
Μέσα από τις ζωές τους, ο Σπύρος Πετρουλάκης αναδεικνύει το διαχρονικό ζήτημα της ταυτότητας, της ελευθερίας και της ανθρώπινης αντοχής. Ενα μυθιστόρημα που συγκινεί όχι μόνο με την πλοκή του, αλλά και με την αλήθεια των χαρακτήρων του. Κι όταν η μνήμη αρχίζει να ξεθωριάζει, η αφήγηση γίνεται φως – υπενθύμιση πως όσα χάνονται μπορούν να ξαναβρεθούν, αρκεί να τα ψάξεις στη σωστή νότα.
Ο τίτλος του βιβλίου σας είναι ποιητικός, σχεδόν μουσικός. Τι είναι για εσάς «Η σονάτα των αθέατων πουλιών»; Είναι μελωδία, μνήμη ή κάτι πιο υπαρξιακό;
Για εμένα, είναι όλα μαζί. Είναι η μελωδία που δεν ακούγεται με το αυτί, αλλά με την καρδιά. Είναι η μνήμη που δεν καταγράφεται σε χαρτί, αλλά ζει μέσα μας, στα σημάδια που δεν φαίνονται. Είναι οι στιγμές που έχουν φύγει, αλλά δεν έσβησαν, απλώς άλλαξαν μορφή και φωλιάζουν μέσα μας. Και ναι, είναι βαθιά υπαρξιακό. Είναι ο ψίθυρος της ψυχής όταν όλα γύρω σωπαίνουν. Οταν ο άνθρωπος χάνει τη φωνή του, τη λογική του, ακόμα και το όνομά του, μένει εκείνο το αθέατο κελάηδισμα, που του θυμίζει ποιος υπήρξε. Ενιωσα την ιστορία μου ως ένα τραγούδι που σιγοτραγουδάμε υποσυνείδητα για να μη χαθούμε, αλλά και για να μη χαθούν οι άλλοι μέσα από εμάς. Γιατί κάποια πουλιά δεν τα βλέπεις ποτέ όταν κελαηδούν, όμως τα ακούς. Κι αυτό έχει μεγαλύτερη αξία μέσα μας. Το αθέατο είναι που κάνει τη διαφορά.
Δύο εποχές -1833 και σήμερα- πλέκονται μέσα στο μυθιστόρημα. Πώς συνδέονται η Φραγκιώ και ο Φραγκίσκος, πέρα από το κοινό τους όνομα; Υπάρχει κάτι διαχρονικό που θέλατε να αναδείξετε μέσα από αυτούς τους χαρακτήρες;
Φραγκιώ και Φραγκίσκος, δύο ψυχές χωρισμένες από αιώνες, μα ενωμένες από μια κοινή μοίρα, την απώλεια. Κι όμως, και οι δύο συνεχίζουν να αγαπούν, να αναζητούν, να στέκονται όρθιοι. Μέσα από αυτούς και το πείσμα τους για ζωή, ήθελα να δείξω πως η πίστη, η προσμονή και το πάθος είναι διαχρονικές αξίες. Ο άνθρωπος αλλάζει εποχές, φορέματα, συνήθειες, αλλά στον πυρήνα του, εκεί όπου πονάει και ελπίζει, παραμένει ο ίδιος.

Η νόσος Αλτσχάιμερ είναι μία σκληρή πραγματικότητα. Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε λογοτεχνικά με τη φθορά της μνήμης; Είναι φόβος, είναι αγάπη, είναι προσωπική εμπειρία;
Είναι όλα αυτά μαζί. Είναι ο φόβος να χαθείς χωρίς να το καταλάβεις, να κοιτάξεις γύρω σου και να μη θυμάσαι ποιος είσαι, πού βρίσκεσαι, ποιοι σε αγαπούν. Είναι η αγωνία ότι θα έρθει μια μέρα που ακόμη και το ίδιο σου το όνομα θα σου είναι ξένο. Και μέσα σε αυτόν τον φόβο, στέκει η αγάπη. Η αγάπη για όσους μένουν πίσω και παλεύουν να σε κρατήσουν κοντά τους. Οχι με μεγάλα λόγια, αλλά με την καθημερινή φροντίδα, ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα, ένα τραγούδι που ελπίζουν πως θα ξυπνήσει κάτι μέσα σου.
