνών. Οι θεσμοί εκπαίδευσης και τα μέσα ενημέρωσης οφείλουν να καλλιεργούν πρότυπα συμπερίληψης και αποδοχής. Τέλος, η ενεργή ακρόαση και ο διάλογος μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτες κοινωνικής αλλαγής, ενισχύοντας την αλληλοκατανόηση και τη δημοκρατική συμμετοχή.
Οπαδική βία: Φονική συμπλοκή στη Χαλκίδα
Πώς εξηγείται εγκληματολογικά η οπαδική βία σε μια εποχή που οι ΠΑΕ και η αστυνομία έχουν αυστηροποιήσει τα μέτρα;
Η οπαδική βία, παρά την αυστηροποίηση των μέτρων από την επίσημη πολιτεία, τις ΠΑΕ και της Ελληνική Αστυνομία, μπορεί να εξηγηθεί εγκληματολογικά ως κοινωνικό φαινόμενο που υπερβαίνει τον αθλητισμό και συνδέεται με ζητήματα ταυτότητας, περιθωριοποίησης και συλλογικής εκτόνωσης. Οι θεωρίες της υποπολιτισμικής εγκληματολογίας υποστηρίζουν ότι οι οργανωμένοι οπαδοί λειτουργούν μέσα σε κώδικες τιμής και αντιπαλότητας, όπου η βία νομιμοποιείται συμβολικά. Η αίσθηση κοινωνικού αποκλεισμού και η ανάγκη ένταξης σε μια «ομάδα» ενισχύουν την επιθετικότητα ως μορφή αναγνώρισης. Έτσι, η οπαδική βία παραμένει ανθεκτική, καθώς οι θεσμικές παρεμβάσεις αγνοούν τις βαθύτερες κοινωνικοψυχολογικές της ρίζες.

Υπάρχει κοινό προφίλ του δράστη τέτοιων επιθέσεων; Ποια είναι τα ψυχολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του;
Οι δράστες επιθέσεων οπαδικής βίας δεν παρουσιάζουν απόλυτα κοινό προφίλ, ωστόσο επιστημονικές έρευνες στην Ελλάδα και το εξωτερικό αποτυπώνουν ορισμένα επαναλαμβανόμενα ψυχολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Συνήθως πρόκειται για νέους άνδρες με χαμηλό επίπεδο αυτοελέγχου, έντονη ανάγκη ταύτισης με την ομάδα και μειωμένη αίσθηση ατομικής ευθύνης. Η συμμετοχή σε βίαιες ομάδες τους προσφέρει αίσθηση δύναμης, αναγνώρισης και κοινωνικής ένταξης, αντισταθμίζοντας συχνά προσωπικά ή κοινωνικά αισθήματα ανεπάρκειας. Παράγοντες όπως η κοινωνική περιθωριοποίηση, η ανδρική κουλτούρα επιθετικότητας και η ανοχή της βίας στο αθλητικό περιβάλλον ενισχύουν την εκδήλωση αυτών των συμπεριφορών.

