Αυτό είναι ένα από τα πολιτικά μαρτύρια αυτού του τόπου που ανοίγει διάπλατα τις πόρτες στο ρουσφέτι. Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ το θυμίζει για μία ακόμα φορά. Oσο παράδοξο και αν ακούγεται, αυτή είναι μία φυσιολογική συμπεριφορά.
Σήμερα ξεκινά στη Βουλή, κατά τα φαινόμενα, ένα ακόμα επεισόδιο ακραίας πόλωσης. Αυτό της 48ωρης συζήτησης της πρότασης της Ν.Δ. για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής και οι προτάσεις του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ με τη Νέα Αριστερά για τη συγκρότηση Προανακριτικής Επιτροπής για τον Μάκη Βορίδη και Λευτέρη Αυγενάκη. Υπάρχει κανείς ανάμεσά μας που αμφιβάλλει ότι στην παρούσα συγκυρία και έτσι όπως έχει οξυνθεί το πολιτικό σκηνικό, όλα είναι πιθανά να ειπωθούν εκτός από το αυτονόητο; Είναι πολύ πιο πιθανό να εφευρεθούν νέοι όροι και επαναδιατυπώσεις τοξικότητας περί «μαφίας», «καμόρας» και «συμμοριών» παρά να αναβαθμιστεί η ποιότητα του πολιτικού λόγου σε κάτι πιο ευπρεπές και πολιτισμένο, που θα δημιουργούσε συνθήκες δημοκρατικής συνεννόησης. Αυτό θα ήταν το «κανονικό». Μόνο που το «κανονικό» όσο πάει και θεωρείται απίθανο.
Ο πρωθυπουργός φέρεται αποφασισμένος να απαντήσει για όλους και για όλα στη Βουλή, αλλά και να ξαναβάλει με ένταση στο τραπέζι το θέμα της ακραίας τοξικότητας της αντιπολίτευσης. Οι προθέσεις ήταν καταφανείς και από την ημέρα της 51ης επετείου της αποκατάστασης της Δημοκρατίας, όταν εγκάλεσε τους επικεφαλής της αντιπολίτευσης, λέγοντας ότι δεν γίνεται να βρίζουν διαρκώς την κυβέρνηση και μετά να εορτάζουν όλοι μαζί τη Δημοκρατία. Οι οδηγίες που έχει δώσει στους υπουργούς και τους βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος είναι να μην παρασυρθούν στον κατήφορο που δημιουργούν οι λεκτικές βαρβαρότητες που αναμένεται να ακουστούν.
Πέραν αυτού, όμως, το σημαντικό είναι ότι το κλίμα που καλλιεργείται και αναμένεται να γίνει ιδιαιτέρως εμφανές, σήμερα και αύριο, λειτουργεί ως αδιάψευστη απόδειξη του στρατηγικού αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται η αντιπολίτευση. Η απουσία της οποιασδήποτε δημιουργικής δυναμικής, κυρίως από το ΠΑΣΟΚ, που τυπικά τουλάχιστον θα μπορούσε να συνιστά το αντίπαλον δέος της Ν.Δ., επιχειρείται να κρυφτεί πίσω από την τεχνητή συγκρουσιακή λογική που μιμείται την Πλεύση Ελευθερίας, η οποία είχε καρπωθεί τη δημοσκοπική προτίμηση ενός ποσοστού της κοινής γνώμης που παραδοσιακά ακολουθεί όποιον έχει ακραία ρητορική, ανεξάρτητα από άλλα πολιτικά χαρακτηριστικά.
Ένα κοινό που δεν έχει καμία πολιτική-ιδεολογική συγγένεια με το μετριοπαθές κοινό, το οποίο, έχει τον τελευταίο -και πιο ισχυρό- λόγο στη διαμόρφωση του ευρύτερου πολιτικού τοπίου. Η κίνηση της κυβέρνησης να προτείνει Εξεταστική από το 1998 σε αυτό το κοινό απευθύνεται.