Όπως αναφέρει σε ανάρτησή του ο ομότιμος καθηγητής Γεωλογίας του ΑΠΘ, Σπύρος Παυλίδης, η δόνηση προήλθε από κανονικό ρήγμα διεύθυνσης ΒΔ-ΝΑ, χωρίς να καταγραφούν επιφανειακές διαρρήξεις.
«Η μέγιστη ένταση έφτασε το VIII της κλίμακας Μερκάλι στην περιοχή του επίκεντρου, ενώ σε αποστάσεις άνω των 40 χιλιομέτρων η δόνηση ήταν αισθητά ηπιότερη. Η Αμερικανική Γεωλογική Υπηρεσία (USGS) υπολογίζει ότι περισσότεροι από 12 εκατομμύρια άνθρωποι ένιωσαν τουλάχιστον μέτρια δόνηση (ένταση IV), γεγονός που καταδεικνύει τη μεγάλη γεωγραφική εμβέλεια του σεισμού», τόνισε. Η μετασεισμική ακολουθία εξελίσσεται έντονα, με δεκάδες δονήσεις μεταξύ 3,0 και 3,9 βαθμών, αλλά και αρκετούς μετασεισμούς μεγέθους 4,0 έως 4,7.

Σύμφωνα με τον κ. Παυλίδη, αν και οι πιθανότητες ένας μετασεισμός να ξεπεράσει το κύριο γεγονός είναι περιορισμένες (περίπου 5%), η περιοχή φέρει βαρύ ιστορικό μεγάλων σεισμών, γεγονός που εντείνει την επιφυλακή. «Η Ζώνη Ρηγμάτων Simav, στην οποία εντάσσεται το επίκεντρο, έχει δώσει στο παρελθόν ιδιαίτερα ισχυρές σεισμικές ακολουθίες. Ενδεικτικά, τον Μάρτιο του 1969 καταγράφηκαν διαδοχικά οι σεισμοί Demirci (Μ5.9 και Μ6.1), οι οποίοι ακολουθήθηκαν λίγες ημέρες αργότερα από τον ακόμη ισχυρότερο σεισμό του Alaşehir (Μ6.8), που απελευθέρωσε δεκαπλάσια ενέργεια. Έναν χρόνο αργότερα, το 1970, η περιοχή συγκλονίστηκε από νέο καταστροφικό σεισμό Μ7.2, με ρήξη που εκτείνεται σε μήκος 100 χιλιομέτρων», ανέφερε.
Οι επιστήμονες παρακολουθούν στενά την εξέλιξη της σεισμικής δραστηριότητας, καθώς οι αναλογίες με τα γεγονότα της περιόδου 1969-1970 υπενθυμίζουν ότι η δυτική Τουρκία αποτελεί μια από τις πιο σεισμογενείς περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου.