Ποιοι είναι οι πραγματικοί παράγοντες κινδύνου πίσω από τέτοιες συγκρούσεις — είναι ιδεολογία, οπαδισμός ή κοινωνικός αποκλεισμός;
Οι συγκρούσεις που σχετίζονται με ακραίες συμπεριφορές δεν μπορούν να αποδοθούν αποκλειστικά σε ιδεολογία ή οπαδισμό. Επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι οι βασικοί παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν κοινωνικό αποκλεισμό, οικονομική ανισότητα και περιθωριοποίηση, που ενισχύουν την ευαλωτότητα σε ριζοσπαστικές ιδεολογίες. Η ιδεολογία και ο οπαδισμός συχνά λειτουργούν ως δευτερεύοντα μέσα έκφρασης ή κινητοποίησης. Επιπρόσθετα, ψυχοκοινωνικοί παράγοντες, όπως η ανάγκη για ταυτότητα και η αναγνώριση, επιτείνουν την πιθανότητα συμμετοχής σε συγκρούσεις. Συνολικά, η αλληλεπίδραση κοινωνικών και ατομικών παραγόντων υπερβαίνει την απλή πίστη σε μια ιδεολογία.
Τι ρόλο παίζουν οι κλειστές ομάδες και τα social media στην αναπαραγωγή της βίας;
Οι κλειστές ομάδες και τα social media λειτουργούν ως καταλύτες στην αναπαραγωγή της βίας, καθώς παρέχουν πλατφόρμες για την ταχεία διάδοση ακραίων ιδεών και αντιλήψεων και τη ριζοσπαστικοποίηση των μελών. Μέσα σε αυτά τα περιβάλλοντα, η έλλειψη εποπτείας και η ενίσχυση της κοινωνικής συμφωνίας δημιουργούν συνθήκες για την κανονικοποίηση της βίαιης συμπεριφοράς. Είναι επιστημονικά αποδεκτό ότι η διαδικτυακή κοινωνική δυναμική συμβάλλει στην κυκλική αναπαραγωγή βίαιων πρακτικών. Η διεθνής επιστημονική έρευνα δείχνει ότι η πρόληψη απαιτεί συνδυασμένες στρατηγικές εκπαίδευσης, εποπτείας και τεχνολογικής παρέμβασης.

Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο όχι μόνο κατασταλτικά αλλά παιδαγωγικά και προληπτικά;
Η αντιμετώπιση της οπαδικής βίας μπορεί να συνδυάζει κατασταλτικά, παιδαγωγικά και προληπτικά μέτρα. Εκτός από την αυστηρή εφαρμογή της νομοθεσίας, η εκπαίδευση των νέων σε αξίες όπως ο σεβασμός και η συλλογική υπευθυνότητα μπορεί να μειώσει την επιθετικότητα και τη βίαιη συμπεριφορά. Προγράμματα κοινωνικής ένταξης και αθλητικής παιδείας ενισχύουν την ομαδικότητα και τον αυτοέλεγχο. Η συνεργασία σχολείων, συλλόγων και οικογενειών ενισχύει την πρόληψη.
Ποιος ο ρόλος των ΜΜΕ; Συμβάλλουν –έστω και άθελά τους– στη «ρομαντικοποίηση» της οπαδικής ταυτότητας;
Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ) διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνικής αντίληψης γύρω από τον αθλητισμό και την οπαδική ταυτότητα. Μέσα από την προβολή ιστοριών, ηρωοποιημένων φιγούρων και έντονων συγκρούσεων, συχνά συμβάλλουν, έστω και άθελά τους, στη «ρομαντικοποίηση» της ένταξης σε οπαδικές κοινότητες. Η έμφαση σε δραματικές αφηγήσεις ή σε εικόνες αφοσίωσης μπορεί να δημιουργήσει ένα ιδεαλιστικό και συναρπαστικό πλαίσιο, που υπερτονίζει την πίστη και την αφοσίωση. Παράλληλα, αυτή η προβολή μπορεί να υπονομεύει την αντικειμενική κριτική στάση απέναντι σε φαινόμενα βίας ή κοινωνικής πίεσης. Συνεπώς, σε κάποιες περιπτώσεις τα ΜΜΕ λειτουργούν τόσο ως καθρέφτης όσο και ως ενισχυτής πολιτισμικών στερεοτύπων γύρω από τον οπαδισμό.
Πώς μπορούν οι ομάδες και οι φίλαθλοι να ανακτήσουν τον κοινωνικό ρόλο του αθλητισμού ως μέσο σύνδεσης, όχι διχασμού;
Ο αθλητισμός μπορεί να λειτουργήσει ως πλατφόρμα κοινωνικής σύνδεσης όταν ομάδες και φίλαθλοι προάγουν αξίες συνεργασίας, επικοινωνίας, σεβασμού και συλλογικής υπευθυνότητας. Μέσα από συλλογικές δράσεις, συμμετοχή σε κοινωνικά προγράμματα και υπεύθυνη συμπεριφορά στις αθλητικές εγκαταστάσεις και εκτός αυτών, ενισχύεται η αίσθηση της κοινότητας. Η εκπαίδευση σε θέματα αθλητικής ηθικής και η ανάδειξη θετικών προτύπων συμβάλλουν στη μείωση του διχασμού. Ο αθλητισμός μετατρέπεται έτσι σε εργαλείο κοινωνικής ένταξης και αλληλεγγύης. Η συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων μερών καθιστά το παιχνίδι κοινό τόπο συνάντησης και όχι σύγκρουσης.