Για εμένα, όλα ξεκίνησαν από μια εμπειρία βαθιά προσωπική. Ο παππούς μου έσβηνε σιγά σιγά. Ξεχνούσε, μπερδευόταν, απομακρυνόταν. Κι όμως, κάθε βράδυ, ζητούσε να μείνει ένα φως αναμμένο στο τραπέζι. Σαν να ήξερε πως εκείνο το φως τον κρατούσε παρόντα. Εκεί γεννήθηκε και η ανάγκη μου να γράψω αυτό το βιβλίο. Να καταγράψω αυτήν τη μάχη όχι με την ψυχρότητα της επιστήμης, αλλά με λέξεις που κουβαλούν συναίσθημα. Με λέξεις που πονάνε, αλλά λυτρώνουν.
Ηθελα να μιλήσω για τη μνήμη, όχι ως ικανότητα, αλλά ως παρουσία. Για τη σχέση μας με τον χρόνο, για τη διαδρομή από την απώλεια προς την αποδοχή. Και, κυρίως, για την αγάπη, αυτή που επιμένει, που δεν σβήνει ποτέ, ακόμη κι όταν όλα τα άλλα χάνονται. Γιατί, τελικά, μπορεί να χαθεί η μνήμη, αλλά όχι αυτό που άφησε μέσα μας. Και εκείνο είναι που αξίζει να μείνει ζωντανό.

Το παρελθόν του Αιγαίου με τις επιδρομές, τα σκλαβοπάζαρα και τη λευκή δουλεία αναδεικνύεται με ιστορική ακρίβεια, αλλά και έντονη δραματουργία. Πώς προσεγγίσατε την ιστορική τεκμηρίωση; Πόσο σας κόστισε και πόσο σας άλλαξε ως συγγραφέα;
Η Ιστορία, για εμένα, δεν είναι μια αλληλουχία γεγονότων και χρονολογιών. Είναι οι άνθρωποι που τη βίωσαν. Οι επιλογές τους, οι απώλειές τους, οι φόβοι και οι αντιστάσεις τους. Γι’ αυτό και ένιωσα μεγάλη ευθύνη όταν αποφάσισα να ασχοληθώ με μια τόσο ευαίσθητη και σκληρή περίοδο, όπως αυτή της λευκής δουλείας και των πειρατικών επιδρομών στο Αιγαίο. Η έρευνα που χρειάστηκε ήταν εντατική και απαιτητική. Μελέτησα αρχειακό υλικό, χάρτες της εποχής, καταγραφές Ευρωπαίων περιηγητών, ιστορικά τεκμήρια, μα και μαρτυρίες που διασώθηκαν προφορικά.
Οσο προχωρούσα, δεν είχα την αίσθηση πως γράφω για κάτι μακρινό. Αντίθετα, ένιωθα πως καταπιάνομαι με κάτι πολύ σύγχρονο. Με ανθρώπους που, από τη μία στιγμή στην άλλη, έχαναν το σπίτι τους, την ταυτότητά τους, τη δυνατότητα να διαλέξουν για τον εαυτό τους. Το κόστος αυτής της διαδρομής δεν ήταν μικρό. Ψυχικά, φορτώθηκα ιστορίες που δεν μου ανήκαν. Πόνο, στέρηση, αδικία. Μα μέσα από αυτήν τη διαδικασία, κέρδισα πολλά. Γνώρισα εκ των έσω τη δύναμη της ανθρώπινης φύσης, την αξιοπρέπεια σε συνθήκες απόλυτης ταπείνωσης και την αδιαπραγμάτευτη ανάγκη του ανθρώπου να ελπίζει, να αντιστέκεται, να αντέχει.
Ως συγγραφέας, άλλαξα. Εγινα πιο προσεκτικός, πιο συνειδητός απέναντι στην αλήθεια των εποχών. Και πιο σίγουρος πως η Ιστορία έχει ακόμη πάρα πολλά να μας μάθει, αρκεί να την αφουγκραστούμε όπως της αξίζει.
