Η ανάγκη να αντιμετωπιστούν τρία κοινωνικά προβλήματα, που διογκώθηκαν τα τελευταία χρόνια στη Χιλή, γκρέμισε τα ιδεολογικά ταμπού της Μεταπολίτευσης του 1988-90, απομυθοποίησε πλήρως την άτολμη και αναποτελεσματική αριστερή διακυβέρνηση του 40άρη προέδρου Γκάμπριελ Μπόριτς και έφερε ομαλότατα και δημοκρατικά στην εξουσία έναν δεδηλωμένο οπαδό του δικτάτορα Πινοσέτ, ο οποίος έχει πρότυπα τους Μελόνι, Μπολσονάρο, Μιλέι.
Ωστόσο, ο θριαμβευτής των χιλιανών εκλογών της Κυριακής, Χοσέ Αντόνιο Καστ, δεν είναι άλλος ένας εκπρόσωπος του ρεύματος της Νέας Δεξιάς. Δηλώνει ανενδοίαστα ότι το 1988 είχε ψηφίσει υπέρ του χουντικού Συντάγματος, που είχε απορρίψει θαρραλέα ο χιλιανός λαός σε συνθήκες στρατοκρατίας και θεωρεί βέβαιο πως αν ζούσε ο Πινοσέτ θα τον τιμούσε κι εκείνος με την ψήφο του.
Παρ’ όλα αυτά, στο Σαντιάγο, στο Βαλπαραΐζο και στις άλλες πόλεις της Χιλής δεν άνοιξε μύτη ούτε σήμανε συναγερμός. Κανείς δεν φοβάται ότι ο ακροδεξιός Καστ θα αρχίσει να φυλακίζει και να δολοφονεί δημοκρατικούς πολίτες. Δύσκολα, άλλωστε, θα χαρακτήριζε κανείς «φασίστες» το 58,1% των Χιλιανών που τον ψήφισε με καθαρά πρακτικά και όχι ιδεολογικά κριτήρια, έναντι 41,8% της κομμουνίστριας δικηγόρου, Ζανέτ Χάρα, εκπροσώπου της πληθυντικής Αριστεράς.
Ο πρώτος ανοιχτά πινοσετικός πρόεδρος της Χιλής μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας (σ.σ. ακόμη και ο νεοφιλελεύθερος πρόεδρος Πινιέρα καταδίκαζε απερίφραστα τη χούντα και τους νοσταλγούς της) δέχθηκε τα συγχαρητήρια των Μπόριτς και Χάρα, αποκήρυξε τον διχασμό και τόνισε ότι «καλοί και κακοί υπάρχουν και στη Δεξιά και στην Αριστερά».
Ευπρόσδεκτη η πολιτική ευγένεια, ύποπτη η τόση πολιτική ορθότητα του 59χρονου ακροδεξιού γερουσιαστή. Η προφανής εξήγηση είναι ότι επειδή μεσολαβεί πολύς χρόνος ως την ανάληψη των καθηκόντων (11 Μαρτίου 2026) ο Καστ δεν θέλει φασαρίες στη μεταβατική περίοδο. Το ίδιο και οι αντίπαλοί του.