Τι αποκαλύπτουν αυτές οι δύο, φαινομενικά άσχετες, υποθέσεις για την κρίση σχέσεων και ταυτότητας στη σύγχρονη Ελλάδα;
Και στις δύο περιπτώσεις βλέπουμε ένα κοινό μοτίβο: κρίση σχέσεων και ταυτότητας. Επιπλέον, διαπιστώνεται η προσπάθεια αναζήτησης νοήματος και θέσης στον κοινωνικό χώρο, αλλά η έλλειψη οργάνωσης ή θεσμικής στήριξης οδηγεί σε εκρηκτικές ή τραγικές εκφράσεις. Τα φαινόμενα υποδηλώνουν ότι η σύγχρονη ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει έντονες προκλήσεις στον κοινωνικό ιστό και την ατομική ταυτότητα. Οι παραδοσιακές δομές (οικογένεια, τοπική κοινότητα, συλλογικότητα) συγκρούονται με τον σύγχρονο τρόπο ζωής, με αποτέλεσμα η ένταση να εκφράζεται με συλλογικό τρόπο (βία, οπαδισμός). Υποδεικνύεται επίσης, η ανάγκη για θεσμούς και πρακτικές που ενισχύουν την κοινωνική συνοχή και το αίσθημα συμμετοχής, ώστε οι εντάσεις να μην καταλήγουν σε βία ή τραγωδία.
Πώς μπορεί η εκπαίδευση και η τοπική κοινότητα να λειτουργήσει ως «πρώτη γραμμή» πρόληψης της βίας;
Είναι κοινός τόπος ότι η εκπαίδευση και η τοπική κοινότητα – κοινωνία μπορούν να λειτουργήσουν ως «πρώτη γραμμή» πρόληψης της βίας ενισχύοντας την κοινωνική συνοχή και την ανάπτυξη δεξιοτήτων επίλυσης συγκρούσεων. Σχολικά προγράμματα που προάγουν την ενσυναίσθηση, τον σεβασμό και την ανεκτικότητα μειώνουν αισθητά την πιθανότητα επιθετικών συμπεριφορών. Παράλληλα, η ενεργός συμμετοχή της κοινότητας σε πολιτιστικά και αθλητικά δίκτυα δημιουργεί ασφαλή και δημιουργικά περιβάλλοντα για νέους, ενώ η συνεργασία με τοπικούς φορείς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ενισχύει την έγκαιρη αναγνώριση και παρέμβαση σε επικίνδυνες καταστάσεις. Η συνδυαστική δράση εκπαιδευτικών και κοινοτικών πόρων επιτρέπει την πρόληψη της βίας δομικά.

Αν έπρεπε να προτείνετε τρεις άμεσες παρεμβάσεις για να μειωθούν τέτοιες μορφές εγκλήματος, ποιες θα ήταν;
Η οπαδική βία και οι βεντέτες που οδηγούν σε ανθρωποκτονίες αποτελούν σοβαρά κοινωνικά φαινόμενα που απαιτούν άμεσες παρεμβάσεις. Τρεις αποτελεσματικές στρατηγικές περιλαμβάνουν: (1) ενίσχυση της αστυνόμευσης και αυστηρότερη επιβολή ποινών σε περιστατικά βίας, (2) εκπαίδευση και προγράμματα κοινωνικής ένταξης για νέους σε ομάδες οπαδών, και (3) προώθηση θεσμικών διαλόγων και μεσολάβησης μεταξύ αντιμαχόμενων ομάδων μέσω κοινοτικών πρωτοβουλιών. Οι παρεμβάσεις αυτές μειώνουν την ένταση των συγκρούσεων και προάγουν την κοινωνική συνοχή. Η συστηματική αξιολόγηση των μέτρων διασφαλίζει τη μακροχρόνια αποτελεσματικότητά τους.

