Ο Λέων πρόκειται να καθαριστεί και να συντηρηθεί επιτόπου από ειδικευμένους συντηρητές, με στόχο την απομάκρυνση της υγρασίας και της φθοράς του χρόνου, ώστε η μορφή του να ανακτήσει την αρχική λάμψη της. Το γλυπτό, ύψους περίπου τεσσάρων μέτρων, βρίσκεται σήμερα δίπλα στη σύγχρονη γέφυρα του Στρυμόνα, μεταξύ Αμφίπολης και Νέων Κερδυλίων. Οπως διευκρινίστηκε από την προϊσταμένη της Διεύθυνσης Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού, Μαρία Μερτζάνη, το μνημείο δεν εγείρει ανησυχία σχετικά με τη στατική και τη δομική ακεραιότητά του.

Το μάρμαρο του αγάλματος, όπως και αυτό της βάσης του, το οποίο προέρχεται από τον περίβολο του ταφικού μνημείου της Αμφίπολης, έχει προσδιοριστεί ως Θάσου. Τυπολογικά ο Λέων της Αμφίπολης ανήκει σε ένα γνωστό σύνολο γλυπτών της κλασικής εποχής λόγω της στάσης του, όπως παρατηρείται σε άλλα αντίστοιχα έργα. Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του είναι η χαίτη του λέοντα, η οποία καλύπτει το κεφάλι και το άνω μέρος του σώματος, πέφτοντας στους ώμους του.
Η ιστορία της ανακάλυψης του μνημείου είναι εξίσου συναρπαστική. Το 1912, κατά τη διάρκεια του Βαλκανικού Πολέμου, Ελληνες στρατιώτες ανακάλυψαν τμήματα της βάσης του στις εκβολές του ποταμού Στρυμόνα, κοντά στη σημερινή του θέση, ενώ το 1916 Βρετανοί αξιωματικοί έφεραν στο φως μαρμάρινα τμήματα του αγάλματος. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι ίδιοι πραγματοποίησαν απόπειρα μεταφοράς και φυγάδευσης των τμημάτων με τα πλοία τους, όμως ένας ισχυρός βομβαρδισμός από τα εχθρικά στρατεύματα ματαίωσε τα σχέδιά τους.
Τα ευρήματα παρέμειναν στην αφάνεια έως το 1929, όταν οι εργασίες αποξήρανσης των πεδιάδων Σερρών και Δράμας από την εταιρία Monks-Ulen οδήγησαν στην ανεύρεση του μνημείου. Η αναστήλωση του Λέοντα έγινε το 1936 με τη σύμπραξη της Γαλλικής και της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών και τη συγκατάθεση της ελληνικής αρχαιολογικής υπηρεσίας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος κατασκευής του γλυπτού. Η πρώτη φάση της ανακατασκευής αφορούσε στην κατασκευή προπλασμάτων και γύψινων εκμαγείων από τα υπάρχοντα θραύσματα του γλυπτού, με σκοπό τη δημιουργία ενός ολόσωμου αντιγράφου από γύψο, σε πραγματικό μέγεθος. Επειτα από την ολοκλήρωση του γύψινου μοντέλου, σειρά είχε η διαδικασία ανάταξης και συνένωσης των μαρμάρινων τμημάτων.

Η αρχική κατασκευή του γλυπτού περιείχε ελάχιστο μέταλλο για δομική στήριξη. Για την ένωση των τμημάτων αποφασίστηκε η χρήση μεταλλικών συνδέσμων και η διάνοιξη εντορμιών. Για τη συμπλήρωση των μελών που έλειπαν χρησιμοποιήθηκαν τσιμέντο και χρωστικές ουσίες, ώστε το τεχνητό υλικό να μοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο χρωματικά στο πρωτότυπο. Η τεχνική αυτή είχε ήδη χρησιμοποιηθεί στην αποκατάσταση της βόρειας κιονοστοιχίας του Παρθενώνα (1922-1930). Σήμερα, σχεδόν ενενήντα χρόνια μετά, το μνημείο θα μπει σε μια νέα εποχή, με τη φροντίδα της επιστημονικής κοινότητας.
ΤΑ 130 ΜΑΡΜΑΡΙΝΑ ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΒΑΣΗΣ
Ενα ακόμα εξαιρετικά ενδιαφέρον σημείο έχει να κάνει με τη βάση του γλυπτού. Σύμφωνα με τα σημερινά αρχαιολογικά δεδομένα, έπειτα από την αποκάλυψη του ταφικού μνημείου του Τύμβου Καστά, το 2014, είναι γνωστό ότι τα 130 μαρμάρινα τμήματα που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της συμβατικής βάσης του Λέοντα το 1936 ανήκαν στον περίβολο του τύμβου. Παρά τις τεχνικές «αυθαιρεσίες», με βάση τα σημερινά επιστημονικά κριτήρια, η αποκατάσταση του 1936 υπήρξε σωτήρια για τη διάσωση του Λέοντα της Αμφίπολης.

