Δεν είναι λίγες οι παγκόσμιες φωνές -πολιτικοί, καθηγητές, ιστορικοί, διπλωμάτες και διεθνή μέσα ενημέρωσης (αμερικανικά και ευρωπαϊκά) που κάνουν ανοιχτά λόγο για κείμενο που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε ταπεινωτική συνθηκολόγηση. Αν, όμως, επαληθευτούν οι πληροφορίες για τη ρωσική υπαγόρευση του σχεδίου, τότε θα πρόκειται για μία από τις πιο ταπεινωτικές στιγμές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και της διπλωματίας των ΗΠΑ.
Η κατάσταση, λένε ειδικοί αναλυτές, θυμίζει, με τις ανάλογες διαφοροποιήσεις, βεβαίως, τις συνθήκες που οδήγησαν στην περιβόητη Συνθήκη του Μονάχου (29 Σεπτεμβρίου 1938) με την οποία Βρετανία (Τσάμπερλεν), Γαλλία (Νταλαντιέ), Γερμανία (Χίτλερ) και Ιταλία (Μουσολίνι) παραχωρούν στη ναζιστική Γερμανία τη Σουδητία της Τσεχοσλοβακίας, με αντάλλαγμα να μην εισβάλει ο Χίτλερ στην υπόλοιπη Ευρώπη, κάτι που φυσικά δεν τηρήθηκε. Απεναντίας τού άνοιξε ο δρόμος προς τα Βαλκάνια, την Ελλάδα και εν τέλει την ΕΣΣΔ. Η Συνθήκη ήταν αποτέλεσμα της γνωστής πολιτικής του κατευνασμού που τότε υπηρετούσε πιστά η Βρετανία.
Η Ουκρανία βρίσκεται ανάμεσα σε μία μέγγενη που κακώς θεωρούμε ότι αφορά μόνο την ίδια. Είναι το νέο δόγμα στην ισορροπία γεωστρατηγικής ισχύος και κρατικής εξουσίας: Η κυριαρχία της οικονομίας έναντι της πολιτικής και της διπλωματίας, ακόμα και με τον πιο κυνικό και αδυσώπητο τρόπο όπως αυτός του Αμερικανού προέδρου.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα ανταλλάγματα για την αμερικανική οικονομία που προβλέπονται στην τωρινή συμφωνία, που κατηγορείται ως ρωσικής έμπνευσης και… μετάφρασης, είναι ίδια με τους όρους που η βίαιη επιχειρηματική λογική του Τραμπ είχε επιχειρήσει να επιβάλει στον Ζελένσκι, πριν ο Πούτιν διατυμπανίσει με όλους τους τρόπους ότι δεν ενδιαφέρεται για την ειρήνευση.
Η σημερινή δεινότητα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής φαίνεται να εξαρτάται σε απόλυτο βαθμό από την απάντηση στο ερώτημα: «Κι εγώ τι θα κερδίσω;». Μια στυγνή ομολογία κέρδους ακόμα και πάνω από τα εκατοντάδες χιλιάδες πτώματα της ρωσικής βαρβαρότητας στην Ουκρανία.
Οι κρίσιμες συνομιλίες, που ξεκίνησαν χθες στη Γενεύη, είναι βέβαιο ότι θα έχουν τα χρώματα των ευρωπαϊκών αντιδράσεων όχι τόσο στις λεπτομέρειες όσο στην κεντρική ιδέα. Το να αποδέχεται τη ραχοκοκαλιά των ρωσικών απαιτήσεων σημαίνει ότι η διεθνής, πλέον, κοινότητα αποδέχεται ότι τα σύνορα μίας χώρας μπορούν να αλλάζουν διά της βίας. Με το ακριβώς αντίθετο δόγμα πορεύτηκε η αμερικανική και ευρωπαϊκή πραγματικότητα από τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και έπειτα. Η Ευρώπη έχει ακόμα μια ευκαιρία να υπερασπιστεί την ανωτερότητα της ειρήνης. Διαφορετικά, η Γενεύη θα είναι ακόμα ένα επεισόδιο του «Πόλεμος, τσάι και συμπάθεια…».