Το έγγραφο 48 σελίδων χαρτογραφεί σενάρια από μαζικές ταραχές με «εκτοπισμένους εργαζόμενους» σε αντιπαράθεση με ρομποτικές μονάδες, έως επιθέσεις με εκατοντάδες μικρά «τσέπης» τετρακόπτερα εφοδιασμένα με τεχνητή νοημοσύνη. Η ανάλυση αναφέρει παραδείγματα όπου ρομπότ χρησιμοποιούνται σε εμπορικά κέντρα, για παράδοση δεμάτων, καθαρισμό σταθμών και φροντίδα ευάλωτων ατόμων, και επισημαίνει ρήξεις ανάμεσα σε αυτόματες λύσεις και κοινωνικά στρώματα που πλήττονται από αυτοματοποίηση. Το έγγραφο διατυπώνει επίσης παραδείγματα όπως ‘στρατιές ρομπότ που τους έκλεψαν τη δουλειά’ και αναφέρεται σε εικόνες μαζικών συγκρούσεων, καθώς και σε ενδεχόμενα όπου επεισόδια ξεκινούν από μικρά σφάλματα λειτουργίας. Προειδοποιεί ότι τέτοια επεισόδια μπορούν να αναπαραχθούν γρήγορα μέσω κοινωνικών δικτύων και να αποκτήσουν πανευρωπαϊκή απήχηση.
Η έκθεση επισημαίνει συγκεκριμένους κινδύνους: η κυβερνοεπίθεση σε ρομπότ κοινωνικής φροντίδας μπορεί να επιτρέψει τη συλλογή προσωπικών δεδομένων ή τη χειραγώγηση ατόμων, ενώ το σφάλμα ενός νοσοκομειακού ρομπότ που χορηγεί λάθος φάρμακο περιγράφεται ως ενδεχόμενο που θα μπορούσε να πυροδοτήσει δημόσια κατακραυγή. Στις περιπτώσεις διερεύνησης εγκλημάτων, οι αρχές αντιμετωπίζουν νέες προκλήσεις για τη δικονομική διαχείριση ρομποτικών συστημάτων· το έγγραφο θίγει την έννοια της κατάσχεσης ρομπότ ως αποδεικτικού υλικού και τη δυσκολία «ανάκρισης» αυτόνομων συσκευών για να εξακριβωθεί αν μια βλάβη ήταν σκόπιμη ή τυχαία. Η Europol περιγράφει την ανάγκη για τεχνολογική ικανότητα αναλύσεων, διασυνοριακή συνεργασία και νομικά πλαίσια που θα διευκολύνουν την αξιολόγηση ψηφιακών αποτυπωμάτων και ευθυνών. Στην περίπτωση των ρομπότ φροντίδας, το κείμενο αναφέρει τον κίνδυνο συλλογής δημογραφικών στοιχείων, ιατρικών αρχείων και καθημερινών συνηθειών, καθώς και την πιθανότητα προγραμματισμού για χειραγώγηση ή μεταφορά θυμάτων σε ευάλωτες καταστάσεις. Στο πεδίο των αποδεικτικών στοιχείων, περιγράφονται τεχνικές προκλήσεις όπως ο εντοπισμός λογισμικού τρίτων, η αποκρυπτογράφηση δεδομένων και η διατήρηση αλυσίδας φύλαξης ψηφιακών αρχείων.
Η ανάλυση εντοπίζει επίσης την εξάπλωση τεχνογνωσίας από τον πόλεμο στην Ουκρανία ως επιταχυντικό παράγοντα για την υιοθέτηση όπλων-ρομπότ και δυσδιάκριτων drone. Αναφέρονται εκπαίδευση και χρήση από μεξικανικά καρτέλ και εξτρεμιστικές ομάδες, και η δυνατότητα κλιμάκωσης με μαζική χρήση φθηνών, αυτοπροσαρμοζόμενων σμηνών. Σε επιχειρησιακό επίπεδο, ήδη σήμερα υπάρχουν τεχνολογίες αντιμετώπισης—δίχτυα, συστήματα παρεμβολής, λέιζερ και ειδικά όπλα που αδρανοποιούν μη επανδρωμένα μέσα—αλλά η έκθεση επισημαίνει ότι οι απαιτήσεις θα αυξηθούν σε επίπεδο εφοδιασμού, νομοθεσίας και εκπαίδευσης. Τέλος, το κείμενο καταγράφει ότι η συμβίωση αστυνομικού προσωπικού και ρομπότ σε επιχειρήσεις έκτακτης ανάγκης ή σε ρουτίνα περιπολιών θα δημιουργήσει νέα επιχειρησιακά σχήματα και νομικά ερωτήματα σχετικά με την ευθύνη, την τεχνική διαφάνεια και την προστασία πολιτών. Παράλληλα, η έκθεση τεκμηριώνει ότι υπηρεσίες στο Ηνωμένο Βασίλειο, το Βέλγιο, την Κίνα και την Αυστραλία ήδη χρησιμοποιούν τεχνολογίες εξουδετέρωσης—δίχτυα, ραντάρ ανίχνευσης, στοιχεία παρεμβολής και λέιζερ—και σημειώνει ενδεικτικά παραδείγματα δοκιμών όπλων που στοχεύουν στην ακινητοποίηση μηχανικών μονάδων. Επιπλέον αναφέρεται η πιθανότητα χρήση drones για απελευθέρωση κρατουμένων από εγκαταστάσεις. Η έκθεση καταγράφει συγκεκριμένες τεχνικές δοκιμές και σενάρια χρηματοδότησης.