Η μουσική δεν είναι απλώς θέμα στο βιβλίο σας, είναι χαρακτήρας. Πόσο επηρεάζει η μουσική το συγγραφικό σας ύφος; Συνθέτετε μουσικά τα βιβλία σας όπως ένα τραγούδι ή μία σονάτα;
Η μουσική είναι μέσα μου, είναι η δεύτερη γλώσσα μου. Δεν ξεχωρίζω ποτέ τη λέξη από τον ήχο της. Γράφω όπως συνθέτω – με ρυθμό, με παύσεις, με ένταση και λύγισμα. Κάθε κεφάλαιο είναι ένα μουσικό θέμα, κάθε ήρωας έχει το μοτίβο του. Μερικές φορές, πριν γράψω μια σκηνή, τη φαντάζομαι σαν μελωδία. Κι όταν τελειώσει το βιβλίο, πρέπει να ηχεί μέσα μου σαν ολόκληρη σονάτα. Οχι απαραίτητα τέλεια, αλλά πέρα έως πέρα αληθινή.
«Η σονάτα των αθέατων πουλιών» είναι ένα μυθιστόρημα για τη δύναμη της μνήμης, της μουσικής, αλλά και της συγχώρεσης. Σε τι από όλα αυτά πιστεύετε περισσότερο; Ποιο σώζει τον άνθρωπο, τελικά;
Η μνήμη μάς κρατά, η μουσική μάς ανυψώνει, αλλά η συγχώρεση… αυτή μάς απελευθερώνει. Είναι ο ήλιος που λιώνει τον πάγο μέσα μας. Οσες φορές κι αν σκοντάψουμε, αν δεν συγχωρήσουμε, πρώτα τον εαυτό μας και μετά τους άλλους, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε. Πιστεύω βαθιά σε αυτό. Στον άνθρωπο που πέφτει, αλλά βρίσκει τη δύναμη να ξανασταθεί, όχι από εκδίκηση, μα από κατανόηση. Αν κάτι μας σώζει, είναι αυτή η βαθιά πράξη αγάπης που λέγεται συγχώρεση.
Κλείνοντας, αν μπορούσατε να ακούσετε ένα «κελάηδισμα» από τα αθέατα πουλιά σας, τι θα σας ψιθύριζαν σήμερα;
Ισως μου έλεγαν: «Συνέχισε». Οχι από υποχρέωση, αλλά από ευγνωμοσύνη, που είμαι ακόμα εδώ, που μπορώ να μιλήσω, να γράψω, να θυμάμαι. Και ίσως να δώσω φωνή και σε εκείνους που δεν μπορούν πια. Το κελάηδισμά τους δεν είναι θόρυβος, είναι παρηγοριά. Είναι σαν να λένε: Οσο υπάρχει κάποιος που αγαπά, που θυμάται, που γράφει, τίποτα δεν χάνεται στ’ αλήθεια. Και αυτό αφορά όλους μας.
«Το χαρτί θέλει αλήθεια και ψυχή»
Ο «Σασμός» και «Το ναυάγιο» άγγιξαν εκατομμύρια τηλεθεατές. Νιώθετε διαφορετική ευθύνη όταν γράφετε για το χαρτί, μακριά από την τηλεοπτική μεταφορά; Ή κάθε ιστορία έχει τη δική της αυτονομία;
Κάθε ιστορία έχει τη δική της φωνή, τον δικό της ρυθμό και αξίζει να τη σέβεσαι γι’ αυτό που είναι. Οταν γράφω, δεν σκέφτομαι την κάμερα, σκέφτομαι τον άνθρωπο που θα διαβάσει μες στη σιωπή. Το χαρτί θέλει αλήθεια και ψυχή. Δεν σου συγχωρεί την επιτήδευση. Νιώθω ευθύνη, όχι επειδή με γνωρίζει πια περισσότερος κόσμος αλλά γιατί οι αναγνώστες μου περιμένουν να τους πω μια ιστορία που θα τη νιώσουν. Και αυτό είναι πάντα ιερό.
Ειδήσεις Σήμερα
- Αυτός είναι ο νέος ΚΟΚ: Προσοχή στις υποτροπές – Ξεχάστε κινητά και αλκοόλ – Πότε χάνετε το δίπλωμα
- Ζωγράφου: Μεθυσμένος ο οδηγός της μηχανής που παρέσυρε στον θάνατο την 64χρονη
- Σοκ στην ΕΛ.ΑΣ.: Αστυνομικός αυτοκτόνησε μέσα στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών
- Πανελλαδικές Εξετάσεις 2025: Συνέχεια για τους υποψήφιους των ΓΕΛ με μαθήματα προσανατολισμού
- Τριήμερο Αγίου Πνεύματος: Ο Πόρος όπως δεν τον έχετε ξαναδεί – Κοντινή επιλογή για σύντομη απόδραση

