Βάσει του Συντάγματος οι δήμαρχοι, οι κυβερνήτες και οι πολιτειακές κυβερνήσεις έχουν ενισχυμένες εξουσίες. Κάθε Πολιτεία χαράζει την πολιτική της, εκτός αν το Σύνταγμα απονέμει μία συγκεκριμένη αρμοδιότητα στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Για να έρθουμε στο προκείμενο, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν συνηθίζεται να στέλνει στρατεύματα της Εθνοφρουράς σε μία Πολιτεία αν η ίδια η Πολιτεία δεν της το ζητήσει. Ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε αυτό είναι οι Ρεπουμπλικανοί, σαφώς περισσότερο «τοπικιστές» από τους «φεντεραλιστές» και «κοσμοπολίτες» Δημοκρατικούς.
Με τον Τραμπ, όμως, έχουν έρθει τα πάνω-κάτω. Αυτά που κάποτε θεωρούνταν αυτονόητα, ακόμη και στις ταραγμένες δεκαετίες του ‘60 και του ‘70, τίθενται υπό αμφισβήτηση. Χωρίς να του το ζητήσει ο (Δημοκρατικός) κυβερνήτης της Καλιφόρνια, Γκάβιν Νιούσομ, και χωρίς στην πραγματικότητα να υπάρχει κρίση (πέρα από αυτήν που δημιούργησε ο ίδιος με το πογκρόμ κατά των παράτυπων μεταναστών), ο πρόεδρος των ΗΠΑ διέταξε το Σάββατο 2.000 εθνοφρουρούς να παρέμβουν στο Λος Αντζελες. Εφερε έτσι σε πολύ δύσκολη θέση την τοπική Αστυνομία, που ανακοίνωσε ότι έως το βράδυ του Σαββάτου οι διαδηλώσεις παρέμεναν ειρηνικές και χωρίς επεισόδια. Ακόμη και μετά τη νυχτερινή κλιμάκωση, δήλωσε «έτοιμη να αντιμετωπίσει την κατάσταση, εγγυώμενη την ασφάλεια των κοινοτήτων».
Προς τι, λοιπόν, η στρατιωτικοποίηση από πλευράς Λευκού Οίκου; Η απάντηση είναι καθαρά ιδεολογική. Οι χιλιάδες οπαδοί του Τραμπ, που όρμησαν στις 6/1/2021 στο Καπιτώλιο για να εμποδίσουν την ορκωμοσία ενός εκλεγμένου προέδρου, διέπραξαν «μία μορφή εξέγερσης κατά της εξουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών» πολύ πιο σοβαρή από τους απελπισμένους διαδηλωτές του L.A. Eντούτοις ο Τραμπ τους πρώτους τους αμνήστευσε, επειδή ήταν δικοί του, και τους άλλους τους βλέπει σαν «εχθρούς του έθνους». Το κακό είναι ότι ως «εχθρό του έθνους» αντιμετωπίζουν πλέον τον πρόεδρο των ΗΠΑ η Καλιφόρνια και άλλες Πολιτείες.